Από όσες ταινίες έχουν άμεση σχέση με το rock, το Airheads είναι από τις πιο όμορφες αλλά ταυτόχρονα και πιο αδικημένες. Αδικημένη γιατί ούτε πολλά λεφτά έβγαλε (1.8 εκατομμύρια δολάρια - δηλαδή σπόρια για Hollywood), ενώ και οι κριτικοί, επιβεβαιώνοντας την άποψη που θεωρεί τη λέξη "κριτικός" ως βρισιά, τη βίασαν. Θα μου πεις δεν ακούμε κριτικούς αλλά τα μάτια και τα αυτιά μας, αλλά οι κριτικοί πάντα επηρέαζαν, και πάντα θα επηρεάζουν, την εμπορικότητα ενός προϊόντος της showbiz.
Το Airheads αγαπάει το rock. Κωμωδία με στοιχεία σάτιρας και κάνει πλάκα με το θέμα της, αλλά το κάνει με αγάπη. Η παρωδία της rock και heavy metal κουλτούρας εδώ έχει περισσότερο σχέση με το χιούμορ που θα κάνει κάποιος που είναι "εντός" και αγαπάει το θέμα του, παρά με την σκωπτική ειρωνία και το δηλητήριο που θα χρησιμοποιήσει ο "ξένος". Η άποψη του "ξένου" είναι άλλωστε γνωστό που βρίσκεται γραμμένη.
Χρησιμοποιώντας ως όχημα την βασική ιδέα της "Σκυλίσιας Μέρας" με τον Αλ Πατσίνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία των The Lone Rangers, μιας underground Heavy Metal μπάντας στο Λος Άντζελες η οποία, πάνω στην αγανάκτηση με τις δισκογραφικές, οι οποίες αρνούνται έστω και να ασχοληθούν με το demo τους, καταλαμβάνει έναν Hard Rock ραδιοφωνικό σταθμό και κρατάει τους εργαζόμενους εκεί ως ομήρους - με μια λεπτομέρεια όμως, τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι νεροπίστολα "οπλισμένα" με σάλτσα, τα οποία μοιάζουν με αληθινά UZI.
Εκεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός τους συμπαθεί και τους αφήνει να ακουστούν στον αέρα. Όμως, η μαγνητοταινία που έφεραν μαζί τους δεν είναι συμβατή με τα CD Player και τα κασετόφωνα που έχει το booth, και όταν τελικά βρίσκουν ένα παλιό μηχάνημα που μπορεί να την δεχτεί, η κασέτα τους καίγεται μετά από μερικά δευτερόλεπτα playback. Εν τω μεταξύ, ένας από τους εργαζόμενους στο σταθμό έχει καλέσει την αστυνομία και έξω από το κτίριο του σταθμού συγκεντρώνονται όχι μόνο δυνάμεις των μπάτσων, αλλά και τηλεοπτικά κανάλια καθώς και πλήθος από ροκάδων που τους βλέπει ως "ήρωες". Και διάφορα ευτράπελα ακολουθούν.
Το Airheads σε σημεία θυμίζει ένα πιο "δραματοποιημένο" Spinal Tap (ο διευθυντής του σταθμού άλλωστε δεν είναι άλλος από τον Michael McKean), αλλού είναι σχεδόν επεισόδιο των Simpsons με ζωντανούς ηθοποιούς, ενώ κάποιες σχεδόν σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε συνδυασμό με την παρουσία συγκεκριμένων ονομάτων στα credits, σε κάνει να ευχηθείς να την είχαν σκηνοθετήσει οι αδερφοί Joel και Ethan Coen. Εννοείται πως δεν είναι τόσο "τολμηρή" όσο θα ήταν αν την είχε αναλάβει το τρομερό δίδυμο και δεν έχει σε καμμία περίπτωση τη μαεστρία τους, αλλά αρκετό από το χιούμορ των Airheads δεν θα έμοιαζε ξένο στον Μεγάλο Λεμπόφσκι.
