Οι Γερμανοί Bonfire έχουν περίεργη ιστορία. Ξεκίνησαν ως Cacumen, άλλαξαν σε Bonfire και συνεχισαν μέχρι το 1993-94. Όμως, δύο πρώην (και βασικά) μέλη που είχαν φύγει ο ένας το 1989 και ο άλλος το 1992, δραστηριοποιήθηκαν μαζί ως Lessmann/Ziller και αγόρασαν το όνομα Bonfire το 1996, ενώ δύο εναπομείναντα μέλη από τους Bonfire του 1994 παίζουν από το 1997 ως Charade. Μπέρδεμα;;; Μπορεί κανείς να πει ότι οι Hans Ziller και Claus Lessmann ήταν οι αυθεντικοί Bonfire, οπότε η αγορά του ονόματος απλά επέστρεψε το αυτονόητο, και οι δισκάρες που κυκλοφορούν οι Bonfire από το 1996 το επιβεβαιώνουν.
Οι Cacumen ξεκίνησαν το 1972 από τα αδέρφια Hans και Karl Ziller, κιθαρίστες και οι δύο, και για μια εξαετία περίπου έπαιζαν σε διάφορα τοπικά venue, έχοντας έναν πυρήνα οπαδών στη πόλη τους, το Ingolstadt της Δυτικής Γερμανίας. Το όνομα προήλθε από μια λατινική λέξη σε κάποιο σχολικό διαγώνισμα του Hans. Το 1978 η μπάντα αποτελούνταν, εκτός από τα δύο αδέρφια, από τους Horst Maier (κιθάρα), Hans Hauptmann (μπάσο) και Hans Forstner (τύμπανα), ενώ ο μέχρι τότε τραγουδιστής τους αντικαταστάθηκε με τον Claus Lessmann.
Οι Cacumen ξεκίνησαν το 1972 από τα αδέρφια Hans και Karl Ziller, κιθαρίστες και οι δύο, και για μια εξαετία περίπου έπαιζαν σε διάφορα τοπικά venue, έχοντας έναν πυρήνα οπαδών στη πόλη τους, το Ingolstadt της Δυτικής Γερμανίας. Το όνομα προήλθε από μια λατινική λέξη σε κάποιο σχολικό διαγώνισμα του Hans. Το 1978 η μπάντα αποτελούνταν, εκτός από τα δύο αδέρφια, από τους Horst Maier (κιθάρα), Hans Hauptmann (μπάσο) και Hans Forstner (τύμπανα), ενώ ο μέχρι τότε τραγουδιστής τους αντικαταστάθηκε με τον Claus Lessmann.
Με αυτή τη σύνθεση η μπάντα το 1979 κυκλοφόρησε ένα σινγκλ δύο κομματιών, το "Riding Away" / "Wintertale", και άρχισε να περιοδεύει σε μεγαλύτερα venue. Η δημοτικότητά τους αυξήθηκε, και τελικά κυκλοφόρησαν με ένα ανεξάρτητο label το ομώνυμο ντεμπούτο τους Cacumen (1981). Στο μεταξύ, ομως, ο Karl Ziller είχε φύγει από τη μπάντα.
Ένας γνώριμος της μπάντας ηταν και ο Hanns Schmidt-Theissen, ιδιοκτήτης ενός μικρού στούντιο, ο οποίος είχε παίξει μαζί τους για το πρώτο τους σινγκλ. Τους βοήθησε με το να ηχογραφηθεί το δεύτερο άλμπουμ τους, Bad Window (1983), στο δικό του στούντιο, ενώ παράλληλα έκανε και κινήσεις για να τους βρει συμβόλαιο, χωρίς όμως επιτυχία.
Στο μεταξύ το fanbase της μπάντας μεγάλωνε, και έπαιζαν σε όλο και μεγαλύτερα events, υπογράφωντας τελικά το 1985 με την BMG. Υπήρχαν όμως αρκετές αλλαγές στον ορίζοντα: αλλαγές μελών (στο μπάσο βρέθηκε ο Joerg Deisigner και στα τύμπανα ο Dominik Huelshorst), το image τους άλλαξε στο πιο στάνταρ look μιας hard rock μπάντας, ενώ η εταιρία ζήτησε και να αλλάξουν το όνομα με κάτι πιο "πιασιάρικο". Κατέληξαν στο Bonfire.
