Μια από τις μπάντες με το πιο "ξεφωνημένα" Glam, έως ανδρόγυνο, image στις αρχές της καριέρας της, οι Poison στις δόξες τους γέμιζαν αρένες, πουλούσαν εκατομμύρια και ήταν συχνοί "πελάτες" του MTV, ενώ και στην παρακμή του είδους, παρά τα διάφορα προβλήματα και αλλαγές, δεν σταμάτησαν ποτέ να παίζουν, δηλητηριάζοντας (σόρυ για το λογοπαίγνιο) τα αυτιά και τα μάτια των απανταχού μεταλλάδων.
Η πορεία τους ξεκίνησε το 1983 στον τόπο καταγωγής τους, την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ως "Paris" με τους Bret Michaels (φωνητικά), Matt Smith (κιθάρα), Bobby Dall (μπάσο) και Rikki Rockett (τύμπανα). Αναζητώντας φήμη, μετακόμισαν στο Los Angeles όπου και άρχισαν να παίζουν σε διάφορα κλαμπ. Το 1985 o Smith, που ετοιμαζόταν να γίνει πατέρας ενώ παράλληλα ανησυχούσε για το μέλλον της μπάντας και την αβεβαιότητα της ζωής ως μουσικός, εγκατέλειψε τη μπάντα για να γυρίσει στην οικογένειά του στην Πενσυλβάνια. Οι υπόλοιποι, που στο μεταξύ μετονομάστηκαν σε Poison (εμπνευσμένοι από το Spinal Tap), και αφού άκουσαν διάφορους κιθαρίστες (μεταξύ άλλων και τον Slash), τον αντικατέστησαν με τον CC DeVille.
Η μπάντα άρχισε να γίνεται γνωστή στη σκηνή του Sunset Strip με το κραυγαλέο της image και τα ιδιαίτερα θεατρικά show της. Έχοντας μηδενικό budget για εφέ, γέμιζαν τη σκηνή με εξαρτήματα και μηχανές από παλιά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες Harley Davidson, ενώ έριχαν κονφετί στον εαυτό τους από κουτιά που τοποθετούσαν στο ταβάνι. Υπάρχει η φήμη ότι οι θεατρινισμοί αυτοί ήταν αντιγραφή από μια άλλη μπάντα που έδρασε τοπικά κοντά στον τόπο καταγωγής των Poison, τους Kix, ενώ και η περσόνα που έπαιρνε στη σκηνή ο Michaels θύμιζε έντονα τον frontman τους, Steve Whitman.
Το 1986 υπέγραψαν με την Enigma και το ντεμπούτο τους, Look What the Cat Dragged in (1986), περιέχοντας τα hits "Talk Dirty to Me," "I Want Action," "I Won't Forget You", έγινε διπλά πλατινένιο με πάνω από 2 εκ. αντίτυπα, ενώ δεν υπήρχε μέχρι τότε καλύτερη διαφήμιση για τη μάσκαρα και το eye-liner από το εξώφυλλό του. Στο ίδιο διάστημα (1987) ηχογράφησαν και μια διασκευή από Kiss ("Rock and Roll All Nite") για το soundtrack της ταινίας Less Than Zero.
Το δεύτερο άλμπουμ Open Up and Say... Ahh! (1988) έμελλε να έχει το πιο γνωστό κομμάτι της μπάντας, "Every Rose Has Its Thorn," αλλά και τα επίσης πασίγνωστα "Nothin' But A Good Time" και "Your Mama Don't Dance" (διασκευή από Loggins and Massina), ενω οι πωλήσεις του έφτασαν τα 8 εκατομμύρια. Μια χτυπητή αλλαγή ήταν το εξώφυλλο, το οποίο θεωρήθηκε ακραίο και λογοκρίθηκε: το αρχικό απεικόνιζε έναν κόκκινο δαίμονα θηλυκού γένους με πολύ μακριά γλώσσα, ενώ το τελικό είχε μαύρες μπάρες που άφηναν ορατά μόνο τα μάτια. Οι επανεκδόσεις του δίσκου έχουν το αρχικό εξώφυλλο. Παράλληλα, και μέχρι το τέλος της περιοδείας Skyscraper Tour που έκαναν με τον David Lee Roth, είχαν καθιερωθεί ως μία από τις λαοφιλείς live μπάντες.