Μεγάλο ατού είναι και η "σύνθεση" των The Lone Rangers - στην "κιθάρα" έκανε τα πρώτα του βήματα ο άγνωστος τότε Brendan Fraser, με χαίτη και σκισμένα τζην που τον κάνουν να μοιάζει σαν να βγήκε από τους Skid Row (ένας από τους χαρακτήρες τον αποκαλεί "Κόναν"). Το ρόλο του "μπασίστα", επίσης με χαίτη, μουσάκι, στενό σε βαθμό κολάν μαύρο denim και ύφος σκληρού μεταλλά που δε σηκώνει αστεία ο απίστευτος Steve Buscemi (του οποίου το ταλέντο αναγνωρίστηκε αργότερα χάρι στις ταινίες των Coen). Ανάμεσα τους δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις και τον, με ακατοίκητο βλέμμα αλλά σφιχτοδεμένα μπράτσα, "drummer" Adam Sadler, προτού αρχίσει να παίζει τον ίδιο ρόλο σε μια σειρά από ψιλομαλακίες.
Το δέσιμο της τριάδας των νεαρών τότε ηθοποιών είναι απίστευτο και πείθουν το θεατή πως είναι τρεις φίλοι που ψάχνουν την άκρη τους για χρόνια με το συγκρότημα - σε αυτό έχουν βέβαια υποστήριξη από βετεράνους όπως ο Joe Mantegna στο ρόλο του "παλιοροκά" παραγωγού με όνομα "The Shark", και τον Michael McKean (κιθαρίστας των Spinal Tap) στο ρόλο του συμφεροντολόγου διευθυντή του σταθμού, που θέλει να το γυρίσει στο soft rock και να απολύσει τον Mantegna. Οι ερμηνείες είναι αυτές που κρατούν την ταινία, και αυτό που κάνει κάποιες στιγμές τόσο αστείες είναι όχι μόνο το ότι οι χαρακτήρες λένε θανατηφόρες ατάκες, αλλά και η σιγουριά και η ειλικρίνεια με την οποία τις ξεστομίζουν - πιστοί στη σχολή του deadpan χιούμορ των Spinal Tap.
Εκεί που σύμφωνα με κάποιους "έχασαν" οι Airheads είναι πως η σάτιρα σχετικά με την μουσική βιομηχανία δεν τα "χώνει" αρκετά, και πως η εξέλιξη της ιστορίας είναι ίσως σχετικά προβλέψιμη για το feel good ύφος της ταινίας. Αυτό δεν είναι ψέμα, αλλά η σημασία είναι στις λεπτομέρειες. Όχι μόνο χρειάζεται να γίνουν "παράνομοι" οι κεντρικοί χαρακτήρες για να καταφέρουν να κερδίσουν φήμη, αλλά η φήμη (μόνο) είναι αυτό που τους δίνει το συμβόλαιο με την εταιρία, καθώς ο executive τους λέει με κυνισμό πως ούτε καν άκουσε το τραγούδι του demo τους. Όταν αργότερα έρχεται η στιγμή για το live και βλέπουν πως οι ενισχυτές δεν είναι συνδεδεμένοι στα όργανα, τους λέει πως αρκεί ένα lip sync για να γίνει γύρισμα στο βίντεο.
Μιλώντας για rock ταινία, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τις πλήθος από αναφορές στο rock και στο soundtrack - από τα πρώτα δευτερόλεπτα στους τίτλους της αρχής, όταν ακούσεις την πιο οικεία φωνή που υπάρχει σε ολόκληρο το rock να λέει "Born to Raise Hell", ξέρεις που βρίσκεσαι. Όταν μια ταινία έχει τον Steve Buscemi σε μια σκηνή-κλειδί να λέει την ατάκα "Ο Lemmy είναι ο θεός" στον Harold Ramis ("εκείνος με τα γυαλιά" των Ghostbusters), δεν χρειάζονται παραπάνω σχόλια. Μεγαλύτερη έκπληξη είναι βέβαια το cameo στο 1:06:46 της ταινίας.
Το Airheads αγαπάει το rock. Κωμωδία με στοιχεία σάτιρας και κάνει πλάκα με το θέμα της, αλλά το κάνει με αγάπη. Η παρωδία της rock και heavy metal κουλτούρας εδώ έχει περισσότερο σχέση με το χιούμορ που θα κάνει κάποιος που είναι "εντός" και αγαπάει το θέμα του, παρά με την σκωπτική ειρωνία και το δηλητήριο που θα χρησιμοποιήσει ο "ξένος". Η άποψη του "ξένου" είναι άλλωστε γνωστό που βρίσκεται γραμμένη.
