Music video για το Way Cool Junior (ενσωμάτωση απενεργοποιημένη...)http://www.youtube.com/watch?v=Rz-fObyEh7w
Επιστροφή στους RATT
Big Game
Music video για το Little Fighter
http://www.youtube.com/watch?v=n2dORQp78vM
Mane Attraction
Επιστροφή στους White Lion
Fight to Survive
Pride
Music video για το "Tell Me" (η ενσωμάτωση είναι απενεργοποιημένη...)
http://www.youtube.com/watch?v=atwUCIuNWjc
Επιστροφή στους White Lion
Οι Skid Row από το New Jersey της νέας Υόρκης "έκλεψαν" το όνομά τους από μια παλιά Ιρλανδέζικη μπάντα (την πρώτη μπάντα των Phil Lynott και Gary Moore), και είναι γνωστοί περισσότερο για την τεράστια επιτυχία τους στα τέλη των 80s/αρχές 90s, την εποχή που είχαν σαν frontman τον Sebastian Bach, με δύο πλατινένια άλμπουμ και περιοδείες με ονόματα όπως οι Aerosmith και οι Guns N'Roses στο τσεπάκι τους.
Δημιουργήθηκαν το 1986 από τους Rachel Bolan (μπάσο) και Dave "The Snake" Sabo (κιθάρα). Το 1987 η σύνθεση συμπληρώθηκε με τους Scotti Hill στην κιθάρα μετά από τους Steve Brotherton και Kurtis Jackson, τον Rob Affuso (τύμπανα) και τον Sebastian Bach (αληθινό όνομα: Sebastian Bierk) προς αντικατάσταση του αρχικού τραγουδιστή, Matt Fallon. Ξεκίνησαν παίζοντας show στην περιοχή της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ, αλλά χάρη στη βοήθεια του φίλου τους, Jon Bon Jovi, υπέγραψαν το 1988 με την Atlantic και μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Παραγωγός ήταν ο Michael Wagener (ο οποίος είχε δουλέψει και με τους Ozzy Osbourne, White Lion, Extreme).
Δημιουργήθηκαν το 1986 από τους Rachel Bolan (μπάσο) και Dave "The Snake" Sabo (κιθάρα). Το 1987 η σύνθεση συμπληρώθηκε με τους Scotti Hill στην κιθάρα μετά από τους Steve Brotherton και Kurtis Jackson, τον Rob Affuso (τύμπανα) και τον Sebastian Bach (αληθινό όνομα: Sebastian Bierk) προς αντικατάσταση του αρχικού τραγουδιστή, Matt Fallon. Ξεκίνησαν παίζοντας show στην περιοχή της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ, αλλά χάρη στη βοήθεια του φίλου τους, Jon Bon Jovi, υπέγραψαν το 1988 με την Atlantic και μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Παραγωγός ήταν ο Michael Wagener (ο οποίος είχε δουλέψει και με τους Ozzy Osbourne, White Lion, Extreme).
Το Skid Row (1989) έγινε αμέσως επιτυχία με 5 εκ. αντίτυπα και hit σινγκλ όπως τα "18 and Life", "I Remember You" και "Youth Gone Wild". Παρά την επιτυχία υπήρξαν προβλήματα καθώς σε αντάλλαγμα για την βοήθεια του Jon Bon Jovi έπρεπε να υπογράψουν μια συμφωνία με την εταιρία του, Underground Music Company, στην οποία παραχώρησαν τα δικαιώματα έκδοσης των τραγουδιών τους. Εν ολίγοις, τους έφαγαν λεφτά, τα οποία κατευθύνθηκαν προς την τσέπη του Bon Jovi και του Richie Sambora. Αφού η διαφωνία δημοσιοποιήθηκε, ο Richie Sambora τους πλήρωσε με το μερίδιο που πήρε.
Στην παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε έπαιξαν και με τους Aerosmith, ενώ υπάρχουν διάφορα παραλειπόμενα, όπως το μπουκάλι που έφαγε στο κεφάλι ο Bach (και στη συνέχεια πέταξε πίσω, χτυπώντας κατά λάθος μια αθώα κοπέλα, για να ορμήξει στη συνέχεια στο πλήθος και να πλακώσει στο ξύλο τον αληθινό ένοχο, όλα αυτά μπορεί να τα δει κανείς στο Oh Say Can You Screem βίντεο του 1990) ή το μπλουζάκι με το σλόγκαν "AIDS Kills Fags Dead" που του πέταξαν από το κοινό, και εκείνος φόρεσε χωρίς να δει τί γράφει, για να απολογηθεί αργότερα.
To 1990 επέστρεψαν στο στούντιο, πάλι με τον Wagener στη θέση του παραγωγού, και το Slave to the Grind (1991) ντεμπούταρε στo #1 των charts, με μια ακόμα παγκόσμια περιοδεία η οποία περιελάμβανε εμφανίσεις με τους Guns N' Roses καθώς και συμμετοχή στο φεστιβάλ του Donington της Αγγλίας. Ο δίσκος ήταν εμφανώς βαρύτερος από τον, καθαρά pop/hair metal, προκάτοχό του, προσεγγίζοντας περισσότερο το heavy metal.
Με το τέλος της περιοδείας, και ενώ είχε μεσολαβήσει η κυκλοφορία του EP B-sides Ourselves (1992), η μπάντα έκανε ένα διάλειμμα. Διέκοψαν τη συνεργασία με τον Wagener για λόγους που ίσως έχουν να κάνουν με την κατεύθυνση σε ότι αφορά τον ήχο του δεύτερου δίσκου, και το 1994 μπήκαν στο στούντιο με τον πασίγνωστο (από τους Metallica, Motley Crue, The Offspring) Bob Rock. Το Subhuman Race (1995) ήταν καλό, αλλά παρά κάποια hits, η εποχή του 80's metal είχε περάσει, το MTV δεν προωθούσε τα βίντεο από μπάντες του είδους, και το άλμπουμ δεν είχε την επιτυχία των προηγούμενων, μπαίνοντας απλά στο top-40.
Ο Bach απολύθηκε από τη μπάντα το 1996, ενώ έφυγε λίγο μετά και ο τυμπανιστής Rob Affuso. Παρά το ότι η μπάντα δεν διαλύθηκε ποτέ επίσημα, τα εναπομείναντα μέλη έπαιξαν σε μια μπάντα με όνομα Ozone Monday, με τραγουδιστή τον Sean McCabe. Ο Bach παρέμεινε δραστήριος δημιουργώντας μπάντες, παίζοντας σε musical και κυκλοφορώντας solo δίσκους, αλλά μια ματιά στη δουλειά του σηκώνει ένα ολόκληρο άρθρο.
Επαναδραστηριοποιήθηκαν το 1999 με νέο τραγουδιστή τον Johnny Solinger και τυμπανιστή τον Charlie Mills, ο οποίος εγκατέλειψε για να αντικατασταθεί από τον Phil Varone. Έπαιξαν τόσο με τους Kiss στη "Farewell Tour" που έκαναν, όσο και με τους Poison. Συμμετείχαν το 2002 στην τουρνέ "Rock Never Stops". Η νέα σύνθεση έχει βρεθεί στη σκηνή μαζί με ονόματα όπως οι Aerosmith, Def Leppard, Kid Rock, Sammy Hagar.
Το Thickskin (2003) ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους με τα νέα μέλη, ενώ στο μεταξύ ο Varone απολύθηκε (λόγω φημών για υπερβολικές καταχρήσεις με ναρκωτικά) για να πάρει τη θέση του ο τωρινός drummer, Dave Gara. Για το πέμπτο άλμπουμ τους Revolutions Per Minute (2006) επανενώθηκαν με τον Wagener, παραγωγό των δύο πρώτων.
To 2007 συμμετείχαν με το Jingle Bells (Τρίγωνα Κάλαντα) για τη συλλογή Monster Ballads Christmas, ενώ το 2008 έπαιξαν στην Motley Cruise, μια τετραήμερη κρουαζιέρα στην Καραϊβική με μέλη τους Vince Neil, Ratt, Slaughter, Endeverafter, Lynam. To 2009 θα παίξουν σε μια νέα κρουαζιέρα με όνομα "ShipRocked" (λογοπαίγνιο του Shipwrecked).