Μέχρι τα τέλη του 1989 οι Poison ήταν η πέμπτη σε κατάταξη πιο εμπορική hard rock μπάντα των 80s μετά από τους Motley Crue, τους Def Leppard, τους Bon Jovi και τους Guns N' Roses.
Ο τρίτος δίσκος Flesh & Blood (1990) επανέλαβε την επιτυχία σκαρφαλώνοντας στο #2 στις ΗΠΑ, ενώ τα σινγκλ του "Unskinny Bop," "Ride the Wind," και "Something To Believe In" έγιναν χρυσά. Το τελευταίο σινγκλ ήταν το ομώνυμο κομμάτι, "Flesh & Blood (Sacrifice)", το βίντεο του οποίου θεωρήθηκε ακραίο και απαγορεύτηκε από το MTV, και έγινε διαθέσιμο μόνο μέσω της βιντεοκασέτας Flesh, Blood & Videotape που κυκλοφόρησε αργότερα. Το εξώφυλλο του Flesh & Blood επίσης συνάντησε τη λογοκρισία, καθώς στην αρχική εικόνα ένα υγρό που θα μπορούσε να είναι μελάνι ή αίμα έτρεχε από το τατουάζ, για να εξαφανιστεί στην έκδοση που κυκλοφόρησε. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις εμφανίζουν το αυθεντικό εξώφυλλο.
Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η Flesh & Blood Tour, από την οποία ηχογραφήσεις περιέχονται στο τέταρτο άλμπουμπ τους που βγήκε την επόμενη χρονιά, Swallow This: Live (1991). Το άλμπουμ περίείχε επίσης και 4 νέα στουντιακά κομμάτια, τα οποία ήταν και τα τελευταία που ηχογραφήθηκαν με τον CC DeVille πριν φύγει από τη μπάντα.
Παρά την επιτυχία, οι εξαρτήσεις του DeVille από την κόκα και το αλκοόλ δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα. Στα Βραβεία του MTV του 1991, και ενώ η μπάντα έπαιζε το "Unskinny Bop", αυτός ξαφνικά σταμάτησε και άρχισε να παίζει το "Talk Dirty To Me", αναγκάζοντας και τους υπόλοιπους να αλλάξουν τραγούδι, με συνέπεια να γίνει χοντρός καβγάς και να πέσουν μπουνιές μεταξύ αυτού και του Michaels στα παρασκήνια. Ο DeVille απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον, συμπατριώτη τους από την Πενσυλβάνια, κιθαρίστα Richie Kotzen.
Δισκογραφία
1986 - Look What The Cat Dragged In
1988 - Open Up and Say... Ahh!
1990 - Flesh & Blood
1991 - Swallow This: Live
1993 - Native Tongue
2000 - Crack A Smile... And More!
2001 - Power to the People
2002 - Hollyweird
2007 - Poison'd
Η πορεία τους ξεκίνησε το 1983 στον τόπο καταγωγής τους, την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ως "Paris" με τους Bret Michaels (φωνητικά), Matt Smith (κιθάρα), Bobby Dall (μπάσο) και Rikki Rockett (τύμπανα). Αναζητώντας φήμη, μετακόμισαν στο Los Angeles όπου και άρχισαν να παίζουν σε διάφορα κλαμπ. Το 1985 o Smith, που ετοιμαζόταν να γίνει πατέρας ενώ παράλληλα ανησυχούσε για το μέλλον της μπάντας και την αβεβαιότητα της ζωής ως μουσικός, εγκατέλειψε τη μπάντα για να γυρίσει στην οικογένειά του στην Πενσυλβάνια. Οι υπόλοιποι, που στο μεταξύ μετονομάστηκαν σε Poison (εμπνευσμένοι από το Spinal Tap), και αφού άκουσαν διάφορους κιθαρίστες (μεταξύ άλλων και τον Slash), τον αντικατέστησαν με τον CC DeVille.
