Mr. Big

Posted by universechild On Mar 30, 2009 0 comments


Η ποπ κουλτούρα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας είναι γνωστή για πολλά πράγματα, μερικά ιδιαίτερα παράξενα ή/και ενδιαφέροντα, αλλά σε αυτό που αξίζει να σταθούμε λίγο εδώ είναι η μεγάλη αγάπη που έχει το κοινό αυτής της χώρας για ατόφιο 80s Hard Rock και Heavy Metal. Αυτό είναι προφανές όχι μόνο αν δεις τη μεγάλη επιτυχία που είχαν πολλές Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές μπάντες στη χώρα αυτή ή αν κάτσεις και μετρήσεις πόσοι live δίσκοι έχουν ηχογραφηθεί από show στην Ιαπωνία, αλλά και αν σκεφτείς ότι η δημοτικότητα του ήχου αυτού εκεί παρέμεινε μεγάλη, παρά την πτώση που ακολούθησε μετά από τα 80s στον Δυτικό κόσμο.


Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η Ιαπωνία αποδείχτηκε ο παράδεισος των Mr. Big, οι οποίοι, ναι μεν έκαναν μεγάλη επιτυχία για μια περίοδο στα τέλη των 80s στις ΗΠΑ, αλλά το κοινό τους το βρήκαν πραγματικά στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου (δεν ξεφεύγεις ποτέ από κλισέ έκφράσεις... ποτέ).


Τα θεμέλια των Mr. Big τέθηκαν το 1988 όταν ο μπασίστας Billy Sheenan (ο οποίος είχε παίξει και με τον Steve Vai) έφυγε από τους David Lee Roth και με τη βοήθεια του Mike Varney της Shrapnel Records άρχισε να ψάχνει μέλη για μια νέα μπάντα. Με μάνατζερ τον Herbie Herbert (ο οποίος είχε δουλέψει με τους Journey και τον Santana) το line-up συμπλήρωσαν οι Paul Gilbert (πρώην κιθαρίστας στους Racer X), Pat Torpey (τύμπανα) και Eric Martin (φωνητικά), ο οποίος είχε κυκλοφορήσει υλικό στα 80s με τη μπάντα του, Eric Martin Band.




Γρήγορα η μπάντα υπέγραψε με την Atlantic και κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο της το 1989. Το Mr. Big (1989) έκανε κάποια άισθηση στους rock κύκλους για την ποιότητά του, αλλά δεν κατάφερε να κάνει mainstream επιτυχία στις ΗΠΑ. Στην Ιαπωνία, βέβαια, έγινε αμέσως τεράστιο hit.


Δύο περίπου χρόνια μετά το Lean Into It (1991) τους χάρισε μεγάλη επιτυχία και στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα με τις μπαλάντες "To Be With You" και "Just Take My Heart", αλλά και το "Green-Tinted Sixties Mind".




Οι επόμενοι δίσκοι τους Bump Ahead (1993) και Hey Man (1996) δεν κατάφεραν να επαναλάβουν την επιτυχία του, αλλά η μπάντα συνέχισε να είναι πολύ δημοφιλής στους Ιάπωνες, κάτι που δείχνει και το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν αρκετούς "Ιαπωνικούς" live δίσκους.




Χαρακτηριστική είναι και η συμμετοχή του Eric Martin μαζί με τον rocker συνθέτη της Sega of America, Spencer Nielsen, στο soundtrack του video game για το Sega-CD Amazing Spider-Man Vs. Kingpin (1993), ένα από τα πρώτα παιχνίδια με πραγματικά καλό rock soundtrack. To "Swing Time" στο οποίο τραγουδάει ο Martin είναι από τα πρώτα κανονικά τραγούδια που ακούστηκαν σε video game. Οι Mr. Big είχαν πάντα σχέση με την anime/game κουλτούρα καθώς το "Take Cover" ακούστηκε στo soundtrack του τηλεοπτικού anime Mega Man (βασισμένο στο παιχνίδι της Capcom) ενώ το "Shine" ήταν οι τίτλοι τέλους στο anime Hellsing.




Το 1997 έφυγε ο Gilbert για να κυνηγήσει σόλο καριέρα και στην πορεία να επανενώσει τους Racer X. Αντικαταστάτης του ήταν ο Richie Kotzen, πρώην κιθαρίστας των Poison, και με αυτή τη σύνθεση οι Mr. Big ηχογράφησαν τα Get Over It (2000) και Actual Size (2001).


Εντάσεις και διαφωνίες τους οδήγησαν στην απόφαση να διαλυθούν, και η πορεία τους έκλεισε με μια "αποχαιρετιστήρια" τουρνέ το 2002. Μια "περίπου" επανένωση έγινε το 2008 όταν ο Paul Gilbert έδινε ένα show στο House of Blues του Δυτικού Hollywood και κάλεσε στη σκηνή τους Billy Sheenan και Pat Torpey για να παίξουν τα "30 Days in the Hole" και "Daddy, Brother, Lover, Little Boy".