Δισκογραφία
1989 - Skid Row
1991 - Slave to the Grind
1992 - B-Sides Oursevles (EP)
1995 - Subhuman Race
2003 - Thickskin
2006 - Revolutions Per Minute
2007 - The Best of Skid Row
Μια μπάντα με τον κλασικό αμερικάνικο pop metal ήχο των 80s, οι Winger γνώρισαν την επιτυχία στα τέλη των '80s με δύο πλατινένιους δίσκους και σινγκλ που έφτασαν σε υψηλές θέσεις των chart. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 και με την άνοδο του grunge, εξαφανίστηκαν και αυτοί για χρόνια.
Η ιστορία των Νεϋορκέζων hard rockers πηγαίνει στα 1987 και δύο πρώην μέλη της μπάντας του Alice Cooper (από την περίοδο των άλμπουμ του Alice "Constrictor" και "Raise Your Fist and Yell"), τον Kip Winger και τον Reb Beach. Οι δύο τους είχαν επίσης δουλέψει μαζί για το πέμπτο άλμπουμ των Twister Sister, "Love is For Suckers". Γρήγορα συνεργάστηκαν με τον επίσης πρώην Alice Cooper, Paul Taylor, ενώ η σύνθεση της μπάντας συμπληρώθηκε με τον ντράμερ Rod Morgenstein. Αρχικά ήθελαν να ονομάσουν τη μπάντα Sahara, αλλά εφόσον το όνομα ήταν ήδη πιασμένο, επέλεξαν να κινηθούν ως Winger.
To ντεμπούτο τους, Winger (1988), έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ και χρυσό στην Ιαπωνία και τον Καναδά ενώ κομμάτια όπως τα "Madalaine", "Seventeen", "Headed for a Heartbreak" και "Hungry" ακούστηκαν πολύ στο ραδιόφωνο και το MTV.
Το δεύτερο άλμπουμ τους In The Heart of the Young (1990) έγινε διπλά πλατινένιο και η κυκλοφορία του συνοδεύτηκε με μια περιοδεία 13 μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας έπαιξαν με ονόματα όπως Kiss, Scorpions, ZZ Top, Slaughter. Στο τέλος της περιοδείας αυτής αποφάσισε να σταματήσει ο Paul Taylor.
Για τις ηχογραφήσεις του τρίτου άλμπουμ τους, Pull (1994), δούλεψαν σαν τριο, ενώ για την περιοδεία προώθησής του μπήκε στη μπάντα ο κιθαρίστας John Roth. Οι φτωχές πωλήσεις του άλμπουμ, όμως, οδηγησαν στη διάλυση της μπάντας.
Το 2001 έγινε μια επανένωση ως πεντάδα (με τους δύο κιθαρίστες Paul και Roth) για την ηχογράφηση ενός νέου κομματιού που επρόκειτο να μπει στη συλλογή The Very Best of Winger (2001), το "On The Inside", ενώ το 2002 περιόδευσαν μαζί με τους Poison, αλλά γρήγορα ξαναδιαλύθηκαν.
Το 2006 βρέθηκαν ξανά μαζί ως τετράδα (μόνο με τον Roth) για την ηχογράφηση του νέου άλμπουμ IV (2006), την κυκλοφορία του οποίου ακολούθησε η περιοδεία "Winger IV Tour"στα τέλη του έτους.
Τα μέλη έχουν πλούσιο βιογραφικό ως session μουσικοί σε γνωστά ονόματα όπως Dokken και Alice Cooper (στους οποίους έπαιξε ο Reb Beach στα 90s), ή Whitesnake. Επίσης, τόσο ο Kip Winger όσο και ο Reb Beach είχαν σόλο δισκογραφική παρουσία.
Η ιστορία των Νεϋορκέζων hard rockers πηγαίνει στα 1987 και δύο πρώην μέλη της μπάντας του Alice Cooper (από την περίοδο των άλμπουμ του Alice "Constrictor" και "Raise Your Fist and Yell"), τον Kip Winger και τον Reb Beach. Οι δύο τους είχαν επίσης δουλέψει μαζί για το πέμπτο άλμπουμ των Twister Sister, "Love is For Suckers". Γρήγορα συνεργάστηκαν με τον επίσης πρώην Alice Cooper, Paul Taylor, ενώ η σύνθεση της μπάντας συμπληρώθηκε με τον ντράμερ Rod Morgenstein. Αρχικά ήθελαν να ονομάσουν τη μπάντα Sahara, αλλά εφόσον το όνομα ήταν ήδη πιασμένο, επέλεξαν να κινηθούν ως Winger.
To ντεμπούτο τους, Winger (1988), έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ και χρυσό στην Ιαπωνία και τον Καναδά ενώ κομμάτια όπως τα "Madalaine", "Seventeen", "Headed for a Heartbreak" και "Hungry" ακούστηκαν πολύ στο ραδιόφωνο και το MTV.
Το δεύτερο άλμπουμ τους In The Heart of the Young (1990) έγινε διπλά πλατινένιο και η κυκλοφορία του συνοδεύτηκε με μια περιοδεία 13 μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας έπαιξαν με ονόματα όπως Kiss, Scorpions, ZZ Top, Slaughter. Στο τέλος της περιοδείας αυτής αποφάσισε να σταματήσει ο Paul Taylor.
Για τις ηχογραφήσεις του τρίτου άλμπουμ τους, Pull (1994), δούλεψαν σαν τριο, ενώ για την περιοδεία προώθησής του μπήκε στη μπάντα ο κιθαρίστας John Roth. Οι φτωχές πωλήσεις του άλμπουμ, όμως, οδηγησαν στη διάλυση της μπάντας.
Το 2001 έγινε μια επανένωση ως πεντάδα (με τους δύο κιθαρίστες Paul και Roth) για την ηχογράφηση ενός νέου κομματιού που επρόκειτο να μπει στη συλλογή The Very Best of Winger (2001), το "On The Inside", ενώ το 2002 περιόδευσαν μαζί με τους Poison, αλλά γρήγορα ξαναδιαλύθηκαν.
Το 2006 βρέθηκαν ξανά μαζί ως τετράδα (μόνο με τον Roth) για την ηχογράφηση του νέου άλμπουμ IV (2006), την κυκλοφορία του οποίου ακολούθησε η περιοδεία "Winger IV Tour"στα τέλη του έτους.
Τα μέλη έχουν πλούσιο βιογραφικό ως session μουσικοί σε γνωστά ονόματα όπως Dokken και Alice Cooper (στους οποίους έπαιξε ο Reb Beach στα 90s), ή Whitesnake. Επίσης, τόσο ο Kip Winger όσο και ο Reb Beach είχαν σόλο δισκογραφική παρουσία.
Δισκογραφία
1988 - Winger
1990 - In the Heart of the Young
1993 - Pull
2001 - The Very Best of Winger
2006 - IV
2007 - Demo Anthology
2007 - Winger Live
Μια από τις μπάντες με το πιο "ξεφωνημένα" Glam, έως ανδρόγυνο, image στις αρχές της καριέρας της, οι Poison στις δόξες τους γέμιζαν αρένες, πουλούσαν εκατομμύρια και ήταν συχνοί "πελάτες" του MTV, ενώ και στην παρακμή του είδους, παρά τα διάφορα προβλήματα και αλλαγές, δεν σταμάτησαν ποτέ να παίζουν, δηλητηριάζοντας (σόρυ για το λογοπαίγνιο) τα αυτιά και τα μάτια των απανταχού μεταλλάδων.
Η πορεία τους ξεκίνησε το 1983 στον τόπο καταγωγής τους, την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ως "Paris" με τους Bret Michaels (φωνητικά), Matt Smith (κιθάρα), Bobby Dall (μπάσο) και Rikki Rockett (τύμπανα). Αναζητώντας φήμη, μετακόμισαν στο Los Angeles όπου και άρχισαν να παίζουν σε διάφορα κλαμπ. Το 1985 o Smith, που ετοιμαζόταν να γίνει πατέρας ενώ παράλληλα ανησυχούσε για το μέλλον της μπάντας και την αβεβαιότητα της ζωής ως μουσικός, εγκατέλειψε τη μπάντα για να γυρίσει στην οικογένειά του στην Πενσυλβάνια. Οι υπόλοιποι, που στο μεταξύ μετονομάστηκαν σε Poison (εμπνευσμένοι από το Spinal Tap), και αφού άκουσαν διάφορους κιθαρίστες (μεταξύ άλλων και τον Slash), τον αντικατέστησαν με τον CC DeVille.