Η μπάντα άρχισε να γίνεται γνωστή στη σκηνή του Sunset Strip με το κραυγαλέο της image και τα ιδιαίτερα θεατρικά show της. Έχοντας μηδενικό budget για εφέ, γέμιζαν τη σκηνή με εξαρτήματα και μηχανές από παλιά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες Harley Davidson, ενώ έριχαν κονφετί στον εαυτό τους από κουτιά που τοποθετούσαν στο ταβάνι. Υπάρχει η φήμη ότι οι θεατρινισμοί αυτοί ήταν αντιγραφή από μια άλλη μπάντα που έδρασε τοπικά κοντά στον τόπο καταγωγής των Poison, τους Kix, ενώ και η περσόνα που έπαιρνε στη σκηνή ο Michaels θύμιζε έντονα τον frontman τους, Steve Whitman.
Το 1986 υπέγραψαν με την Enigma και το ντεμπούτο τους, Look What the Cat Dragged in (1986), περιέχοντας τα hits "Talk Dirty to Me," "I Want Action," "I Won't Forget You", έγινε διπλά πλατινένιο με πάνω από 2 εκ. αντίτυπα, ενώ δεν υπήρχε μέχρι τότε καλύτερη διαφήμιση για τη μάσκαρα και το eye-liner από το εξώφυλλό του. Στο ίδιο διάστημα (1987) ηχογράφησαν και μια διασκευή από Kiss ("Rock and Roll All Nite") για το soundtrack της ταινίας Less Than Zero.
Το δεύτερο άλμπουμ Open Up and Say... Ahh! (1988) έμελλε να έχει το πιο γνωστό κομμάτι της μπάντας, "Every Rose Has Its Thorn," αλλά και τα επίσης πασίγνωστα "Nothin' But A Good Time" και "Your Mama Don't Dance" (διασκευή από Loggins and Massina), ενω οι πωλήσεις του έφτασαν τα 8 εκατομμύρια. Μια χτυπητή αλλαγή ήταν το εξώφυλλο, το οποίο θεωρήθηκε ακραίο και λογοκρίθηκε: το αρχικό απεικόνιζε έναν κόκκινο δαίμονα θηλυκού γένους με πολύ μακριά γλώσσα, ενώ το τελικό είχε μαύρες μπάρες που άφηναν ορατά μόνο τα μάτια. Οι επανεκδόσεις του δίσκου έχουν το αρχικό εξώφυλλο. Παράλληλα, και μέχρι το τέλος της περιοδείας Skyscraper Tour που έκαναν με τον David Lee Roth, είχαν καθιερωθεί ως μία από τις λαοφιλείς live μπάντες.
Μέχρι τα τέλη του 1989 οι Poison ήταν η πέμπτη σε κατάταξη πιο εμπορική hard rock μπάντα των 80s μετά από τους Motley Crue, τους Def Leppard, τους Bon Jovi και τους Guns N' Roses.
Ο τρίτος δίσκος Flesh & Blood (1990) επανέλαβε την επιτυχία σκαρφαλώνοντας στο #2 στις ΗΠΑ, ενώ τα σινγκλ του "Unskinny Bop," "Ride the Wind," και "Something To Believe In" έγιναν χρυσά. Το τελευταίο σινγκλ ήταν το ομώνυμο κομμάτι, "Flesh & Blood (Sacrifice)", το βίντεο του οποίου θεωρήθηκε ακραίο και απαγορεύτηκε από το MTV, και έγινε διαθέσιμο μόνο μέσω της βιντεοκασέτας Flesh, Blood & Videotape που κυκλοφόρησε αργότερα. Το εξώφυλλο του Flesh & Blood επίσης συνάντησε τη λογοκρισία, καθώς στην αρχική εικόνα ένα υγρό που θα μπορούσε να είναι μελάνι ή αίμα έτρεχε από το τατουάζ, για να εξαφανιστεί στην έκδοση που κυκλοφόρησε. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις εμφανίζουν το αυθεντικό εξώφυλλο.
Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η Flesh & Blood Tour, από την οποία ηχογραφήσεις περιέχονται στο τέταρτο άλμπουμπ τους που βγήκε την επόμενη χρονιά, Swallow This: Live (1991). Το άλμπουμ περίείχε επίσης και 4 νέα στουντιακά κομμάτια, τα οποία ήταν και τα τελευταία που ηχογραφήθηκαν με τον CC DeVille πριν φύγει από τη μπάντα.
Παρά την επιτυχία, οι εξαρτήσεις του DeVille από την κόκα και το αλκοόλ δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα. Στα Βραβεία του MTV του 1991, και ενώ η μπάντα έπαιζε το "Unskinny Bop", αυτός ξαφνικά σταμάτησε και άρχισε να παίζει το "Talk Dirty To Me", αναγκάζοντας και τους υπόλοιπους να αλλάξουν τραγούδι, με συνέπεια να γίνει χοντρός καβγάς και να πέσουν μπουνιές μεταξύ αυτού και του Michaels στα παρασκήνια. Ο DeVille απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον, συμπατριώτη τους από την Πενσυλβάνια, κιθαρίστα Richie Kotzen.
Ο επόμενος δίσκος τους Native Tongue (1993) ήταν έντονα επηρεασμένος από την παρουσία του Kotzen στη σύνθεση και στο παίξιμο, καθώς απομακρύνθηκε από τα ανθεμικά glam τραγούδια του παρελθόντος εμφανίζοντας ένα πιο ώριμο blues-rock ύφος, καθώς και στίχους με πιο "σοβαρά" θέματα. Περιέχοντας το σινγκλ "Stand", το άλμπουμ έλαβε γενικά θετικές κριτικές, αλλά οι πωλήσεις του με 1 εκ. αντίτυπα θεωρήθηκαν χλιαρές. Μια ακόμη περιοδεία ακολούθησε για την προώθηση του δίσκου, αλλά υπήρχαν εντάσεις μεταξύ του Kotzen και των υπόλοιπων μελών. Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Kotzen είχε ερωτική σχέση με την πρώην αρραβωνιαστικιά του Rockett, απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, για να αντικατασταθεί από τον Blues Saraceno.
Οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, Crack a Smile, ξεκίνησαν το 1994, αλλά όλα σταμάτησαν το Μάιο της ίδιας χρονιάς όταν ο Bret Michaels είχε ένα άσχημο ατύχημα με τη Φερράρι του. Του έσπασε η μύτη, τα πλευρά και το σαγόνι, ενώ έχασε και 4 δόντια. Με την ανάρρωσή του το 1995 η μπάντα συνέχισε τις ηχογραφήσεις αλλά διάφοροι παράγοντες, όπως η σχεδόν μηδενική δημοτικότητα στα 90s του μουσικού είδους που αντιπροσώπευαν αλλά και αλλαγές στελεχών στην εταιρία τους, είχαν σαν συνέπεια ελάχιστη υποστήριξη. Οι ηχογραφήσεις ματαιώθηκαν, και στη θέση του δίσκου η εταιρία αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα Greatest Hits (1996), με δύο καινούρια κομμάτια με τον Saraceno στη κιθάρα, τα "Sexual Thing" και "Lay Your Body Down", ως Bonus. Παρά την έλλειψη συναυλιακής προώθησης, η κυκλοφορία έγινε δύο φορές πλατινένια.