Το 2009 και καθώς φέτος είναι η επέτειος των 20 χρόνων από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, βρίσκεται στα σκαριά μια Reunion Tour που θα αποτελείται από 9 συναυλίες σε Ιαπωνικό έδαφος μέσα στον Ιούνιο. Ήδη τα περισσότερα show έγιναν sold out, ενώ χωρίς να υπάρχει σχετική ανακοίνωση, θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτη και η κυκλοφορία ενός επετειακου live CD/DVD.

Δισκογραφία
1989 - Mr. Big
1991 - Lean Into It
1993 - Bump Ahead
1996 - Hey Man
2000 - Get Over It
2001 - Actual Size

Δισκογραφία (Live)
1990 - Raw Like Sushi
1992 - Mr. Big Live in San Francisco
1992 - Raw Like Sushi II
1994 - Japandemonium: Raw Like Sushi III
1996 - Channel V At The Hard Rock Live
1997 - Live at Budokan
2002 - Mr. Big In Japan

Faster Pussycat

Posted by universechild On Mar 28, 2009 0 comments



Οι "perverts" Faster Pussycat είναι μια από τις αρκετές μπάντες που έκαναν κάποια επιτυχία στα τέλη των 80s κατά τη διάρκεια του μεγάλου "μπαμ" του Glam Metal της εποχής εκείνης. Έφτασαν να γίνει ο δεύτερος δίσκος τους χρυσός και να παίξουν σε περιοδείες με μεγάλα ονόματα, αλλά μόλις μπήκαν τα 90s τους πήραν και αυτούς τα θραύσματα από την έκρηξη του grunge. Τα μέλη παρέμειναν δραστήρια σε μικρότερη κλίμακα, ενώ μέσα στην ατμόσφαιρα νοσταλγίας και reunion της δεκαετίας του 2000, επανενώθηκαν και αυτοί..



Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε περίπου την ίδια εποχή που οι Guns N' Roses κατακτούσαν το κόσμο και κυκλοφορούσαν με χιονισμένες λιμουσίνες χάρι στο Appetite for Destruction. Το Faster Pussycat (1987) δεν είχε φυσικά ανάλογη επιτυχία, αλλά έκαναν ένα δυνατό όνομα και τα video από τα "Cathouse", "Bathroom Wall" και "Don't Change That Song" έκαναν επιτυχία στο MTV. Παράλληλα, στις περιοδείες τους έφτασαν να παίζουν κάτω από ονόματα όπως Alice Cooper, David Lee Roth και Motorhead.

Την ίδια περίπου περίοδο εμφανίστηκαν και στο διαβόητο ντοκιμαντέρ The Decline of the Western Civilization Part 2: The Metal Years στο οποίο δίνουν μια συνέντευξη και ερμηνεύουν live τα "Cathouse" και "Bathroom Wall".


Η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήρθε δυο χρόνια μετά με το Wake Me When It's Over (1989), ένας δίσκος που έγινε χρυσός κυρίως χάρι στα single "House of Pain" και "Poison Ivy". Όμως, στη διάρκεια της επερχόμενης περιοδείας "έχασαν" τον drummer τους Mark Michals καθώς συνελήφθη ενώ προσπαθησε να ταχυδρομήσει ηρωίνη στο ξενοδοχείο όπου έμενε. Απολύθηκε από τη μπάντα, ενώ αντικαταστάτης του για τα live ήταν ο Frankie Banali των Quiet Riot. Λίγο μετά μπήκε ως μόνιμος drummer ο Brett Bradshaw, και ακολούθησε μια νέα περιοδεία με τους Kiss και Motley Crue.


Επιτυχία είχε την ίδια χρονιά και μια διασκευή που ηχογράφησαν για το "You're So Vain" της Carly Simon, το οποίο συνοδεύτηκε και με ένα video, μέσα στα πλαίσια ενός επετειακού compilation που ετοίμαζε η Elektra για 40 χρόνια παρουσίας της ως εταιρία. Το κομμάτι περιέχεται και στο EP Belted, Buckled And Booted (1992), το οποίο λειτούργησε κυρίως ως single για το "Nonstop To Nowhere" από τον επερχόμενο δίσκο τους.

Το αρκετά... "διεστραμμένο" Whipped! (1992) θεωρείται από τους καλύτερους δίσκους τους, αλλά πέρασε σχετικά απαρατήρητο μέσα στην αλλαγή του μουσικού κλίματος εκείνης της περιόδου, με συνέπεια την διάλυση της μπάντας.

Ο Taime Downe ασχολήθηκε στο διάστημα αυτό με τους Newlydeads, ένα πιο industrial project με ήχο που έφερνε προς Marilyn Manson και θεματολογία ανάλογη με εκείνη του Whipped.



Το 2001 επανενώθηκαν τρία από τα αυθεντικά μέλη των Faster Pussycat, Taime Downe, Brent Muscat, Greg Steele μαζί με τα μέλη των Newlydeads Xristian Simon (κιθάρα), Danny Nordahl (μπάσο) και Chad Stewart (τύμπανα). Η σύνθεση αυτή κυκλοφόρησε τη συλλογή Between the Valley of the Ultra Pussy (2001) η οποία περιείχε industrial remix των γνωστών κομματιών τους συν μια διασκευή από Kiss ("I Was Made for Loving You"). Το άλμπουμ δίχασε, και ο Steele έφυγε λίγο αργότερα κατά τη διάρκεια της περιοδείας με τους Cinderella και τους Poison. Ο Tracii Guns τον αντικατέστησε για την τουρνέ αυτή, αλλά η μπάντα συνέχισε ως πεντάδα.