Η μπάντα άρχισε να γίνεται γνωστή στη σκηνή του Sunset Strip με το κραυγαλέο της image και τα ιδιαίτερα θεατρικά show της. Έχοντας μηδενικό budget για εφέ, γέμιζαν τη σκηνή με εξαρτήματα και μηχανές από παλιά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες Harley Davidson, ενώ έριχαν κονφετί στον εαυτό τους από κουτιά που τοποθετούσαν στο ταβάνι. Υπάρχει η φήμη ότι οι θεατρινισμοί αυτοί ήταν αντιγραφή από μια άλλη μπάντα που έδρασε τοπικά κοντά στον τόπο καταγωγής των Poison, τους Kix, ενώ και η περσόνα που έπαιρνε στη σκηνή ο Michaels θύμιζε έντονα τον frontman τους, Steve Whitman.
Το 1986 υπέγραψαν με την Enigma και το ντεμπούτο τους, Look What the Cat Dragged in (1986), περιέχοντας τα hits "Talk Dirty to Me," "I Want Action," "I Won't Forget You", έγινε διπλά πλατινένιο με πάνω από 2 εκ. αντίτυπα, ενώ δεν υπήρχε μέχρι τότε καλύτερη διαφήμιση για τη μάσκαρα και το eye-liner από το εξώφυλλό του. Στο ίδιο διάστημα (1987) ηχογράφησαν και μια διασκευή από Kiss ("Rock and Roll All Nite") για το soundtrack της ταινίας Less Than Zero.
Το δεύτερο άλμπουμ Open Up and Say... Ahh! (1988) έμελλε να έχει το πιο γνωστό κομμάτι της μπάντας, "Every Rose Has Its Thorn," αλλά και τα επίσης πασίγνωστα "Nothin' But A Good Time" και "Your Mama Don't Dance" (διασκευή από Loggins and Massina), ενω οι πωλήσεις του έφτασαν τα 8 εκατομμύρια. Μια χτυπητή αλλαγή ήταν το εξώφυλλο, το οποίο θεωρήθηκε ακραίο και λογοκρίθηκε: το αρχικό απεικόνιζε έναν κόκκινο δαίμονα θηλυκού γένους με πολύ μακριά γλώσσα, ενώ το τελικό είχε μαύρες μπάρες που άφηναν ορατά μόνο τα μάτια. Οι επανεκδόσεις του δίσκου έχουν το αρχικό εξώφυλλο. Παράλληλα, και μέχρι το τέλος της περιοδείας Skyscraper Tour που έκαναν με τον David Lee Roth, είχαν καθιερωθεί ως μία από τις λαοφιλείς live μπάντες.
Μέχρι τα τέλη του 1989 οι Poison ήταν η πέμπτη σε κατάταξη πιο εμπορική hard rock μπάντα των 80s μετά από τους Motley Crue, τους Def Leppard, τους Bon Jovi και τους Guns N' Roses.
Ο τρίτος δίσκος Flesh & Blood (1990) επανέλαβε την επιτυχία σκαρφαλώνοντας στο #2 στις ΗΠΑ, ενώ τα σινγκλ του "Unskinny Bop," "Ride the Wind," και "Something To Believe In" έγιναν χρυσά. Το τελευταίο σινγκλ ήταν το ομώνυμο κομμάτι, "Flesh & Blood (Sacrifice)", το βίντεο του οποίου θεωρήθηκε ακραίο και απαγορεύτηκε από το MTV, και έγινε διαθέσιμο μόνο μέσω της βιντεοκασέτας Flesh, Blood & Videotape που κυκλοφόρησε αργότερα. Το εξώφυλλο του Flesh & Blood επίσης συνάντησε τη λογοκρισία, καθώς στην αρχική εικόνα ένα υγρό που θα μπορούσε να είναι μελάνι ή αίμα έτρεχε από το τατουάζ, για να εξαφανιστεί στην έκδοση που κυκλοφόρησε. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις εμφανίζουν το αυθεντικό εξώφυλλο.
Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η Flesh & Blood Tour, από την οποία ηχογραφήσεις περιέχονται στο τέταρτο άλμπουμπ τους που βγήκε την επόμενη χρονιά, Swallow This: Live (1991). Το άλμπουμ περίείχε επίσης και 4 νέα στουντιακά κομμάτια, τα οποία ήταν και τα τελευταία που ηχογραφήθηκαν με τον CC DeVille πριν φύγει από τη μπάντα.
Παρά την επιτυχία, οι εξαρτήσεις του DeVille από την κόκα και το αλκοόλ δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα. Στα Βραβεία του MTV του 1991, και ενώ η μπάντα έπαιζε το "Unskinny Bop", αυτός ξαφνικά σταμάτησε και άρχισε να παίζει το "Talk Dirty To Me", αναγκάζοντας και τους υπόλοιπους να αλλάξουν τραγούδι, με συνέπεια να γίνει χοντρός καβγάς και να πέσουν μπουνιές μεταξύ αυτού και του Michaels στα παρασκήνια. Ο DeVille απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον, συμπατριώτη τους από την Πενσυλβάνια, κιθαρίστα Richie Kotzen.
Δισκογραφία
1986 - Look What The Cat Dragged In
1988 - Open Up and Say... Ahh!
1990 - Flesh & Blood
1991 - Swallow This: Live
1993 - Native Tongue
2000 - Crack A Smile... And More!
2001 - Power to the People
2002 - Hollyweird
2007 - Poison'd
Η πορεία τους ξεκίνησε το 1983 στον τόπο καταγωγής τους, την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ως "Paris" με τους Bret Michaels (φωνητικά), Matt Smith (κιθάρα), Bobby Dall (μπάσο) και Rikki Rockett (τύμπανα). Αναζητώντας φήμη, μετακόμισαν στο Los Angeles όπου και άρχισαν να παίζουν σε διάφορα κλαμπ. Το 1985 o Smith, που ετοιμαζόταν να γίνει πατέρας ενώ παράλληλα ανησυχούσε για το μέλλον της μπάντας και την αβεβαιότητα της ζωής ως μουσικός, εγκατέλειψε τη μπάντα για να γυρίσει στην οικογένειά του στην Πενσυλβάνια. Οι υπόλοιποι, που στο μεταξύ μετονομάστηκαν σε Poison (εμπνευσμένοι από το Spinal Tap), και αφού άκουσαν διάφορους κιθαρίστες (μεταξύ άλλων και τον Slash), τον αντικατέστησαν με τον CC DeVille.
Η μπάντα άρχισε να γίνεται γνωστή στη σκηνή του Sunset Strip με το κραυγαλέο της image και τα ιδιαίτερα θεατρικά show της. Έχοντας μηδενικό budget για εφέ, γέμιζαν τη σκηνή με εξαρτήματα και μηχανές από παλιά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες Harley Davidson, ενώ έριχαν κονφετί στον εαυτό τους από κουτιά που τοποθετούσαν στο ταβάνι. Υπάρχει η φήμη ότι οι θεατρινισμοί αυτοί ήταν αντιγραφή από μια άλλη μπάντα που έδρασε τοπικά κοντά στον τόπο καταγωγής των Poison, τους Kix, ενώ και η περσόνα που έπαιρνε στη σκηνή ο Michaels θύμιζε έντονα τον frontman τους, Steve Whitman.
Το 1986 υπέγραψαν με την Enigma και το ντεμπούτο τους, Look What the Cat Dragged in (1986), περιέχοντας τα hits "Talk Dirty to Me," "I Want Action," "I Won't Forget You", έγινε διπλά πλατινένιο με πάνω από 2 εκ. αντίτυπα, ενώ δεν υπήρχε μέχρι τότε καλύτερη διαφήμιση για τη μάσκαρα και το eye-liner από το εξώφυλλό του. Στο ίδιο διάστημα (1987) ηχογράφησαν και μια διασκευή από Kiss ("Rock and Roll All Nite") για το soundtrack της ταινίας Less Than Zero.