Χρησιμοποιώντας ως όχημα την βασική ιδέα της "Σκυλίσιας Μέρας" με τον Αλ Πατσίνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία των The Lone Rangers, μιας underground Heavy Metal μπάντας στο Λος Άντζελες η οποία, πάνω στην αγανάκτηση με τις δισκογραφικές, οι οποίες αρνούνται έστω και να ασχοληθούν με το demo τους, καταλαμβάνει έναν Hard Rock ραδιοφωνικό σταθμό και κρατάει τους εργαζόμενους εκεί ως ομήρους - με μια λεπτομέρεια όμως, τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι νεροπίστολα "οπλισμένα" με σάλτσα, τα οποία μοιάζουν με αληθινά UZI.
Εκεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός τους συμπαθεί και τους αφήνει να ακουστούν στον αέρα. Όμως, η μαγνητοταινία που έφεραν μαζί τους δεν είναι συμβατή με τα CD Player και τα κασετόφωνα που έχει το booth, και όταν τελικά βρίσκουν ένα παλιό μηχάνημα που μπορεί να την δεχτεί, η κασέτα τους καίγεται μετά από μερικά δευτερόλεπτα playback. Εν τω μεταξύ, ένας από τους εργαζόμενους στο σταθμό έχει καλέσει την αστυνομία και έξω από το κτίριο του σταθμού συγκεντρώνονται όχι μόνο δυνάμεις των μπάτσων, αλλά και τηλεοπτικά κανάλια καθώς και πλήθος από ροκάδων που τους βλέπει ως "ήρωες". Και διάφορα ευτράπελα ακολουθούν.
Το Airheads σε σημεία θυμίζει ένα πιο "δραματοποιημένο" Spinal Tap (ο διευθυντής του σταθμού άλλωστε δεν είναι άλλος από τον Michael McKean), αλλού είναι σχεδόν επεισόδιο των Simpsons με ζωντανούς ηθοποιούς, ενώ κάποιες σχεδόν σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε συνδυασμό με την παρουσία συγκεκριμένων ονομάτων στα credits, σε κάνει να ευχηθείς να την είχαν σκηνοθετήσει οι αδερφοί Joel και Ethan Coen. Εννοείται πως δεν είναι τόσο "τολμηρή" όσο θα ήταν αν την είχε αναλάβει το τρομερό δίδυμο και δεν έχει σε καμμία περίπτωση τη μαεστρία τους, αλλά αρκετό από το χιούμορ των Airheads δεν θα έμοιαζε ξένο στον Μεγάλο Λεμπόφσκι.
Μεγάλο ατού είναι και η "σύνθεση" των The Lone Rangers - στην "κιθάρα" έκανε τα πρώτα του βήματα ο άγνωστος τότε Brendan Fraser, με χαίτη και σκισμένα τζην που τον κάνουν να μοιάζει σαν να βγήκε από τους Skid Row (ένας από τους χαρακτήρες τον αποκαλεί "Κόναν"). Το ρόλο του "μπασίστα", επίσης με χαίτη, μουσάκι, στενό σε βαθμό κολάν μαύρο denim και ύφος σκληρού μεταλλά που δε σηκώνει αστεία ο απίστευτος Steve Buscemi (του οποίου το ταλέντο αναγνωρίστηκε αργότερα χάρι στις ταινίες των Coen). Ανάμεσα τους δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις και τον, με ακατοίκητο βλέμμα αλλά σφιχτοδεμένα μπράτσα, "drummer" Adam Sadler, προτού αρχίσει να παίζει τον ίδιο ρόλο σε μια σειρά από ψιλομαλακίες.