To 1998 ο Bret Michaels έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης με την ταινία A Letter From Death Row (με τον Charlie Sheen), ενώ έγραψε φυσικά και τη μουσική, με το soundtrack να είναι η πρώτη του δουλειά ως σόλο μουσικός. Την ίδια εποχή συναντήθηκε και με τον DeVille και αποφάσισαν από κοινου να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους, με συνέπεια η μπάντα να επανενωθεί στην αυθεντική της σύνθεση. Μια επιτυχημένη Greatest Hits περιοδεία ακολούθησε το 1999 η οποία, σε συνδυασμό με μια επίσης εμφάνιση στο Behind the Music του VH1, ενίσχυσε την δημοτικότητα της μπάντας, με συνέπεια οι ηχογραφήσεις του Crack A Smile να συνεχίσουν.
Πειρατικες κόπιες του "χαμένου άλμπουμ" Crack A Smile είχαν αρχίσει να διακινούνται από σκληροπυρηνικούς φαν της μπάντας, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για επίσημη κυκλοφορία του καθώς αρκετοί μιλούσαν για τον "καλύτερο δίσκο τους μέχρι τώρα". Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τιγκαρισμένος στο bonus υλικό ως Crack A Smile... And More (2000). Εκτός από το Crack A Smile είχε και διάφορα αχρησιμοποίητα B-sides και outtakes από τα πρώτα άλμπουμ, καθώς και κομμάτια από το MTV Unplugged του 1990. Αρκετά απομακρυσμένος από την προηγούμενη στουντιακή δουλειά τους Native Tongue, ο δίσκος είχε την party ατμόσφαιρα της κλασικής περιόδου τους.
Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ τους με τον DeVille εδώ και 8 χρόνια, το Power to the People (2000), στην ουσία ένα EP με 5 νέα κομμάτια (στο ένα εκ των οποίων, "I Hate Every Bone In Your Body Except Mine" εμφανίζεται ο DeVille για πρώτη φορά ως τραγουδιστής) και ηχογραφήσεις από την περιοδεία του 1999-2000 να το συμπληρώνουν. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και η πρώτη σόλο δουλειά του DeVille, Samantha 7 (2000).
Το Hollyweird (2002) ήταν το πρώτο τους πλήρες LP μετά την επανένωση, αλλά συνάντησε διχασμένες κριτικές σε ότι αφορά την παραγωγή και το νέο τους ήχο. Η δεύτερη συλλογή τους Best of Ballads & Blues (2003) περιείχε μεταξύ άλλων νέες ακουστικές εκτελέσεις για τα "Something to Believe In" και "Stand" (το πρώτο και με αλλαγμένους στίχους). Το 2004 ο Michaels κυκλοφόρησε τη δεύτερη σόλο δουλειά του, Songs of Life (2004), ενώ έκανε και το σόλο ντεμπούτο του ο Rikki Rockett με την online κυκλοφορία Glitter 4 Your Soul, έναν φόρο τιμής στο Glam Rock των 70s.
Το καλοκαίρι του 2004 οι Poison έπαιξαν support στους Kiss στην τουρνέ "Rock the Nation" και με την εξαίρεση της τρίτης σόλο κυκλοφορίας του Michaels, "Freedom of Sound", έμειναν αδρανείς για το 2005.