Το δεύτερο άλμπουμ Open Up and Say... Ahh! (1988) έμελλε να έχει το πιο γνωστό κομμάτι της μπάντας, "Every Rose Has Its Thorn," αλλά και τα επίσης πασίγνωστα "Nothin' But A Good Time" και "Your Mama Don't Dance" (διασκευή από Loggins and Massina), ενω οι πωλήσεις του έφτασαν τα 8 εκατομμύρια. Μια χτυπητή αλλαγή ήταν το εξώφυλλο, το οποίο θεωρήθηκε ακραίο και λογοκρίθηκε: το αρχικό απεικόνιζε έναν κόκκινο δαίμονα θηλυκού γένους με πολύ μακριά γλώσσα, ενώ το τελικό είχε μαύρες μπάρες που άφηναν ορατά μόνο τα μάτια. Οι επανεκδόσεις του δίσκου έχουν το αρχικό εξώφυλλο. Παράλληλα, και μέχρι το τέλος της περιοδείας Skyscraper Tour που έκαναν με τον David Lee Roth, είχαν καθιερωθεί ως μία από τις λαοφιλείς live μπάντες.
Μέχρι τα τέλη του 1989 οι Poison ήταν η πέμπτη σε κατάταξη πιο εμπορική hard rock μπάντα των 80s μετά από τους Motley Crue, τους Def Leppard, τους Bon Jovi και τους Guns N' Roses.
Ο τρίτος δίσκος Flesh & Blood (1990) επανέλαβε την επιτυχία σκαρφαλώνοντας στο #2 στις ΗΠΑ, ενώ τα σινγκλ του "Unskinny Bop," "Ride the Wind," και "Something To Believe In" έγιναν χρυσά. Το τελευταίο σινγκλ ήταν το ομώνυμο κομμάτι, "Flesh & Blood (Sacrifice)", το βίντεο του οποίου θεωρήθηκε ακραίο και απαγορεύτηκε από το MTV, και έγινε διαθέσιμο μόνο μέσω της βιντεοκασέτας Flesh, Blood & Videotape που κυκλοφόρησε αργότερα. Το εξώφυλλο του Flesh & Blood επίσης συνάντησε τη λογοκρισία, καθώς στην αρχική εικόνα ένα υγρό που θα μπορούσε να είναι μελάνι ή αίμα έτρεχε από το τατουάζ, για να εξαφανιστεί στην έκδοση που κυκλοφόρησε. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις εμφανίζουν το αυθεντικό εξώφυλλο.
Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η Flesh & Blood Tour, από την οποία ηχογραφήσεις περιέχονται στο τέταρτο άλμπουμπ τους που βγήκε την επόμενη χρονιά, Swallow This: Live (1991). Το άλμπουμ περίείχε επίσης και 4 νέα στουντιακά κομμάτια, τα οποία ήταν και τα τελευταία που ηχογραφήθηκαν με τον CC DeVille πριν φύγει από τη μπάντα.
Παρά την επιτυχία, οι εξαρτήσεις του DeVille από την κόκα και το αλκοόλ δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα. Στα Βραβεία του MTV του 1991, και ενώ η μπάντα έπαιζε το "Unskinny Bop", αυτός ξαφνικά σταμάτησε και άρχισε να παίζει το "Talk Dirty To Me", αναγκάζοντας και τους υπόλοιπους να αλλάξουν τραγούδι, με συνέπεια να γίνει χοντρός καβγάς και να πέσουν μπουνιές μεταξύ αυτού και του Michaels στα παρασκήνια. Ο DeVille απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον, συμπατριώτη τους από την Πενσυλβάνια, κιθαρίστα Richie Kotzen.
Ο επόμενος δίσκος τους Native Tongue (1993) ήταν έντονα επηρεασμένος από την παρουσία του Kotzen στη σύνθεση και στο παίξιμο, καθώς απομακρύνθηκε από τα ανθεμικά glam τραγούδια του παρελθόντος εμφανίζοντας ένα πιο ώριμο blues-rock ύφος, καθώς και στίχους με πιο "σοβαρά" θέματα. Περιέχοντας το σινγκλ "Stand", το άλμπουμ έλαβε γενικά θετικές κριτικές, αλλά οι πωλήσεις του με 1 εκ. αντίτυπα θεωρήθηκαν χλιαρές. Μια ακόμη περιοδεία ακολούθησε για την προώθηση του δίσκου, αλλά υπήρχαν εντάσεις μεταξύ του Kotzen και των υπόλοιπων μελών. Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Kotzen είχε ερωτική σχέση με την πρώην αρραβωνιαστικιά του Rockett, απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, για να αντικατασταθεί από τον Blues Saraceno.
Οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, Crack a Smile, ξεκίνησαν το 1994, αλλά όλα σταμάτησαν το Μάιο της ίδιας χρονιάς όταν ο Bret Michaels είχε ένα άσχημο ατύχημα με τη Φερράρι του. Του έσπασε η μύτη, τα πλευρά και το σαγόνι, ενώ έχασε και 4 δόντια. Με την ανάρρωσή του το 1995 η μπάντα συνέχισε τις ηχογραφήσεις αλλά διάφοροι παράγοντες, όπως η σχεδόν μηδενική δημοτικότητα στα 90s του μουσικού είδους που αντιπροσώπευαν αλλά και αλλαγές στελεχών στην εταιρία τους, είχαν σαν συνέπεια ελάχιστη υποστήριξη. Οι ηχογραφήσεις ματαιώθηκαν, και στη θέση του δίσκου η εταιρία αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα Greatest Hits (1996), με δύο καινούρια κομμάτια με τον Saraceno στη κιθάρα, τα "Sexual Thing" και "Lay Your Body Down", ως Bonus. Παρά την έλλειψη συναυλιακής προώθησης, η κυκλοφορία έγινε δύο φορές πλατινένια.
To 1998 ο Bret Michaels έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης με την ταινία A Letter From Death Row (με τον Charlie Sheen), ενώ έγραψε φυσικά και τη μουσική, με το soundtrack να είναι η πρώτη του δουλειά ως σόλο μουσικός. Την ίδια εποχή συναντήθηκε και με τον DeVille και αποφάσισαν από κοινου να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους, με συνέπεια η μπάντα να επανενωθεί στην αυθεντική της σύνθεση. Μια επιτυχημένη Greatest Hits περιοδεία ακολούθησε το 1999 η οποία, σε συνδυασμό με μια επίσης εμφάνιση στο Behind the Music του VH1, ενίσχυσε την δημοτικότητα της μπάντας, με συνέπεια οι ηχογραφήσεις του Crack A Smile να συνεχίσουν.
Πειρατικες κόπιες του "χαμένου άλμπουμ" Crack A Smile είχαν αρχίσει να διακινούνται από σκληροπυρηνικούς φαν της μπάντας, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για επίσημη κυκλοφορία του καθώς αρκετοί μιλούσαν για τον "καλύτερο δίσκο τους μέχρι τώρα". Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τιγκαρισμένος στο bonus υλικό ως Crack A Smile... And More (2000). Εκτός από το Crack A Smile είχε και διάφορα αχρησιμοποίητα B-sides και outtakes από τα πρώτα άλμπουμ, καθώς και κομμάτια από το MTV Unplugged του 1990. Αρκετά απομακρυσμένος από την προηγούμενη στουντιακή δουλειά τους Native Tongue, ο δίσκος είχε την party ατμόσφαιρα της κλασικής περιόδου τους.
Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ τους με τον DeVille εδώ και 8 χρόνια, το Power to the People (2000), στην ουσία ένα EP με 5 νέα κομμάτια (στο ένα εκ των οποίων, "I Hate Every Bone In Your Body Except Mine" εμφανίζεται ο DeVille για πρώτη φορά ως τραγουδιστής) και ηχογραφήσεις από την περιοδεία του 1999-2000 να το συμπληρώνουν. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και η πρώτη σόλο δουλειά του DeVille, Samantha 7 (2000).