Το δέσιμο της τριάδας των νεαρών τότε ηθοποιών είναι απίστευτο και πείθουν το θεατή πως είναι τρεις φίλοι που ψάχνουν την άκρη τους για χρόνια με το συγκρότημα - σε αυτό έχουν βέβαια υποστήριξη από βετεράνους όπως ο Joe Mantegna στο ρόλο του "παλιοροκά" παραγωγού με όνομα "The Shark", και τον Michael McKean (κιθαρίστας των Spinal Tap) στο ρόλο του συμφεροντολόγου διευθυντή του σταθμού, που θέλει να το γυρίσει στο soft rock και να απολύσει τον Mantegna. Οι ερμηνείες είναι αυτές που κρατούν την ταινία, και αυτό που κάνει κάποιες στιγμές τόσο αστείες είναι όχι μόνο το ότι οι χαρακτήρες λένε θανατηφόρες ατάκες, αλλά και η σιγουριά και η ειλικρίνεια με την οποία τις ξεστομίζουν - πιστοί στη σχολή του deadpan χιούμορ των Spinal Tap.
Εκεί που σύμφωνα με κάποιους "έχασαν" οι Airheads είναι πως η σάτιρα σχετικά με την μουσική βιομηχανία δεν τα "χώνει" αρκετά, και πως η εξέλιξη της ιστορίας είναι ίσως σχετικά προβλέψιμη για το feel good ύφος της ταινίας. Αυτό δεν είναι ψέμα, αλλά η σημασία είναι στις λεπτομέρειες. Όχι μόνο χρειάζεται να γίνουν "παράνομοι" οι κεντρικοί χαρακτήρες για να καταφέρουν να κερδίσουν φήμη, αλλά η φήμη (μόνο) είναι αυτό που τους δίνει το συμβόλαιο με την εταιρία, καθώς ο executive τους λέει με κυνισμό πως ούτε καν άκουσε το τραγούδι του demo τους. Όταν αργότερα έρχεται η στιγμή για το live και βλέπουν πως οι ενισχυτές δεν είναι συνδεδεμένοι στα όργανα, τους λέει πως αρκεί ένα lip sync για να γίνει γύρισμα στο βίντεο.
Μιλώντας για rock ταινία, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τις πλήθος από αναφορές στο rock και στο soundtrack - από τα πρώτα δευτερόλεπτα στους τίτλους της αρχής, όταν ακούσεις την πιο οικεία φωνή που υπάρχει σε ολόκληρο το rock να λέει "Born to Raise Hell", ξέρεις που βρίσκεσαι. Όταν μια ταινία έχει τον Steve Buscemi σε μια σκηνή-κλειδί να λέει την ατάκα "Ο Lemmy είναι ο θεός" στον Harold Ramis ("εκείνος με τα γυαλιά" των Ghostbusters), δεν χρειάζονται παραπάνω σχόλια. Μεγαλύτερη έκπληξη είναι βέβαια το cameo στο 1:06:46 της ταινίας.
Το soundtrack album της ταινίας είναι λίγο εκλεκτικό και ίσως άνισο σαν άκουσμα με κάποια δόση από καθαρά 90s ήχους, αλλά αξίζει μια θέση σε κάθε συλλογή.
1. Motorhead w/ IceT and Whitfield Crane - Born To Raise Hell (4:58)
2. 4 Non Blondes - I'm The One (3:58)
3. White Zombie - Feed The Gods (4:05)
4. Dgeneration - No Way Out (4:26)
5. Primus - Bastardizing Jellikit (4:11)
6. Anthrax - London (2:54)
7. Candlebox - Can't Give In (3:15)
8. Dig - Curious George Blues (4:03)
9. Prong - Inheritance (2:11)
10. The Lone Rangers - Degenerated (3:53)
11. Stuttering John - I'll Talk My Way Out Of It (3:40)
12. Stick - Fuel (4:57)
13. Ramones - We Want The Airwaves (3:21)
Total: 49:52
Παρά το ότι η ταινία δεν είχε επιτυχία, έχει αποκτήσει ένα cult κοινό, τόσο λόγω των πρωταγωνιστών της, όσο και της ατόφιας αγάπης για το rock που διακρίνεται στο χιούμορ της, κάτι που θα βλέπαμε αργότερα σε μια από τις πιο σουρεαλιστικές και υπέροχες ταινίες που έχουν γίνει ποτέ για το Heavy Metal, το Tenacious D and the Pick of Destiny, του Jack Black. Όσοι δεν την έχετε δει, νοικιάστε, κατεβάστε, κάντε ότι νομίζετε και δείτε την, κατά προτίμηση παραγγέλνοντας και πίτσες. Αξίζει το κόπο.