Το 2006 γιόρτασαν τα 20 χρόνια παρουσίας τους στη σκηνή με την καλοκαιρινή τουρνέ "20 Years of Rock" (με τους Cinderella και τους Endeverafter ως support), μια από τις πιο πετυχημένες περιοδείες της χρονιάς. Η τουρνέ ήταν συνοδεία της επετειακής συλλογής The Best of Poison: 20 Years of Rock (2006), η οποία τους σκαρφάλωσε στο top-20 για πρώτη φορά από το 1993. Εκτός από τα κομμάτια τους, περιέχει και μια διασκευή των Funk Railroad στο "We're An American Band". Την ίδια χρονιά η Capitol κυκλοφόρησε και remastered εκδόσεις των τριών πρώτων δίσκων με αρκετό bonus υλικό, μεταξύ άλλων μια instrumental διασκευή στο God Save The Queen των Sex Pistols.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ένας καβγάς στη σκηνή μεταξύ του Michaels και του Dall (με μπουνιές, ιπτάμενα μικρόφωνα και μπάσα και τους roadies και τα άλλα μέλη να προσπαθούν να τους χωρίσουν) έδωσε τέρμα στη συνεργασία του τελευταίου με τη μπάντα, με το set της συναυλίας, όμως, και σε ένδειξη επαγγελματισμού, να τελειώνει προτού αυτός αποχωρήσει.
Ο επόμενος δίσκος ήταν το άλμπουμ διασκευών Poison'd (2007), ενω το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βγήκαν σε περιοδεία μαζί με τους Ratt, και τους Vains of Jenna στην θέση των White Lion, η παρουσία των οποίων ακυρώθηκε για νομικούς λόγους. Ένα από τα show μαγνητοσκοπήθηκε για το Poison: Live, Raw & Uncut.
Το Μάρτιο του 2008 έπαιξαν σε ένα τριήμερο φεστιβάλ στη Νέα Ζηλανδία, στο οποίο συμμετείχαν και άλλοι θρύλοι του rock όπως ο Alice Cooper, ο Ozzy, οι Kiss και οι Whitesnake (αλλά και και οι νεο-Glam/Shock Rockers από τη Φινλανδία, Lordi).
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε CD μια ηχητική έκδοση του DVD Seven Days Live (2008).
Κάποιος θόρυβος έχει γίνει με την τηλεοπτική καριέρα του Bret Michaels ως παρουσιαστή και επίδοξο αντικείμενο του πόθου στο "Rock of Love" reality show του VH1, το οποίο έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2007. Γυναίκες ανταγωνίζονται μεταξύ τους (με mudfights/λασπομαχίες, μεταξύ άλλων) για να κερδίσουν λεφτά (α, και την "αγάπη" του Michaels)... Ένα επιεικώς γελοίο και σεξιστικό κατασκέυασμα που έχει σχέση με το rock όσο και ο διασυρμός του Ozzy στο The Osbournes του MTV, αλλά λεφτά είναι αυτά, τι να κάνουμε. Το show έκανε επιτυχία και μπαίνει αισίως (;) για τρίτη σαιζόν, με συνέπεια να κυκλοφορεί μια ακόμη σόλο δουλειά του Michaels με τα τραγούδια του reality, με τίτλο Rock My World (2008). (Ελπίζω να μη το πάρει χαμπάρι κανένα Mega/ANT1 και βγει και το αντίστοιχο "Dogs of Love" με κανέναν εγχώριο σκυλά στη θέση του Michaels, ο εμετός θα φτάσει μέχρι τη Νότια Μεσόγειο).
Μέσα στα σχέδια του 2009, και σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του Michaels, υπάρχει μια καλοκαιρινή περιοδεία μαζί με τους θρυλικούς Βρετανούς hard rockers Def Leppard - ίδωμεν...
Οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, Crack a Smile, ξεκίνησαν το 1994, αλλά όλα σταμάτησαν το Μάιο της ίδιας χρονιάς όταν ο Bret Michaels είχε ένα άσχημο ατύχημα με τη Φερράρι του. Του έσπασε η μύτη, τα πλευρά και το σαγόνι, ενώ έχασε και 4 δόντια. Με την ανάρρωσή του το 1995 η μπάντα συνέχισε τις ηχογραφήσεις αλλά διάφοροι παράγοντες, όπως η σχεδόν μηδενική δημοτικότητα στα 90s του μουσικού είδους που αντιπροσώπευαν αλλά και αλλαγές στελεχών στην εταιρία τους, είχαν σαν συνέπεια ελάχιστη υποστήριξη. Οι ηχογραφήσεις ματαιώθηκαν, και στη θέση του δίσκου η εταιρία αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα Greatest Hits (1996), με δύο καινούρια κομμάτια με τον Saraceno στη κιθάρα, τα "Sexual Thing" και "Lay Your Body Down", ως Bonus. Παρά την έλλειψη συναυλιακής προώθησης, η κυκλοφορία έγινε δύο φορές πλατινένια.