Το 2005 και καθώς ο Brent Muscat έμαθε ότι έπασχε από καρκίνο του λάρυγγα, η περιοδεία της χρονιάς εκείνης ολοκληρώθηκε με τον Eric Griffin των Murderdolls.



Το 2006, και καθώς έγινε μια ακόμα επανένωση των Faster Pussycat με τη συμμετοχή του Brent Muscat και δύο άλλων αυθεντικών μελών, Eric Stacy και Brett Bradshaw, με τραγουδιστή τον Kurt Frohlich, υπήρχαν δύο ενεργές μπάντες με το ίδιο όνομα, η κάθε μία από τις οποίες είχε περίπου τα μίσά από τα αυθεντικά μέλη. Οι δικαστικές κόντρες ήταν αναπόφευκτες με τις δύο πλευρές να δηλώνουν ότι είναι εξίσου "αυθεντικές". Η δεύτερη πλευρά είχε ως επιχείρημα το ότι έπαιζε hard rock κόπως η αυθεντική μπάντα και όχι industrial rock "πειραματισμούς" με το όνομα της παλιάς μπάντας.

Έγιναν κάποιες κινήσεις προσέγγισης από την πλευρά του Muscat για μια κανονική επανένωση, αλλά συνάντησε την άρνηση του Downe, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων και το εξής δηλητηριώδες: "η μπάντα του Muscat είναι tribute band των Faster Pussycat". Τελικά ο Muscat έκανε πίσω δημιουργώντας μια δική του μπάντα, τους Sin City Sinners, ενώ ο Downe από τότε συνεχίζει να παίζει industrial ως Faster Pussycat.

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ποια πλευρά είναι λάθος, καθώς στο Rocklahoma του 2007 o Downe έκανε νέα σειρά δηλώσεων γεμάτες δηλητήριο για τον Muscat λέγοντας και πράγματα που δεν λέγονται από κανέναν (σώφρων) άνθρωπο , κουβέντες του στυλ "του εύχομαι να πεθάνει από την αρρώστια που έχει". Φυσικά οι κουβέντες του γιουχαίστηκαν από το κοινό και κατακρίθηκαν από τον μουσικό Τύπο.


Δισκογραφία
1987 - Faster Pussycat
1989 - Wake Me When It's Over
1990 - Live & Rare EP
1992 - Belted, Buckled and Booted EP
1992 - Whipped!
2001 - Between The Valley of the Ultra Pussy
2003 - Greatest Hits: Faster Pussycat
2006 - The Power and the Glory Hole




Europe

Posted by universechild On Mar 22, 2009 0 comments


Φυσικά, και για να τελειώνουμε με αυτό, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τις πρώτες νότες από το μεγαλύτερο hit των Σουηδών είναι η εικόνα του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη με τη νίκη της Εθνικής Ελλάδος μπάσκετ επί της Ρωσίας (τότε Ε.Σ.Σ.Δ.) στο ευρωπαϊκό κύπελλο του 1987. Τώρα, το ΠΩΣ συνδυάστηκε ένα τραγούδι για ερωτική σχέση με μια αθλητική νίκη, παραμένει ένα αίνιγμα. Θα μου πεις το We Will Rock You και We're the Champions των Queen ήταν πολυχρησιμοποιημένα... Ίσως ήταν τα πλήκτρα της βασικής μελωδίας που θυμίζουν "ηρωϊκό εμβατήριο" σε συνδυασμό με τον τίτλο που θυμίζει αθλητικό αγώνα. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το ότι το κομμάτι αυτό ήταν από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες επιτυχίες του rock για τη χρονιά εκείνη.


Το ζήτημα είναι ότι πραγματικά έδεσε, και το κύπελλο της Ελλάδας με soundtrack το Final Countdown των Europe είναι ίσως η πιο "αθάνατη" στιγμή των ελληνικών 80s, με τη ποδοσφαιρική νίκη στο Euro του 2004 (με soundtrack το "Ζορμπά" του Θεοδωράκη) να φαντάζει ως ένας απλός απόηχος. Αυτό βέβαια θα το κρίνουν οι επόμενες γενιές, αλλά τα ψηφιακά και αποστειρωμένα 00s είναι σίγουρα χαμηλά στη λίστα προτεραιότητας για να γίνουν cult δεκαετία. Ίσως βέβαια φαντάζουν κλασικά όταν θα είμαστε π.χ. στο 2029 οπότε και τα 00s θα είναι γνωστά ως το κύκνειο άσμα της ανθρώπινης ζωής ως "ανθρώπινης" και "ζωής" και όχι ως εικονικής πραγματικότητας με άκαπνες αμοιβάδες, υγιείς στο σώμα αλλά ατροφικές στο μυαλό, που θα δουλεύουν ένα 12ωρο για να σαπίσουν μετά στην "αμφίδρομη τηλεόραση" και αντί να γελούν θα λένε άτονα: LOL.