Το Hollyweird (2002) ήταν το πρώτο τους πλήρες LP μετά την επανένωση, αλλά συνάντησε διχασμένες κριτικές σε ότι αφορά την παραγωγή και το νέο τους ήχο. Η δεύτερη συλλογή τους Best of Ballads & Blues (2003) περιείχε μεταξύ άλλων νέες ακουστικές εκτελέσεις για τα "Something to Believe In" και "Stand" (το πρώτο και με αλλαγμένους στίχους). Το 2004 ο Michaels κυκλοφόρησε τη δεύτερη σόλο δουλειά του, Songs of Life (2004), ενώ έκανε και το σόλο ντεμπούτο του ο Rikki Rockett με την online κυκλοφορία Glitter 4 Your Soul, έναν φόρο τιμής στο Glam Rock των 70s.
Το καλοκαίρι του 2004 οι Poison έπαιξαν support στους Kiss στην τουρνέ "Rock the Nation" και με την εξαίρεση της τρίτης σόλο κυκλοφορίας του Michaels, "Freedom of Sound", έμειναν αδρανείς για το 2005.
Το 2006 γιόρτασαν τα 20 χρόνια παρουσίας τους στη σκηνή με την καλοκαιρινή τουρνέ "20 Years of Rock" (με τους Cinderella και τους Endeverafter ως support), μια από τις πιο πετυχημένες περιοδείες της χρονιάς. Η τουρνέ ήταν συνοδεία της επετειακής συλλογής The Best of Poison: 20 Years of Rock (2006), η οποία τους σκαρφάλωσε στο top-20 για πρώτη φορά από το 1993. Εκτός από τα κομμάτια τους, περιέχει και μια διασκευή των Funk Railroad στο "We're An American Band". Την ίδια χρονιά η Capitol κυκλοφόρησε και remastered εκδόσεις των τριών πρώτων δίσκων με αρκετό bonus υλικό, μεταξύ άλλων μια instrumental διασκευή στο God Save The Queen των Sex Pistols.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ένας καβγάς στη σκηνή μεταξύ του Michaels και του Dall (με μπουνιές, ιπτάμενα μικρόφωνα και μπάσα και τους roadies και τα άλλα μέλη να προσπαθούν να τους χωρίσουν) έδωσε τέρμα στη συνεργασία του τελευταίου με τη μπάντα, με το set της συναυλίας, όμως, και σε ένδειξη επαγγελματισμού, να τελειώνει προτού αυτός αποχωρήσει.
Ο επόμενος δίσκος ήταν το άλμπουμ διασκευών Poison'd (2007), ενω το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βγήκαν σε περιοδεία μαζί με τους Ratt, και τους Vains of Jenna στην θέση των White Lion, η παρουσία των οποίων ακυρώθηκε για νομικούς λόγους. Ένα από τα show μαγνητοσκοπήθηκε για το Poison: Live, Raw & Uncut.
Το Μάρτιο του 2008 έπαιξαν σε ένα τριήμερο φεστιβάλ στη Νέα Ζηλανδία, στο οποίο συμμετείχαν και άλλοι θρύλοι του rock όπως ο Alice Cooper, ο Ozzy, οι Kiss και οι Whitesnake (αλλά και και οι νεο-Glam/Shock Rockers από τη Φινλανδία, Lordi).
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε CD μια ηχητική έκδοση του DVD Seven Days Live (2008).
Κάποιος θόρυβος έχει γίνει με την τηλεοπτική καριέρα του Bret Michaels ως παρουσιαστή και επίδοξο αντικείμενο του πόθου στο "Rock of Love" reality show του VH1, το οποίο έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2007. Γυναίκες ανταγωνίζονται μεταξύ τους (με mudfights/λασπομαχίες, μεταξύ άλλων) για να κερδίσουν λεφτά (α, και την "αγάπη" του Michaels)... Ένα επιεικώς γελοίο και σεξιστικό κατασκέυασμα που έχει σχέση με το rock όσο και ο διασυρμός του Ozzy στο The Osbournes του MTV, αλλά λεφτά είναι αυτά, τι να κάνουμε. Το show έκανε επιτυχία και μπαίνει αισίως (;) για τρίτη σαιζόν, με συνέπεια να κυκλοφορεί μια ακόμη σόλο δουλειά του Michaels με τα τραγούδια του reality, με τίτλο Rock My World (2008). (Ελπίζω να μη το πάρει χαμπάρι κανένα Mega/ANT1 και βγει και το αντίστοιχο "Dogs of Love" με κανέναν εγχώριο σκυλά στη θέση του Michaels, ο εμετός θα φτάσει μέχρι τη Νότια Μεσόγειο).
Μέσα στα σχέδια του 2009, και σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του Michaels, υπάρχει μια καλοκαιρινή περιοδεία μαζί με τους θρυλικούς Βρετανούς hard rockers Def Leppard - ίδωμεν...
Οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, Crack a Smile, ξεκίνησαν το 1994, αλλά όλα σταμάτησαν το Μάιο της ίδιας χρονιάς όταν ο Bret Michaels είχε ένα άσχημο ατύχημα με τη Φερράρι του. Του έσπασε η μύτη, τα πλευρά και το σαγόνι, ενώ έχασε και 4 δόντια. Με την ανάρρωσή του το 1995 η μπάντα συνέχισε τις ηχογραφήσεις αλλά διάφοροι παράγοντες, όπως η σχεδόν μηδενική δημοτικότητα στα 90s του μουσικού είδους που αντιπροσώπευαν αλλά και αλλαγές στελεχών στην εταιρία τους, είχαν σαν συνέπεια ελάχιστη υποστήριξη. Οι ηχογραφήσεις ματαιώθηκαν, και στη θέση του δίσκου η εταιρία αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα Greatest Hits (1996), με δύο καινούρια κομμάτια με τον Saraceno στη κιθάρα, τα "Sexual Thing" και "Lay Your Body Down", ως Bonus. Παρά την έλλειψη συναυλιακής προώθησης, η κυκλοφορία έγινε δύο φορές πλατινένια.
To 1998 ο Bret Michaels έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης με την ταινία A Letter From Death Row (με τον Charlie Sheen), ενώ έγραψε φυσικά και τη μουσική, με το soundtrack να είναι η πρώτη του δουλειά ως σόλο μουσικός. Την ίδια εποχή συναντήθηκε και με τον DeVille και αποφάσισαν από κοινου να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους, με συνέπεια η μπάντα να επανενωθεί στην αυθεντική της σύνθεση. Μια επιτυχημένη Greatest Hits περιοδεία ακολούθησε το 1999 η οποία, σε συνδυασμό με μια επίσης εμφάνιση στο Behind the Music του VH1, ενίσχυσε την δημοτικότητα της μπάντας, με συνέπεια οι ηχογραφήσεις του Crack A Smile να συνεχίσουν.
Πειρατικες κόπιες του "χαμένου άλμπουμ" Crack A Smile είχαν αρχίσει να διακινούνται από σκληροπυρηνικούς φαν της μπάντας, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για επίσημη κυκλοφορία του καθώς αρκετοί μιλούσαν για τον "καλύτερο δίσκο τους μέχρι τώρα". Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τιγκαρισμένος στο bonus υλικό ως Crack A Smile... And More (2000). Εκτός από το Crack A Smile είχε και διάφορα αχρησιμοποίητα B-sides και outtakes από τα πρώτα άλμπουμ, καθώς και κομμάτια από το MTV Unplugged του 1990. Αρκετά απομακρυσμένος από την προηγούμενη στουντιακή δουλειά τους Native Tongue, ο δίσκος είχε την party ατμόσφαιρα της κλασικής περιόδου τους.
Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ τους με τον DeVille εδώ και 8 χρόνια, το Power to the People (2000), στην ουσία ένα EP με 5 νέα κομμάτια (στο ένα εκ των οποίων, "I Hate Every Bone In Your Body Except Mine" εμφανίζεται ο DeVille για πρώτη φορά ως τραγουδιστής) και ηχογραφήσεις από την περιοδεία του 1999-2000 να το συμπληρώνουν. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε και η πρώτη σόλο δουλειά του DeVille, Samantha 7 (2000).