To 1998 ο Bret Michaels έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης με την ταινία A Letter From Death Row (με τον Charlie Sheen), ενώ έγραψε φυσικά και τη μουσική, με το soundtrack να είναι η πρώτη του δουλειά ως σόλο μουσικός. Την ίδια εποχή συναντήθηκε και με τον DeVille και αποφάσισαν από κοινου να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους, με συνέπεια η μπάντα να επανενωθεί στην αυθεντική της σύνθεση. Μια επιτυχημένη Greatest Hits περιοδεία ακολούθησε το 1999 η οποία, σε συνδυασμό με μια επίσης εμφάνιση στο Behind the Music του VH1, ενίσχυσε την δημοτικότητα της μπάντας, με συνέπεια οι ηχογραφήσεις του Crack A Smile να συνεχίσουν.
Πειρατικες κόπιες του "χαμένου άλμπουμ" Crack A Smile είχαν αρχίσει να διακινούνται από σκληροπυρηνικούς φαν της μπάντας, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για επίσημη κυκλοφορία του καθώς αρκετοί μιλούσαν για τον "καλύτερο δίσκο τους μέχρι τώρα". Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τιγκαρισμένος στο bonus υλικό ως Crack A Smile... And More (2000). Εκτός από το Crack A Smile είχε και διάφορα αχρησιμοποίητα B-sides και outtakes από τα πρώτα άλμπουμ, καθώς και κομμάτια από το MTV Unplugged του 1990. Αρκετά απομακρυσμένος από την προηγούμενη στουντιακή δουλειά τους Native Tongue, ο δίσκος είχε την party ατμόσφαιρα της κλασικής περιόδου τους.
Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ τους με τον DeVille εδώ και 8 χρόνια, το Power to the People (2000), στην ουσία ένα EP με 5 νέα κομμάτια (στο ένα εκ των οποίων, "I Hate Every Bone In Your Body Except Mine" εμφανίζεται ο DeVille για πρώτη φορά ως τραγουδιστής) και ηχογραφήσεις από την περιοδεία του 1999-2000 να το συμπληρώνουν. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και η πρώτη σόλο δουλειά του DeVille, Samantha 7 (2000).
Το Hollyweird (2002) ήταν το πρώτο τους πλήρες LP μετά την επανένωση, αλλά συνάντησε διχασμένες κριτικές σε ότι αφορά την παραγωγή και το νέο τους ήχο. Η δεύτερη συλλογή τους Best of Ballads & Blues (2003) περιείχε μεταξύ άλλων νέες ακουστικές εκτελέσεις για τα "Something to Believe In" και "Stand" (το πρώτο και με αλλαγμένους στίχους). Το 2004 ο Michaels κυκλοφόρησε τη δεύτερη σόλο δουλειά του, Songs of Life (2004), ενώ έκανε και το σόλο ντεμπούτο του ο Rikki Rockett με την online κυκλοφορία Glitter 4 Your Soul, έναν φόρο τιμής στο Glam Rock των 70s.
Το καλοκαίρι του 2004 οι Poison έπαιξαν support στους Kiss στην τουρνέ "Rock the Nation" και με την εξαίρεση της τρίτης σόλο κυκλοφορίας του Michaels, "Freedom of Sound", έμειναν αδρανείς για το 2005.