Ξεφύγαμε...


Οι Europe λοιπόν δημιουργήθηκαν το 1979 ως "Δύναμη" (Force) από τον τραγουδιστή/πληκτρά Joey Tempest και τον κιθαρίστα John Norum. Στα πρώτα τους χρόνια δεν έκαναν και πολλά εκτός από το να "δέσουν" με το να παίζουν διασκευές, ενώ το line-up συμπληρώθηκε με τους Peter Olsson (μπάσο) και Tony Reno (τύμπανα). Με πρωτοβουλία του Tempest άρχισαν να γράφουν και να στέλνουν δικό τους υλικό σε εταιρίες, παίρνοντας την απογοητευτική απάντηση ότι έπρεπε να κόψουν τα μαλλιά τους και να τραγουδήσουν Σουηδικά για να πάρουν συμβόλαιο (κάτι μου θυμίζει αυτό...) Στην πορεία έφυγε και ο Olsson για να πάρει στα χέρια του το μπάσο ο John Leven. Ο τελευταίος πήγε για κάποιο διάστημα στη μπάντα του Yngwie J. Malmsteen ενώ στους Europe ήρθε ο μέχρι τότε μπασίστας του Malmsteen, Marcel Jacob, αλλά ο Leven προφανώς δεν τον άντεξε και ξαναγύρισε στους Europe.


Η τύχη τους άλλαξε όταν το 1982 η φίλη του Tempest κανόνισε για τη μπάντα μια συμμετοχή σε ένα talent show της Σουηδίας για νέα συγκροτήματα. Τα κομμάτια με τα οποία διαγωνίστηκαν "In The Future to Come" και "The King Will Return" τους χάρισαν την πρώτη θέση (ανάμεσα σε 4000 συμμετοχές) και το έπαθλο, ένα συμβόλαιο με την Hot Records, με συνέπεια την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους την επόμενη κιόλας χρονιά. Στην διάρκεια του διαγωνισμού άλλαξαν και το όνομά τους σε Europe.




Το Europe (1983) έφτασε στην όγδοη θέση των Σουηδικών charts me το single "Seven Doors Hotel" να γίνεται επιτυχία στην Ιαπωνία, και η μπάντα σύντομα κυκλοφόρησε τον διάδοχό του, Wings of Tomorrow (1984). Το single "Open Your Heart" κέντρισε το ενδιαφέρον της CBS η οποία τους προσέφερε συμβόλαιο για διεθνή διανομή το 1985. Το ίδιο διάστημα προσελήφθη και ο Mic Michaeli για τη θέση των πλήκτρων στα live (ενώ σύντομα έγινε και μόνιμο μέλος) ενώ ο Tony Reno αντικαταστάθηκε στα τύμπανα από τον Ian Haugland. Το 1985 ηχογράφησαν και το soundtrack της ταινίας "On The Loose" το οποίο περιελάμβανε και ένα από τα μεγάλα τους hit, το "Rock the Night".




Η ηχογράφηση του τρίτου άλμπουμ έγινε με τον παραγωγό των Journey, Kevin Elson, και η κυκλοφορία του έμελλε να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία τους. Το Final Countdown (1986) έγινε τριπλά πλατινένιο στις ΗΠΑ, ενώ έφτασε σε ψηλές θέσεις σε πολλές χώρες. Το ομώνυμο single έγινε #1 σε 25 χώρες, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτερες αγορές όπως Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία. Ανάλογη επιτυχία είχε και το εξίσου γνωστό "Carrie" αλλά και η επανηχογράφηση του "Rock the Night".


Ωστόσο, ο Norum έδειξε κάποια δυσφορία με το πολύ "εμπορικό", κατά τον ίδιο, ύφος που είχε πάρει η μπάντα, και σύντομα έφυγε για να κυνηγήσει σόλο καριέρα. Η μπάντα συνέχισε με αντικαταστάτη του στην κιθάρα τον Kee Marcello, και το 1987 πέρασε με επιτυχημένες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική.




Το επόμενο άλμπουμ Out of this World (1988) είχε θερμή υποδοχή χωρίς όμως να επαναλάβει την επιτυχία του Countdown, φτάνοντας να γίνει "απλά" πλατινένιο στις ΗΠΑ με μεγαλύτερο hit το "Superstitious", το οποίο ήταν και το τελευταίο τους single που έφτασε στα Αμερικάνικα charts. Ακολούθησε μια Αμερικάνικη περιοδεία μαζί με τους τεράστιους τότε Def Leppard, αλλά και μια συμμετοχή σε ένα φεστιβάλ στο Milton Keynes της Αγγλίας με τους Bon Jovi, τους Skid Row και τις Vixen.