Ένας γνώριμος της μπάντας ηταν και ο Hanns Schmidt-Theissen, ιδιοκτήτης ενός μικρού στούντιο, ο οποίος είχε παίξει μαζί τους για το πρώτο τους σινγκλ. Τους βοήθησε με το να ηχογραφηθεί το δεύτερο άλμπουμ τους, Bad Window (1983), στο δικό του στούντιο, ενώ παράλληλα έκανε και κινήσεις για να τους βρει συμβόλαιο, χωρίς όμως επιτυχία.
Στο μεταξύ το fanbase της μπάντας μεγάλωνε, και έπαιζαν σε όλο και μεγαλύτερα events, υπογράφωντας τελικά το 1985 με την BMG. Υπήρχαν όμως αρκετές αλλαγές στον ορίζοντα: αλλαγές μελών (στο μπάσο βρέθηκε ο Joerg Deisigner και στα τύμπανα ο Dominik Huelshorst), το image τους άλλαξε στο πιο στάνταρ look μιας hard rock μπάντας, ενώ η εταιρία ζήτησε και να αλλάξουν το όνομα με κάτι πιο "πιασιάρικο". Κατέληξαν στο Bonfire.
To ντεμπούτο τους Don't Touch the Light (1986) κυκλοφόρησε παγκόσμια, αλλά στη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το επόμενο απολύθηκε ο Dominik Huelschorst, και η μπάντα κυκλοφόρησε το "χρυσό" σε πωλήσεις FireWorks (1987) ως κουαερτέτο με συμμετοχή του Ken Mary από τους Fifth Angel στα τύμπανα. Δύο εκδόσεις υπάρχουν, με την Αμερικάνικη να έχει διαφορετικό εξώφυλλο (τα μέλη της μπάντας) και ένα επιπλέον κομμάτι από το ντεμπούτο τους ("You Make Me Feel").
Κάποιες ακόμα αλλαγές μεσολάβησαν στο διάστημα μέχρι το τρίτο άλμπουμ. Στη διάρκεια της FireWorks Tour το 1988 ο Horst Maier αντικαταστάθηκε από τον Angel Schleifer, ενώ χρέη ντράμερ είχε αναλάβει ο Edgar Patrik.
Δυστυχώς, και ενάντια στη λογική ή την γνώμη των μελών, απολύθηκε και ο Hans Ziller με απόφαση του management, λόγω των αυξημένων οικογενειακών υποχρεώσεων που είχε, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αρκετά συγκεντρωμένος στη μπάντα.
Παρόλα αυτά, ο Hans και ο Claus παρέμειναν φίλοι και ο δεύτερος θέλησε να τον βοήθησει με τη νέα μπάντα του, EZ Livin, αλλά συνάντησε ως εμπόδιο την εταιρία.
Η απουσία του Hans από τη μπάντα φαινόταν στην στάση του Claus και η αποχώρησή του τον Σεπτέμβριο του 1992, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες εγκαθίδρυσης των Bonfire στην Αμερικάνικη αγορά, δεν προκάλεσε έκπληξη. Η μπάντα ψάχνοντας τραγουδιστή σκέφτηκε τον Michael Bormann, ο οποίος όμως είχε γεμάτο πρόγραμμα με τα project και τη μπάντα του, και δεν μπορούσε να είναι full-time τραγουδιστής. Ωστόσο, μετά από την αποτυχία να βρουν τραγουδιστή, συνεργάστηκαν με τον Bormann.
Δυστυχώς ομως, τόσο οι εποχές και τα γούστα που είχαν αλλάξει εις βάρος του hard rock, όσο και η άρνηση της εταιρίας να κυκλοφορήσει υλικό χωρίς τον Claus, έκαναν να διαφαίνεται το τέλος της μπάντας. Τελικά κυκλοφόρησε ως αποχαιρετισμός ένα live άλμπουμ από την περιοδεία του Point Blank (1989) με τον Claus στα φωνητικά, το Live... The Best (1993), ενώ το υλικό που ηχογραφήθηκε με τον Bormann μπήκε στο ράφι. Χωρίς επίσημα να διαλυθεί, η μπάντα επαιξε για τελευταία φορά τον Ιούλιο του 1994.
Στο μεταξύ, ο Claus αφότου έφυγε από τους Bonfire επανενώθηκε με τον Hans, ο οποίος διέλυσε και τους EZ Livin, και οι δυο τους δραστηριοποιήθηκαν το 1992 ως Lessmann/Ziller, κυκλοφορώντας αρχικά ένα γερμανώφονο EP, Glaub Dran (1993), καθώς και αρκετά σινγκλ με κομμάτια που δεν είχαν μπει στους δίσκους των Bonfire. Συνάντησαν κάποια θερμή υποδοχή, αλλά όχι τόσο όσο θα περίμεναν. Το 1995 μετονομάστηκαν σε Ex και τον Μάιο είχαν στη μπάντα τους Joerg Deisinger και Dominik Huelhorst, δηλαδή περίπου ένα reunion της σύνθεσης του 1986 των Bonfire, αλλά κατάλαβαν ότι ο μόνος τρόπος για να αγγίξουν τον κύκλο των οπαδών της μπάντας θα ήταν να ονομαστούν ξανά Bonfire.