Το Hollyweird (2002) ήταν το πρώτο τους πλήρες LP μετά την επανένωση, αλλά συνάντησε διχασμένες κριτικές σε ότι αφορά την παραγωγή και το νέο τους ήχο. Η δεύτερη συλλογή τους Best of Ballads & Blues (2003) περιείχε μεταξύ άλλων νέες ακουστικές εκτελέσεις για τα "Something to Believe In" και "Stand" (το πρώτο και με αλλαγμένους στίχους). Το 2004 ο Michaels κυκλοφόρησε τη δεύτερη σόλο δουλειά του, Songs of Life (2004), ενώ έκανε και το σόλο ντεμπούτο του ο Rikki Rockett με την online κυκλοφορία Glitter 4 Your Soul, έναν φόρο τιμής στο Glam Rock των 70s.
Το καλοκαίρι του 2004 οι Poison έπαιξαν support στους Kiss στην τουρνέ "Rock the Nation" και με την εξαίρεση της τρίτης σόλο κυκλοφορίας του Michaels, "Freedom of Sound", έμειναν αδρανείς για το 2005.
Το 2006 γιόρτασαν τα 20 χρόνια παρουσίας τους στη σκηνή με την καλοκαιρινή τουρνέ "20 Years of Rock" (με τους Cinderella και τους Endeverafter ως support), μια από τις πιο πετυχημένες περιοδείες της χρονιάς. Η τουρνέ ήταν συνοδεία της επετειακής συλλογής The Best of Poison: 20 Years of Rock (2006), η οποία τους σκαρφάλωσε στο top-20 για πρώτη φορά από το 1993. Εκτός από τα κομμάτια τους, περιέχει και μια διασκευή των Funk Railroad στο "We're An American Band". Την ίδια χρονιά η Capitol κυκλοφόρησε και remastered εκδόσεις των τριών πρώτων δίσκων με αρκετό bonus υλικό, μεταξύ άλλων μια instrumental διασκευή στο God Save The Queen των Sex Pistols.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ένας καβγάς στη σκηνή μεταξύ του Michaels και του Dall (με μπουνιές, ιπτάμενα μικρόφωνα και μπάσα και τους roadies και τα άλλα μέλη να προσπαθούν να τους χωρίσουν) έδωσε τέρμα στη συνεργασία του τελευταίου με τη μπάντα, με το set της συναυλίας, όμως, και σε ένδειξη επαγγελματισμού, να τελειώνει προτού αυτός αποχωρήσει.
Ο επόμενος δίσκος ήταν το άλμπουμ διασκευών Poison'd (2007), ενω το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βγήκαν σε περιοδεία μαζί με τους Ratt, και τους Vains of Jenna στην θέση των White Lion, η παρουσία των οποίων ακυρώθηκε για νομικούς λόγους. Ένα από τα show μαγνητοσκοπήθηκε για το Poison: Live, Raw & Uncut.
Το Μάρτιο του 2008 έπαιξαν σε ένα τριήμερο φεστιβάλ στη Νέα Ζηλανδία, στο οποίο συμμετείχαν και άλλοι θρύλοι του rock όπως ο Alice Cooper, ο Ozzy, οι Kiss και οι Whitesnake (αλλά και και οι νεο-Glam/Shock Rockers από τη Φινλανδία, Lordi).
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε CD μια ηχητική έκδοση του DVD Seven Days Live (2008).
Κάποιος θόρυβος έχει γίνει με την τηλεοπτική καριέρα του Bret Michaels ως παρουσιαστή και επίδοξο αντικείμενο του πόθου στο "Rock of Love" reality show του VH1, το οποίο έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2007. Γυναίκες ανταγωνίζονται μεταξύ τους (με mudfights/λασπομαχίες, μεταξύ άλλων) για να κερδίσουν λεφτά (α, και την "αγάπη" του Michaels)... Ένα επιεικώς γελοίο και σεξιστικό κατασκέυασμα που έχει σχέση με το rock όσο και ο διασυρμός του Ozzy στο The Osbournes του MTV, αλλά λεφτά είναι αυτά, τι να κάνουμε. Το show έκανε επιτυχία και μπαίνει αισίως (;) για τρίτη σαιζόν, με συνέπεια να κυκλοφορεί μια ακόμη σόλο δουλειά του Michaels με τα τραγούδια του reality, με τίτλο Rock My World (2008). (Ελπίζω να μη το πάρει χαμπάρι κανένα Mega/ANT1 και βγει και το αντίστοιχο "Dogs of Love" με κανέναν εγχώριο σκυλά στη θέση του Michaels, ο εμετός θα φτάσει μέχρι τη Νότια Μεσόγειο).
Μέσα στα σχέδια του 2009, και σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του Michaels, υπάρχει μια καλοκαιρινή περιοδεία μαζί με τους θρυλικούς Βρετανούς hard rockers Def Leppard - ίδωμεν...
Δισκογραφία
1986 - Look What The Cat Dragged In
1988 - Open Up and Say... Ahh!
1990 - Flesh & Blood
1991 - Swallow This: Live
1993 - Native Tongue
2000 - Crack A Smile... And More!
2001 - Power to the People
2002 - Hollyweird
2007 - Poison'd
Οι Firehouse είναι μια δυνατή hard rock μπάντα η οποία γνώρισε την μεγαλύτερη επιτυχία της στις ΗΠΑ στις αρχές των 90s με δυνατά άλμπουμ και επιτυχημένα single. Στην πορεία, και με την πτώση της δημοτικότητας του ήχου των 80s, η μπάντα συνέχισε να έχει αμείωτη επιτυχία στις αγορές της Ασίας και την Ιαπωνίας, και συνεχίζει ακάθεκτη με σχεδόν σταθερή σύνθεση.
Η ιστορία της μπάντας πάει πίσω στο 1984 όταν o κιθαρίστας Bill Leverty χρειάστηκε καινούριο ντράμερ για την μπάντα του, White Heat. Μέσω αγγελιών, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Michael Foster, που έμελλε να είναι ο σταθερός ντράμερ της μπάντας. Σε μια από τις επισκέψεις τους σε rock club την εποχή εκείνη πέτυχαν τους Maxx Warrior και, εντυπωσιασμένοι από την απόδοση του τραγουδιστή τους C.J. Snare, αποφάσισαν ότι θα ήθελαν να ενώσουν τις δύο μπάντες. Με την διάλυση των Maxx Warrior, λοιπόν, η σύνθεση της μπάντας συμπληρώθηκε με τον Snare στα φωνητικά αλλά και τον επίσης Maxx Warrior, Perry Richardson, στο μπάσο.
Η μπάντα σύντομα βρέθηκε να δουλεύει ασταμάτητα, ηχογραφώντας το demo τους και παίζοντας σε ξενοδοχεία για να βγάζει τα έξοδά της. Καθώς το όνομα White Heat ήταν κατοχυρωμένο από άλλους, επέλεξαν να ονομαστούν FireHouse, και με αυτό το όνομα τους πρόσεξε ο Michael Caplan της Epic Records, το Δεκέμβριο του 1989. Η μπάντα ηχογράφησε το ντεμπούτο της με παραγωγο τον David Prater, που είχε δουλέψει με τους Dream Theater και υπήρξε ντράμερ του Santana. Μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησε και το FireHouse (1990) λαμβάνοντας πολύ θετικές κριτικές και διάφορες διακρίσεις σε περιοδικά του μουσικού Τύπου. Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα 2 εκ. κάνοντας το διπλά πλατινένιο, ενώ και τα σινγκλ "Love of a Lifetime" και "Don't Treat Me Bad" έφτασαν σε υψηλές θέσεις των charts.
Ο διάδοχός του, Hold Your Fire (1992), χωρίς να επαναλάβει την επιτυχία του ντεμπούτου, έγινε χρυσό και είχε ακόμη 3 επιτυχημένα σινγκλ, τα "Sleeping With You", "Reach for the Sky" και τη μπαλάντα "When I Look Into Your Eyes". Παραγωγός ήταν ο Ron Nevison, που είχε δουλέψει με ονόματα όπως Led Zeppelin, Ozzy, Europe και Heat.