Το Prisoners in Paradise (1991) συνέπεσε με την λαίλαπα του grunge, και δεν είχε μεγάλη κάλυψη από τα media. Παρόλα αυτά, το single "I'll Cry For You" κατάφερε να φτάσει στο #28 των Βρετανικών charts, ενώ και μια νέα περιοδεία ξεκίνησε με αφετηρία ένα πρωτοχρονιάτικο show με τίτλο "Final Countdown '91" στο Tokyo Dome στο οποίο έπαιξαν και οι Tesla, οι Thunder και οι Metallica.


Με το τέλος της περιοδείας του 1992, και έχοντας συμπληρώσει μια δεκαετία συνεχούς δράσης, τα μέλη αποφάσισαν συναινετικά να διαλύσουν τη μπάντα. Ο Tempest και ο Marcello είχαν κάποια σόλο παρουσία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη έπαιξαν σε διάφορα project και μπάντες. O John Norum έπαιξε και στους Dokken.


Μια πρώτη επανένωση για κάποια show έγινε το 1998, λίγο πριν από την έλευση της νέας χιλιετίας, συμπεριλαμβάνοντας και τον John Norum που είχε φύγει ήδη από το 1986. Η μπάντα έπαιξε για πρώτη φορά με δύο κιθάρες, καθώς τόσο ο Norum όσο και ο Marcello συμμετείχαν στο show της Στοκχόλμης στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999.




Μερικά χρόνια μετά, και ενώ είχαν προηγηθεί πολλές φήμες, το line-up του Final Countdown επανενώθηκε και επίσημα με νέες περιοδείες και την ηχογράφηση του Start From the Dark (2004), για την παραγωγή του οποίου ξανασυνεργάστηκαν με τον Kevin Elson. Ο δίσκος εμφάνιζε τη μπάντα αρκετά διαφορετική με "μοντέρνα" κατεύθυνση και αρκετά 90s/00s κιθαριστικό ήχο. Η κυκλοφορία του έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, ημέρα γέννησης του γιου του Tempest, και οι πωλήσεις του κρίθηκαν ικανοποιητικές.




Με το τελευταίο τους Secret Society (2006) συνέχισαν σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ παράλληλα δεν σταμάτησαν τα live. Τον Ιανουάριο του 2008 και με τη συνοδεία ενός κουαρτέτου εγχόρδων ηχογράφησαν live το Almost Unplugged (2008) με νέες εκτελέσεις των πιο γνωστών τραγουδιών τους αλλά και διασκευές από κλασικούς όπως Pink Floyd, UFO, Led Zeppelin και Thin Lizzy.


Μέσα στο 2008 η μπάντα έπαιξε επίσης σε ένα show στην Ιταλία μαζί με τους Whitesnake, όπου και ο Tempest ανέβηκε στη σκηνή μαζί με τον Coverdale για το encore των τελευταίων με το "Still of the Night", ενώ τον Αύγουστο έκανε support στους Deep Purple για δύο live στην Σουηδία.


Από την επανένωση μέχρι τώρα η μπάντα δουλεύει σχεδόν ασταμάτητα, και το νέο άλμπουμ αναμένεται σε λίγους μήνες από τώρα, για τον Μάιο του 2009. Θα έχει ενδιαφέρον καθώς, σύμφωνα με δηλώσεις τους, κινείται σε μια πιο retro και 70s classic rock κατεύθυνση, ιδωμένη με ένα σύγχρονο πρίσμα. Ας δούμε...


Δισκογραφία (LP) 
  • 1983 - Europe 
  • 1984 - Wings of Tomorror 
  • 1986 - The Final Countdown 
  • 1988 - Out of this World 
  • 1991 - Prisoners in Paradise 
  • 2004 - Start from the Dark 
  • 2006 - Secret Society

Δισκογραφία (Live, συλλογές κτλ)
  • 1985 - On the Loose E.P. 
  • 1993 - 1982-1992
  • 1999 - 1982-2000 
  • 2004 - Rock the Night: The Very Best of Europe 
  • 2004 - The Final Countdown Live 1986 
  • 2007 - Extended Versions (Live) 
  • 2008 - Almost Unplugged

The Wrestler - Original Soundtrack

Posted by universechild On 0 comments


Έχουν ειπωθεί τόσα για τον "Παλαιστή" που δεν έχουμε και πολλά να προσθέσουμε. Η ταινία του Darren Aronofsky έκανε μεγάλη αίσθηση από το καλοκαίρι του 2008 οπότε και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας και σηματοδότησε την αναγέννηση όχι μόνο της καριέρας, αλλά και της ίδιας της ζωής του μέχρι πρότινος "τελειωμένου" Mickey Rourke. Το Όσκαρ δεν το πήρε, το φιλί της ζωής όμως που του δόθηκε από την αναγνώριση της "ερμηνείας" του (στην ουσία τον εαυτό του έπαιζε) και τον θόρυβο γύρω από την ταινία, ήταν αυτό που του χρειαζόταν πραγματικα.



Αρκετούς μήνες μετά, το Φεβρουάριο του 2009, κυκλοφόρησε και το soundtrack. Είχε φανεί λίγο περίεργο σε μερικούς το ότι δεν είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα καθως η μουσική έπαιζε σημαντικό ρόλο, τόσο στην πλοκή της ταινίας όσο και στον ίδιο το χαρακτήρα του Randy "Ram" Robinson που υποδύεται ο Rourke, αλλά ίσως το καθυστέρησαν για να πετύχουν καλύτερο timing στην εποχή των κινηματογραφικών βραβείων, ποιος ξέρει.