Την επόμενη χρονιά, λοιπόν, κινήθηκαν νομικά για να αποκτήσουν τόσο το όνομα όσο και τα δικαιώματα για τις ηχογραφήσεις που έγιναν στην περίοδο 1986-1992. Τελικά ήρθαν το 1996 σε συμφωνία με τα εναπομείναντα μέλη των Bonfire του 1994 και, πληρώνοντάς τους ένα εφάπαξ ποσό, έγιναν (ξανά) οι Bonfire.
To 1997 ήρθαν στη μπάντα οι Chris Lausmann (κιθάρα, πλήκτρα, πρώην Affair και Frontline), Uwe Kohler (μπάσο, από τους Black Tears, Paradise Leaf, Big Apple, Lipstikk, Blitzkrieg, British Steel) και Jurgen Wiehler (τύμπανα, από Backdoor Affair, Heaven Sent, Chain Reaction, Loud & Proud, Parish Garden, Wet Paint, 88 Crash). Ο τελευταίος ήταν και στους EZ Livin του Hans.
Την ίδια εποχη επανενώθηκε και ο Michael Bormann με τον Angel Schleifer αποφασίζοντας να κυκλοφορήσουν το Bonfire άλμπουμ του 1993 με τον Michael στα φωνητικά. Ο Joerg Deisinger δεν έδειξε ενδιαφέρον, όπως και ο Edgar Patrik ο οποίος επικαλέστηκε διάφορες υποχρεώσεις, και έτσι το reunion έγινε ως ντουέτο και, εφόσον τα δικαιώματα των Bonfire είχαν περάσει στα αυθεντικά μέλη, οι δυο τους κινήθηκαν με το όνομα Charade. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1998 στην Ιαπωνία και έγινε περιζήτητο, ενώ οι δυο τους εξακολουθούν να συνεργάζονται.
Από το 1996 οι Bonfire κυκλοφορούν σχεδόν ένα άλμπουμ κάθε χρόνο, κερδίζοντας κοινό με την ποιότητα και αυθεντικότητα του hard rock/heavy metal τους, φτάνοντας σε μεγαλύτερα επίπεδα δημοτικότητάς από εκείνη που είχαν στα 80s, ενώ το 2004, και αφού αγόρασαν τα δικαιώματα για περισσότερο υλικό από το παρελθόν, κυκλοφόρησαν ένα πενταπλό CD με τίτλο "The Early Days" (2004). (Περιλαμβάνει τρία CD με τα Cacumen, το Glaub Drab των Lessmann/Ziller με bonus υλικό καθώς και το άλμπουμ των EZ Livin, “After The Fire”).
Το 2008 κυκλοφόρησαν την rock όπερα The Rauber, ενώ στο DVD υπήρχε και ένα καινούριο βίντεο με ρεμίξ του κλασικού “You Make Me Feel”.
Το 2002 υπήρξε μια αλλαγή καθώς έφυγε ο Chris Lausmann, ενώ πρόσφατα (2009) αντικαταστάθηκε ο Jurgen Wiehler με το αυθεντικό μέλος από τα παλιά, Dominik Huelshorst.
Δισκογραφίες:
Cacumen
1979 – Riding Away (Single)
1981 – Cacumen
1983 – Bad Widow
1985 – Longing for You EP
Bonfire (δίσκοι)
1986 – Don’t Touch the Light
1987 – Fireworks
1989 – Point Blank
1991 – Knock Out
1996 – Feels Like Comin’ Home
1996 – Freudenfeuer
1997 – Rebel Soul
1999 – Fuel to the Flames
2001 – Strike Ten
2003 – Free
2006 – Double X
2008 – The Rauber
Bonfire (Συλλογές και Live)
1993 – Live… The Best
1997 – Hot & Slow
2000 – Who’s Foolin’ Who (Best of)
2001 – 29 Golden Bullets (The Very Best of)
2004 – The Early Days
2005 – One Acoustic Night
2007 – Double Vision
Charade
1998 – Charade
2004 - II
0 comments:
Post a Comment