Την εποχή που κυκλοφόρησαν το τρίτο δίσκο τους με τον τίτλο 3 (1995), η δημοτικότητα του είδους είχε πέσει στις ΗΠΑ, αλλά έγινε χρυσός σε χώρες της Ανατολής δίνοντας στη μπάντα την ευκαιρία να περιοδεύσει σε χώρες όπως η Ινδία και η Ταϋλάνδη. Η μπαλάντα "I Live My Life For You" ήταν η τρίτη τους στο top-20 των Αμερικάνικων chart, κάνοντας τον Snare να δηλώσει πως οι FireHouse ήταν η μόνη μπάντα του είδους που συνέχισε ακόμα να έχει επιτυχία χωρίς να αλλοιώσει τον ηχο της, παρά την γενική εξαφάνιση της πλειοψηφίας του 80s metal στην Αμερική των 90s.
Ο επόμενος δίσκος τους ήταν μια συλλογή από ακουστικές εκτελέσεις κλασικών κομματιών τους με τίτλο Good Acoustics (1996), σε παραγωγή του κιθαρίστα τους Bill Leverty, και έγινε χρυσός σε διάφορες χώρες της Ασίας, με συνέπεια η μπάντα να κάνει δύο περιοδείες μέχρι το 1997 σε χώρες όπως η Μαλαισία, η Ινδονησία και η Ιαπωνία. Κομμάτια όπως τα "In Your Perfect World", "You Are My Religion" και "Love Don't Care" έγιναν επίσης επιτυχίες.
Αγανακτιστμένοι από την έλλειψη υποστήριξης από την εταιρία τους για τις ΗΠΑ, την εποχή αυτή η μπάντα υπέγραψε με την Ιαπωνική Pony Canyon Records κυκλοφορώντας το Category 5 (1998). Η κυκλοφορία του συνοδεύτηκε από εκτεταμένη περιοδεία στην Ασία την περίοδο 1998-99, και η επιτυχία του ήταν μεγάλη. Ωστόσο, συνέχισαν την δράση τους στις ΗΠΑ παίζοντας το 1998 μαζί με μπάντες όπως οι Slaughter και οι Quiet Riot στην πρώτη "Rock Never Stops" τουρνέ. Παράλληλα, κυκλοφόρησε και το ζωντανό άλμπουμ Bring 'Em Out Live (1999) από ένα show στην Οσάκα της Ιαπωνίας.
Το 2000 λόγω διαφωνιών έφυγε ο Perry Richardson και την θέση του μπάσου για το επόμενο άλμπουμ τους O2 (2000) κάλυψε ο Bruce Waibel. Ο Waibel συμμετείχε επίσης στην περιοδεία της μπάντας το 2002 μαζί με ονόματα όπως οι Dokken, Ratt, Warrant και L.A. Guns, αλλά έφυγε μόλις τελείωσε η περιοδεία για να έχει χρόνο για την οικογένειά του. Πέθανε πρόωρα το 2003 σε ηλικία μόλις 39 ετών, ενώ ο Bill Leverty εξέφρασε την θλίψη της μπάντας αμέσως μόλις μαθεύτηκε η άσχημη είδηση.
Η θέση του μπασίστα καλύφθηκε προσωρινα από τον Βραζιλιάνο Dario Seixas με τον οποίο ηχογράφησαν το Prime Time (2003) ο οποίος έφυγε σύντομα και έτσι, μετά από διάφορες ακροάσεις, μπήκε στο μπάσο ο Allen McKenzie. Το Δεκέμβριο του 2004 οι FireHouse ήταν η πρώτη rock μπάντα που έπαιξε στη Βορειοανατολική Ινδία. Την περίοδο 2005-07 έκαναν εκτεταμένες τουρνέ σε Ασία και ΗΠΑ, αλλά συμμετείχαν και σε φεστιβάλ όπως το Rocklahoma.
Οι Firehouse είναι αξιοθαύμαστο δείγμα μπάντας όπου όλα σχεδόν τα μέλη, με την εξαίρεση του μπασίστα, είναι εκείνα της αρχικής σύνθεσης, και που μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζει με αμείωτη ενέργεια. Ο Bill Leverty είχε 2 σόλο δίσκους (με τον Michael Foster να συμμετέχει στα τυμπανα), αλλά δεν άφησε ποτέ το γεγονός αυτό να επηρεάσει την κυρίως μπάντα του, ενώ και ο Slade ειχε δηλώσει ότι ετοιμάζει σόλο κυκλοφορία.
Δισκογραφία1990 - FireHouseΗ ιστορία της μπάντας πάει πίσω στο 1984 όταν o κιθαρίστας Bill Leverty χρειάστηκε καινούριο ντράμερ για την μπάντα του, White Heat. Μέσω αγγελιών, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Michael Foster, που έμελλε να είναι ο σταθερός ντράμερ της μπάντας. Σε μια από τις επισκέψεις τους σε rock club την εποχή εκείνη πέτυχαν τους Maxx Warrior και, εντυπωσιασμένοι από την απόδοση του τραγουδιστή τους C.J. Snare, αποφάσισαν ότι θα ήθελαν να ενώσουν τις δύο μπάντες. Με την διάλυση των Maxx Warrior, λοιπόν, η σύνθεση της μπάντας συμπληρώθηκε με τον Snare στα φωνητικά αλλά και τον επίσης Maxx Warrior, Perry Richardson, στο μπάσο.
Η μπάντα σύντομα βρέθηκε να δουλεύει ασταμάτητα, ηχογραφώντας το demo τους και παίζοντας σε ξενοδοχεία για να βγάζει τα έξοδά της. Καθώς το όνομα White Heat ήταν κατοχυρωμένο από άλλους, επέλεξαν να ονομαστούν FireHouse, και με αυτό το όνομα τους πρόσεξε ο Michael Caplan της Epic Records, το Δεκέμβριο του 1989. Η μπάντα ηχογράφησε το ντεμπούτο της με παραγωγο τον David Prater, που είχε δουλέψει με τους Dream Theater και υπήρξε ντράμερ του Santana. Μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησε και το FireHouse (1990) λαμβάνοντας πολύ θετικές κριτικές και διάφορες διακρίσεις σε περιοδικά του μουσικού Τύπου. Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα 2 εκ. κάνοντας το διπλά πλατινένιο, ενώ και τα σινγκλ "Love of a Lifetime" και "Don't Treat Me Bad" έφτασαν σε υψηλές θέσεις των charts.
Ο διάδοχός του, Hold Your Fire (1992), χωρίς να επαναλάβει την επιτυχία του ντεμπούτου, έγινε χρυσό και είχε ακόμη 3 επιτυχημένα σινγκλ, τα "Sleeping With You", "Reach for the Sky" και τη μπαλάντα "When I Look Into Your Eyes". Παραγωγός ήταν ο Ron Nevison, που είχε δουλέψει με ονόματα όπως Led Zeppelin, Ozzy, Europe και Heat.
Την εποχή που κυκλοφόρησαν το τρίτο δίσκο τους με τον τίτλο 3 (1995), η δημοτικότητα του είδους είχε πέσει στις ΗΠΑ, αλλά έγινε χρυσός σε χώρες της Ανατολής δίνοντας στη μπάντα την ευκαιρία να περιοδεύσει σε χώρες όπως η Ινδία και η Ταϋλάνδη. Η μπαλάντα "I Live My Life For You" ήταν η τρίτη τους στο top-20 των Αμερικάνικων chart, κάνοντας τον Snare να δηλώσει πως οι FireHouse ήταν η μόνη μπάντα του είδους που συνέχισε ακόμα να έχει επιτυχία χωρίς να αλλοιώσει τον ηχο της, παρά την γενική εξαφάνιση της πλειοψηφίας του 80s metal στην Αμερική των 90s.
Ο επόμενος δίσκος τους ήταν μια συλλογή από ακουστικές εκτελέσεις κλασικών κομματιών τους με τίτλο Good Acoustics (1996), σε παραγωγή του κιθαρίστα τους Bill Leverty, και έγινε χρυσός σε διάφορες χώρες της Ασίας, με συνέπεια η μπάντα να κάνει δύο περιοδείες μέχρι το 1997 σε χώρες όπως η Μαλαισία, η Ινδονησία και η Ιαπωνία. Κομμάτια όπως τα "In Your Perfect World", "You Are My Religion" και "Love Don't Care" έγιναν επίσης επιτυχίες.