Το βασικό θέμα της ταινίας είναι η Νοσταλγία που νοιώθει ο παρηκμασμένος πρώην "star" του αμερικάνικου Wrestling των 80s για την εποχή της νιότης και της επιτυχίας του στα ρινγκ, και βασικό μέρος της νοσταλγίας αυτής είναι τα τραγούδια που ακούγονται σε καίρια σημεία, και τα οποία είναι στην ουσία το soundtrack της παλιάς ζωής του "Κριού", κρατώντας τις αναμνήσεις του (αυτό που στην ουσία του έχει απομείνει) ζωντανές. Η μουσική αυτή δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από 80s metal.


Ειδικά το μεγάλο hit των Cinderella, "Don't Know What You Got Till Its Gone" (το οποίο βέβαια ακούγεται για πολύ λίγο) είναι από τις πιο εύστοχες επιλογές. Κεντρικό "μουσικό θέμα" της ταινίας είναι βέβαια το "Bang Your Head (Metal Health)" των Quiet Riot, το οποίο είναι και το τραγούδι που συνοδεύει τον Ram στις σκηνές που ανεβαίνει στο ρινγκ. Ένα από τα μεγαλύτερα hit των αρχών των 80s, το Metal Health (μαζί με το ομώνυμο άλμπουμ) είναι από τους βασικούς υπεύθυνους για την έκρηξη του αμερικάνικου Glam Metal της δεκαετίας εκείνης, ενώ παράλληλα είναι και μια από τις μονάχα δύο μεγάλες επιτυχίες των Quiet Riot, η καριέρα των οποίων παρήκμασε λόγω κυρίως της μαλακισμένης συμπεριφοράς του τραγουδιστή τους, Kevin DuBrow. Είναι ελεύθερο να γίνει ο όποιος παραλληλισμός με τον ίδιο το Rourke.


Από τις πρώτες Glam μπάντες ήταν και οι Ratt, οι οποίοι αντιπροσωπεύονται με δύο μεγάλα hit από το ντεμπούτο τους, τα "Round and Round" και "I'm Insane". Στη σκηνή που ακούγεται το Round and Round υπάρχει και η ατάκα "Οι rockers των 80s ήταν οι καλύτεροι, και μετά ήρθε ο κλαψιάρης ο Cobain και τα κατέστρεψε όλα, είναι τόσο κακό να περνάς καλά;" η οποία και ίσως συνοψίζει αυτό το αίσθημα της νοσταλγίας - την αναζήτηση της αθωότητας, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι βέβαια (και) οι ήχοι που τη συνόδευαν.


"You don't know what you got till it's gone" ακούει ο Randy από τα ηχεία σε μια πολύ σύντομη σκηνή ενώ οδηγεί το ταλαιπωρημένο φορτηγάκι του, και εδώ η τανία τα λέει όλα.




Σημαντικό ρόλο στα ερείπια της ζωής του Randy και στην εξέλιξη της ταινίας παίζει και μια stripper, η Cassidy (Marisa Tomei) που νοιώθει ότι το καμπανάκι του χρόνου έχει χτυπήσει και για εκείνη. Όπως και στην περίπτωση του Παλαιστή της ιστορίας μας, βασικό μέρος της δουλειάς της είναι η έκθεση ενός ημίγυμνου σώματος στα πάντα πεινασμένα (είτε για βία είτε για γυμνό) αντρικά μάτια, και αυτός είναι ίσως και ένας από τους λόγους που αυτοί οι δύο "συνεννοούνται".





Μια ελπίδα νέας ζωής δίνεται και για τους δύο όταν βρίσκουν ο ένας στον άλλον κάποιον που τον αντιμετωπίζει ως άνθρωπο και όχι ως ένα κομμάτι κρέας, με τον χαρακτήρα της Tomei να βοηθάει με τον τρόπο της τον Ram ακόμα και στο να συμφιλιωθεί με την από χρόνια αποξενωμένη κόρη του, αλλά η εξέλιξη είναι απρόβλεπτη.


Ποτέ δεν είναι αργά, αλλά είναι πια σαφές ότι μοναδικός προορισμός του Randy είναι η κάθαρση.




Δύο από τα κομμάτια του strip club χαλάνε κάπως τη ροή του, με σαφώς rock προθέσεις, soundtrack album ("Stuntin' Like My Daddy" και "Blowin' Up") και ίσως καλό θα ήταν να τοποθετηθούν στο τέλος. Από τις σκηνές του strip club είναι και τα "Don't Walk Away" των Firehouse και "Animal Magnetism" των Scorpions.


Τα υπόλοιπα κομμάτια συμπληρώνουν μια αρκετά καλή συλλογή, αν και είναι εμφανής η απουσία κάποιων άλλων κομματιών που ακούγονται στην ταινία (π.χ. "Sweet Child o' Mine" των Gunners) και ίσως δεν συμπεριλήφθηκαν στο δισκάκι λόγω ακριβών δικαιωμάτων.