Το 2006 γιόρτασαν τα 20 χρόνια παρουσίας τους στη σκηνή με την καλοκαιρινή τουρνέ "20 Years of Rock" (με τους Cinderella και τους Endeverafter ως support), μια από τις πιο πετυχημένες περιοδείες της χρονιάς. Η τουρνέ ήταν συνοδεία της επετειακής συλλογής The Best of Poison: 20 Years of Rock (2006), η οποία τους σκαρφάλωσε στο top-20 για πρώτη φορά από το 1993. Εκτός από τα κομμάτια τους, περιέχει και μια διασκευή των Funk Railroad στο "We're An American Band". Την ίδια χρονιά η Capitol κυκλοφόρησε και remastered εκδόσεις των τριών πρώτων δίσκων με αρκετό bonus υλικό, μεταξύ άλλων μια instrumental διασκευή στο God Save The Queen των Sex Pistols.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ένας καβγάς στη σκηνή μεταξύ του Michaels και του Dall (με μπουνιές, ιπτάμενα μικρόφωνα και μπάσα και τους roadies και τα άλλα μέλη να προσπαθούν να τους χωρίσουν) έδωσε τέρμα στη συνεργασία του τελευταίου με τη μπάντα, με το set της συναυλίας, όμως, και σε ένδειξη επαγγελματισμού, να τελειώνει προτού αυτός αποχωρήσει.
Ο επόμενος δίσκος ήταν το άλμπουμ διασκευών Poison'd (2007), ενω το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βγήκαν σε περιοδεία μαζί με τους Ratt, και τους Vains of Jenna στην θέση των White Lion, η παρουσία των οποίων ακυρώθηκε για νομικούς λόγους. Ένα από τα show μαγνητοσκοπήθηκε για το Poison: Live, Raw & Uncut.
Το Μάρτιο του 2008 έπαιξαν σε ένα τριήμερο φεστιβάλ στη Νέα Ζηλανδία, στο οποίο συμμετείχαν και άλλοι θρύλοι του rock όπως ο Alice Cooper, ο Ozzy, οι Kiss και οι Whitesnake (αλλά και και οι νεο-Glam/Shock Rockers από τη Φινλανδία, Lordi).
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε CD μια ηχητική έκδοση του DVD Seven Days Live (2008).
Κάποιος θόρυβος έχει γίνει με την τηλεοπτική καριέρα του Bret Michaels ως παρουσιαστή και επίδοξο αντικείμενο του πόθου στο "Rock of Love" reality show του VH1, το οποίο έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2007. Γυναίκες ανταγωνίζονται μεταξύ τους (με mudfights/λασπομαχίες, μεταξύ άλλων) για να κερδίσουν λεφτά (α, και την "αγάπη" του Michaels)... Ένα επιεικώς γελοίο και σεξιστικό κατασκέυασμα που έχει σχέση με το rock όσο και ο διασυρμός του Ozzy στο The Osbournes του MTV, αλλά λεφτά είναι αυτά, τι να κάνουμε. Το show έκανε επιτυχία και μπαίνει αισίως (;) για τρίτη σαιζόν, με συνέπεια να κυκλοφορεί μια ακόμη σόλο δουλειά του Michaels με τα τραγούδια του reality, με τίτλο Rock My World (2008). (Ελπίζω να μη το πάρει χαμπάρι κανένα Mega/ANT1 και βγει και το αντίστοιχο "Dogs of Love" με κανέναν εγχώριο σκυλά στη θέση του Michaels, ο εμετός θα φτάσει μέχρι τη Νότια Μεσόγειο).
Μέσα στα σχέδια του 2009, και σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του Michaels, υπάρχει μια καλοκαιρινή περιοδεία μαζί με τους θρυλικούς Βρετανούς hard rockers Def Leppard - ίδωμεν...
Δισκογραφία
1986 - Look What The Cat Dragged In
1988 - Open Up and Say... Ahh!
1990 - Flesh & Blood
1991 - Swallow This: Live
1993 - Native Tongue
2000 - Crack A Smile... And More!
2001 - Power to the People
2002 - Hollyweird
2007 - Poison'd
0 comments:
Post a Comment