Αγανακτιστμένοι από την έλλειψη υποστήριξης από την εταιρία τους για τις ΗΠΑ, την εποχή αυτή η μπάντα υπέγραψε με την Ιαπωνική Pony Canyon Records κυκλοφορώντας το Category 5 (1998). Η κυκλοφορία του συνοδεύτηκε από εκτεταμένη περιοδεία στην Ασία την περίοδο 1998-99, και η επιτυχία του ήταν μεγάλη. Ωστόσο, συνέχισαν την δράση τους στις ΗΠΑ παίζοντας το 1998 μαζί με μπάντες όπως οι Slaughter και οι Quiet Riot στην πρώτη "Rock Never Stops" τουρνέ. Παράλληλα, κυκλοφόρησε και το ζωντανό άλμπουμ Bring 'Em Out Live (1999) από ένα show στην Οσάκα της Ιαπωνίας.
Το 2000 λόγω διαφωνιών έφυγε ο Perry Richardson και την θέση του μπάσου για το επόμενο άλμπουμ τους O2 (2000) κάλυψε ο Bruce Waibel. Ο Waibel συμμετείχε επίσης στην περιοδεία της μπάντας το 2002 μαζί με ονόματα όπως οι Dokken, Ratt, Warrant και L.A. Guns, αλλά έφυγε μόλις τελείωσε η περιοδεία για να έχει χρόνο για την οικογένειά του. Πέθανε πρόωρα το 2003 σε ηλικία μόλις 39 ετών, ενώ ο Bill Leverty εξέφρασε την θλίψη της μπάντας αμέσως μόλις μαθεύτηκε η άσχημη είδηση.
Η θέση του μπασίστα καλύφθηκε προσωρινα από τον Βραζιλιάνο Dario Seixas με τον οποίο ηχογράφησαν το Prime Time (2003) ο οποίος έφυγε σύντομα και έτσι, μετά από διάφορες ακροάσεις, μπήκε στο μπάσο ο Allen McKenzie. Το Δεκέμβριο του 2004 οι FireHouse ήταν η πρώτη rock μπάντα που έπαιξε στη Βορειοανατολική Ινδία. Την περίοδο 2005-07 έκαναν εκτεταμένες τουρνέ σε Ασία και ΗΠΑ, αλλά συμμετείχαν και σε φεστιβάλ όπως το Rocklahoma.
Οι Firehouse είναι αξιοθαύμαστο δείγμα μπάντας όπου όλα σχεδόν τα μέλη, με την εξαίρεση του μπασίστα, είναι εκείνα της αρχικής σύνθεσης, και που μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζει με αμείωτη ενέργεια. Ο Bill Leverty είχε 2 σόλο δίσκους (με τον Michael Foster να συμμετέχει στα τυμπανα), αλλά δεν άφησε ποτέ το γεγονός αυτό να επηρεάσει την κυρίως μπάντα του, ενώ και ο Slade ειχε δηλώσει ότι ετοιμάζει σόλο κυκλοφορία.
1992 - Hold Your Fire1995 - 3
1996 - Good Acoustics1998 - Category 51998 - The Best of Firehouse1999 - Bring 'Em Out Live2000 - O22003 - Prime Time
Οι Britny Fox ήταν μια χαρακτηριστική Glam μπάντα από τα μέσα της δεκατίας του 1980 που γνώρισε κάποια επιτυχία κατά την χρυσή περίοδο του είδους, για να ακολουθήσει αργότερα και αυτή τη μοίρα των άλλων συγκροτημάτων, λόγω του grunge. Μέσα στο γενικότερο κύμα νοσταλγίας των 00s επανενώθηκαν το 2001 κυκλοφορώντας άλμπουμ, ενώ νεότερη δουλειά τους αναμένεται και μέσα στο 2009.
Δημιουργήθηκαν το 1985 στη Φιλαδέλφεια από τον κιθαρίστα "Dizzy" Dean Davidson παίρνοντας το όνομά τους (με βάση λεγόμενα του ιδίου) από τους Ουαλούς προγόνους του, ενώ στις τάξεις τους γρήγορα εισήλθε και ένα πρώην μέλος των Cinderella, ο κιθαρίστας Michael Kelly Smith. Το line-up για το πρώτο τους demo, In America (1986) συμπληρώθηκε με τους Billy Childs στο μπάσο και τον Johnny Dee στα τύμπανα. Η μπάντα αντέγραψε το ύφος και το γενικότερο θεατρικό της στυλ από τους Cinderella, οι οποίοι, ως πρώην μπάντα του Smith, όχι μόνο δεν έδειξαν ανταγωνισμό αλλά τους βοήθησαν και στο να υπογράψουν με τη Columbia.
Δημιουργήθηκαν το 1985 στη Φιλαδέλφεια από τον κιθαρίστα "Dizzy" Dean Davidson παίρνοντας το όνομά τους (με βάση λεγόμενα του ιδίου) από τους Ουαλούς προγόνους του, ενώ στις τάξεις τους γρήγορα εισήλθε και ένα πρώην μέλος των Cinderella, ο κιθαρίστας Michael Kelly Smith. Το line-up για το πρώτο τους demo, In America (1986) συμπληρώθηκε με τους Billy Childs στο μπάσο και τον Johnny Dee στα τύμπανα. Η μπάντα αντέγραψε το ύφος και το γενικότερο θεατρικό της στυλ από τους Cinderella, οι οποίοι, ως πρώην μπάντα του Smith, όχι μόνο δεν έδειξαν ανταγωνισμό αλλά τους βοήθησαν και στο να υπογράψουν με τη Columbia.
To ομώνυμο ντεμπούτο τους Britny Fox (1988) συνάντησε θερμή υποδοχή και σχεδόν πλατινένιες πωλήσεις, ενώ το single "Long Way To Love" προβλήθηκε πολύ από το MTV. Παρόλα αυτά, το πιο γνωστό τους είναι το Girlschool.
Το δεύτερο άλμπουμ τους Boys in Heat (1989) με το οποίο προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν από τους Cinderella συνάντησε μέτρια αποδοχή και ο Davidson γρήγορα αποχώρησε δημιουργώντας τους Blackeyed Susan, ενώ ο Tommy Paris τον αντικατέστησε.
Για το τρίτο άλμπουμ τους Bite Down Hard (1991) είχαν guest συμμετοχή του, γνωστού από τον Ozzy και τους Black Label Society, Zakk Wylde, αλλά η εποχή του glam είχε παρέλθει και η μπάντα σύντομα διαλύθηκε το 1992.
Ένα αξιοπερίεργο είναι και η εμφάνισή τους με το κομμάτι "Turn On" σε ένα CD της Nintendo με τίτλο "White Knuckle Scorin", το οποίο περιείχε μεταξύ άλλων Dire Straits, Roy Orbison και Trixter.
Ένα αξιοπερίεργο είναι και η εμφάνισή τους με το κομμάτι "Turn On" σε ένα CD της Nintendo με τίτλο "White Knuckle Scorin", το οποίο περιείχε μεταξύ άλλων Dire Straits, Roy Orbison και Trixter.
Το 2001 επανενώθηκαν με το line-up που είχαν πριν διαλυθούν, κυκλοφορώντας ένα Best of (2001) και τη ζωντανή ηχογράφηση Long Way to Live! (2001), αλλά και ένα τέταρτο άλμπουμ, Springhead Motorshark (2003).
Νέο τους άλμπουμ αναμένεται μέσα στο 2009.
Δισκογραφία
1988 - Britny Fox
1989 - Boys in Heat
1991 - Bite Down Hard
2003 - Springhead Motorshark
Συλλογές και Ζωντανές Ηχογραφήσεις
1991 - Nintendo: White Knuckle Scorin' (περιέχει το "Turn On")
2001 - Long Way To Live!
2001 - The Best of Britny Fox
2002 - Live at Froggy's
1988 - Britny Fox
1989 - Boys in Heat
1991 - Bite Down Hard
2003 - Springhead Motorshark
Συλλογές και Ζωντανές Ηχογραφήσεις
1991 - Nintendo: White Knuckle Scorin' (περιέχει το "Turn On")
2001 - Long Way To Live!
2001 - The Best of Britny Fox
2002 - Live at Froggy's
Labels:
80's metal,
Britny Fox,
Glam Metal,
Αφιερώματα