Συνοπτικά, μια αξιόλογη ταινία που μπορεί να "μιλήσει" σε αρκετούς θεατές και ένα δυνατό soundtrack που δεν είναι απλά συνοδευτικό, αλλά αναπόσπαστο μέρος του θέματός της, ενώ και το retro αισθητικής artwork παρακαλάει για κυκλοφορία σε βινύλιο.





1. Quiet Riot - Bang Your Head (Metal Health) 2006 (5:34)
2. Cinderella - Don't Know What You Got (Till It's Gone) (5:52)
3. Birdman & Lil Wayne - Stuntin' LIke My Daddy (4:28)
4. Firehouse - Don't Walk Away (4:32)
5. Rhino Bucket - Soundtrack To A War: Welcome To Hell (4:10)
6. Solomon - Blowin' Up (3:36)
7. Dead Family - Mirror (4:43)
8. Ratt - Round & Round (4:23)
9. Slaughter - Dangerous (3:48)
10. Ratt - I'm Insane (3:14)
11. Accept - Balls To The Walls (5:43)
12. Scorpions - Animal Magnetism (5:57)

Συνολική Διάρκεια: 55'59''



Alice Cooper - "Steven"

Posted by universechild On Mar 15, 2009 0 comments

Ίσως το πιο φορτισμένο συναισθηματικά και πιο δραματικό κομμάτι από το υπερ-επιτυχημένο ντεμπούτο (ως solo) του Alice Cooper, Welcome to My Nightmare (1975). Μια από τις πιο σπουδαίες δημιουργίες θεατρικού rock, μια rock "όπερα" μπροστά από την εποχή της.

---

Live στην Αθήνα


H αυθεντική έκδοση από το Welcome to my Nightmare (1975)

steven - Alice Cooper

I don't want to see you go,
I don't even want to be there.
I will cover up my eyes
And pray it goes away.
You've only lived a minute of your life
I must be dreaming,
Please stop screaming.
I don't like to hear you cry.
You just don't know
How deep that cuts me.
So I will cover up my eyes
And it will go away.
You've only lived a minute of your life
I must be dreaming,
Please stop screaming.
Steven
I hear my name. (Steven)
Is someone calling me ?
I hear my name. (Steven)
That icy breath,
It whispers screams of pain.
I don't want to feel you die,
But if that's the way
That God has planned you,
I'll put pennies on your eyes
And it will go away, see ?
You've only lived a minute of your life
I must be dreaming,
Please stop screaming.
(Steven) (Is someone calling me ? - No)
(Steven)
(I think I hear a voice,
It's outside the door.)
(Steven) I hear my name.
(Steven) (Is someone calling me ?
I hear my name.)
(Steven) (What do you want ?)
(Steven) (What do you want ?)
(What do you want ?) (Steven)
(I hear my name.)

Crimson Glory

Posted by universechild On Mar 13, 2009 0 comments




Μοναδικοί, ιδιόρρυθμοι, "μυστηριώδεις" και progressive με τον τρόπο τους, οι Crimson Glory είναι από τις σημαντικότερες παρουσίες του Αμερικάνικου heavy/power metal των 80s. Παρά την σχετικά μικρή δισκογραφία τους (τρεις μόλις δίσκοι στην πρώτη τους περίοδο) και την σε πιο "underground" επίπεδο επιτυχία τους συγκριτικά με τα metal μεγαθήρια της εποχής εκείνης, παραμένουν μια από τις πιο θρυλικές και αγαπημένες μπάντες για τους θιασώτες του μελωδικού heavy metal (και όχι μόνο).

Έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη Florida το 1982 ως Beowulf (από τον γνωστό μυθικό ήρωα του ομώνυμου έπους που θεωρείται ως το αρχαιότερο κείμενο της αγγλικής γλώσσας). Η πεντάδα των Ben Jackson (κιθάρα), Dana Burnell (τύμπανα), Jon Drenning (κιθάρα), Jeff Lords (μπάσο) και Midnight (φωνητικά) κινήθηκε κάποια χρόνια στο underground ψάχνοντας τη δική της "φωνή", μέχρι να έρθει η στιγμή για το ντεμπούτο το 1986. Στο μεταξύ το αρκετά epic όνομά τους άλλαξε στο πιο μυστηριώδες (ας συνηθίσει κανείς αυτή τη λέξη...) Crimson Glory, ενώ στην προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν υιοθέτησαν το image με τις ανέκφραστες μεταλλικές μάσκες, οι οποίες έγιναν κάτι σαν σήμα κατατεθέν τους.




Η κυκλοφορία του ντεμπούτου έγινε με την σχετικά μικρή Par Records, και το Crimson Glory (1986) είχε θερμή υποδοχή, εκτός των άλλων και για τα μοναδικά φωνητικά του John Patrick McDonald Jr, πιο γνωστού ως Midnight. Την ίδια κιόλας χρονιά επανακυκλοφόρησε από την μεγαλύτερη Roadrunner καθώς η εταιρία γρήγορα τους υπέγραψε.



Το επόμενο άλμπουμ Transcendence (1988) είχε σίγουρα ταιριαχτό τίτλο, καθώς η υποδοχή του δίσκου ήταν ενθουσιώδης τόσο από τον Τύπο όσο και από τους ακροατές. Την κυκλοφορία του δίσκου ακολούθησε πετυχημένη περιοδεία της μπάντας σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία μαζί με ονόματα όπως Metallica, Ozzy, Queensryche, Udo, Doro και Antrhax. Στη διάρκεια της περιοδείας τροποποίησαν ελαφρώς και το image τους καθώς διαπίστωσαν ότι το κρυμμένο από τις μάσκες πρόσωπο έκανε δύσκολη την αναπνοή, και τις τροποποίησαν σε στυλ "Φάντασμα της Όπερας" με ακάλυπτο σαγόνι και στόμα, όπως εκείνη που ήδη είχε ο Midnight για να μπορεί να τραγουδάει.

Με το τέλος της περιοδείας αυτής σημειώθηκε και η αποχώρηση των
Burnell και Jackson (οι οποίοι δημιούργησαν τους Parish), και το ουσιαστικό τέλος της πρώτης περιόδου των γνήσιων Crimson Glory. Με αντικαταστάτη στα τύμπανα τον Ravi Jakhotia η μπάντα συνέχισε ως τετράδα, με εντελώς αλλαγμένο το προφίλ της σε ότι αφορά τη μουσική της κατεύθυνση. Το Strange and Beautiful (1991) τους παρουσίαζε πιο hard rock με tribal στοιχεία, δίνοντας περισσότερη έμφαση στους ρυθμούς των κρουστών σε σχέση με τα κιθαριστικά μέρη. Ήταν ένα άλμπουμ όχι απαραίτητα κακό, αλλά απλά πολύ κατώτερο σε σύγκριση με αυτά που προηγήθηκαν, με τη "μαγεία" να έχει χαθεί. Οι φτωχές πωλήσεις του δίσκου οδήγησαν στην αποχώρηση του Midnight, και με το τέλος της περιοδείας για την προώθησή του (με αντικαταστάτη τον David Van Landing), η οποία αποδείχτηκε σύντομη, η μπάντα διαλύθηκε.

Ο ίδιος ο
Midnight αποσύρθηκε για μεγάλο διάστημα από τη μουσική σκηνή, ενώ ο Drenning επιχείρησε επαναδραστηριοποίηση της μπάντας προς τα μέσα των 90s, πρώτα ως Crush και μετά ως Erotic Liquid Culture, πάντα με τον Van Landing στα φωνητικά. Τα δύο ομώνυμα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, με ήχο αρκετά διαφορετικό από εκείνο των Crimson Glory, είναι σήμερα εξαιρετικά σπάνια και περιζήτητα από συλλέκτες.

Κάποια χρόνια μετά προς τα τέλη των 90s
έγιναν κάποιες κινήσεις από τον Denning με σκοπό την επανένωση της μπάντας. Επέστρεψε και ο Ben Jackson, ενώ αντικαταστάτης του Midnight στα φωνητικά ήταν ο Wade Black. Η σύνθεση αυτή κυκλοφόρησε το Astronomica (1999) κάνοντας και κάποιες περιοδείες, αλλά σύντομα διαλύθηκε. Παρά την αξιόλογη προσπάθεια, μην κοροϊδευόμαστε, Crimson Glory χωρίς τον Midnight δεν "στέκουν".

Μια κανονική αλλά σύντομη επανένωση έγινε στα μέσα των 00s και ενώ η μπάντα είχε αποκτήσει πλέον cult status με έναν πολύ φανατικό πυρήνα οπαδών οι οποίοι ονομαζόταν κιόλας χιουμοριστικά ως Crimson Militia (μπορείς να το πεις Πορφυροί Παραστρατιωτικοί ή Οπλοφόροι). Μια επιπλέον προσθήκη για τις περιοδείες ήταν και ο drummer για το Astronomica, Jesse Rojas. Έγιναν κάποιες περιοδείες και υπήρχαν σχέδια για την κυκλοφορία σε DVD ενός live από το 1989, αλλά η (δικιά μας) Black Lotus που τους είχε υπογράψει δυστυχώς έκλεισε και τα σχέδια ναυάγησαν. Δυστυχώς, μια νέα αποχώρηση του Midnight ακολούθησε στις αρχές του 2007 λόγω κάποιων "προσωπικών διαφορών".

Ο Wade Black επανήλθε στα φωνητικά για μια σειρά από show, αλλά το μέλλον των Crimson Glory είναι προς το παρόν αδιευκρίνιστο... δυστυχώς...

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε μερικούς μήνες προτού φύγει από τη ζωή ο Midnight στις 8 Ιουλίου του 2009. Δεν χωρούν άλλα λόγια. RIP, ήσουν μεγάλη φωνή.

Δισκογραφία

  • 1986 - Crimson Glory
  • 1988 - Transcendence
  • 1991 - Strange and Beautiful
  • 1999 - Astronomica