Burnt Offerings

Posted by universechild On Nov 12, 2011 1 comments

Έχει αναφερθεί απο αρκετούς πως μερικές φορές οι πιο διαχρονικές και δυνατές δημιουργίες είναι προϊόντα έντονου θυμού και θλίψης. Μη ξεχνάμε και το ρομαντικό "αρχέτυπο" του "καταραμένου ποιητή", το οποίο είναι βέβαια ελαφρώς γραφικό όταν αποτελεί απλώς πόζα, αλλά χωρίς βάση δεν θα υπήρχε. Οι πιο σημαντικοί και επιδραστικοί συγγραφείς του φανταστικού ήταν "καταραμένοι", και αν και η ζωή τους δεν ήταν το "μαύρο ποίημα" που περιγράφουν υπερβάλλοντας ορισμένοι βιογράφοι, ήταν σε γενικές γραμμές σημαδεμένη από ανεπάρκειες, τραγωδίες και ένα πρόωρο τέλος. Οι Edgar Allan Poe, Howard Philips Lovecraft και Robert Ervin Howard είναι συνυπεύθυνοι για πάνω από το μισό τμήμα του "φανταστικού" σε κάθε βιβλιοπωλείο ή ταινιοθήκη. Η ζωή τους; Χωρίς να λείπουν κάποιες χαρές, κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη, και η αναγνώρισή τους ήλθε όταν η ψυχή τους είχε ήδη αποδράσει.

Τώρα ακούγεται χαζό να αναφέρεις αυτούς τους γίγαντες σε ένα κείμενο για μια μπάντα όπως οι Iced Earth, αλλά για κάποιο λόγο αρχίσαμε κάπως "περίεργα". Θέμα μας είναι κυρίως το Burnt Offerings και όχι ακριβώς η μουσική πορεία των Αμερικανών power metallers, αν και είναι αλήθεια πως δεν μπορείς να μιλήσεις για έναν δίσκο χωρίς να τον βάλεις σε κάποια πλαίσια.

Ο Jon Schaffer και η μπάντα του Purgatory (τους οποίους ονόμασε Iced Earth, από πρόταση ενός φίλου του, στον οποίο είναι αφιερωμένο το "Watching Over Me") ξεκίνησαν στα τέλη των 80s, στη σκηνή της Φλόριντα. Το demo τους Enter the Realm τους οδήγησε σε συμβόλαιο με τους Γερμανούς της Century Media και το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1990. Το ακολούθησαν με έναν δίσκο που από ορισμένους θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους τους, το περίφημο Night of the Stormrider του 1991, και άρχισαν να χτίζουν το κοινό τους κυρίως στην Ευρώπη, στο πάντα όμως "γκετοποιημένο" επίπεδο δημοτικότητας που είχε πάντα η μουσική αυτή (δυστυχώς). Οι εποχές όμως δύσκολες για το metal (δες "grunge"), κι εκεί έδειξε το βαγόνι να εκτροχιάζεται, καθώς όπως έχει αναφέρει ο Schaffer, είχαν πολλά προβλήματα με την εταιρία τους, όπως και ο ίδιος είχε κάποια προσωπικά (τα οποία πολλές φορές συμβαδίζουν με τα επαγγελματικά - το γνωρίζουμε αυτο αρκετοί). Προϊόν αυτής της μαυρίλας είναι ο δίσκος με τον οποίο ασχολούμαστε αυτή τη στιγμή.
Στο Burnt Offerings έκανε το ντεμπούτο του ο "πολύς" Matt Barlow, εγκαινιάζοντας το line-up και την περίοδο της μπάντας που από πολλούς θεωρείται ως η "κλασική" (δεν ξέρουμε αν ακούγεται παρατραβηγμένο, αλλά ο Barlow είναι ίσως ο Dickinson των Iced Earth). Η βαθιά και μπάσα φωνή του, που θύμιζε έντονα εκείνη του Paul Stanley των Kiss (διόλου τυχαίο πως είναι οι αγαπημένοι του Schaffer), έδεσε απίστευτα με τον ήχο και το όλο concept της μπάντας, και άρεσε τόσο που λίγο αργότερα κυκλοφόρησε μια συλλογή με τα περισσότερα κομμάτια των δύο δίσκων (και των ντέμο) επαναμιξαρισμένα και, το κυριότερο, με επανηχογραφημένα τα μέρη της φωνής από τον Barlow. Σε κάποιους αρέσει πολύ ο John Greely του Stormrider, αλλά για κάποιους άλλους το Travel in Stygian ακούγεται αλλιώς όταν το ερμηνεύει ο Barlow.

Οι Iced Earth έχουν αρκετές φορές κατηγορηθεί πως οι στίχοι τους δεν ξεπερνούν το επίπεδο ενός θυμωμένου γυμνασιόπαιδου, και πως ο ήχος τους ακούγεται σαν tribute band στους Metallica και στους Maiden (οι δύο εμμονές των Ελλήνων metalhead στα τέλη των 80s και στα 90s). Αυτή η άποψη ίσως δεν είναι απόλυτα λανθασμένη και έχει κάποιες βάσεις, καθώς από το Dark Saga και μετά η αισθητική τους έγινε υπερβολικά comic book ενώ και το όλο concept του "Wicked" δεν έχει και να πει πολλά εκτός από το ότι η φατσούλα μοιάζει με Αιγύπτιος κλώνος του Ed Hunter. Τέτοιοι αφορισμοί, όμως, είναι κατά τη γνώμη του γράφοντος άδικοι και υποτιμητικοί, καθώς η μπάντα έχει κυκλοφορήσει καλούς δίσκους, έχει γράψει δυνατά κομμάτια, και παρά τις διάφορες αμφιλεγόμενες κινήσεις, δεν μπορείς να αρνηθείς στον Schaffer ότι "τα κατάφερε". Μην ξεχνάμε και το "επικό", για την εποχή του, Alive in Athens... Αρκετοί από τους παλιότερους ακροατές έχουμε συντηρήσει ένα "casual" πλέον ενδιαφέρον για τη μπάντα, αλλά άσχετα αν δεν τα ακούμε πλέον, σεβόμαστε το ότι κάποτε τα ακούσαμε στα σοβαρά.

Το Burnt Offerings όμως είναι άλλη ιστορία. Ποτέ δεν έχει συσσωρευθεί τόσο δυνατά και τόσο έντονα θλίψη, θυμός και απόγνωση σε δίσκο power metal. Το Burnt Offerings είναι "καθαρό", επικό στον ήχο heavy/power (με κάποιες πολύ μικρές δόσεις "soundtrack" στα πλήκτρα), βουτηγμένο όμως στην άβυσσο της ψυχικής οδύνης, χρησιμοποιώντας ως ιδανική "μεταφορά" την κόλαση του Δάντη, ποτισμένη με γενναίες δόσεις από τα sword & sorcery στοιχεία της μπάντας και στίχους οι οποίοι είναι σε σημεία από τους πιο ποιητικούς που έχει γράψει ποτέ ο Schaffer (με συμμετοχή του Barlow σε δύο).

Λέγεται πως ο δίσκος γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τη μπάντα, και είναι απολύτως κατανοητό το ότι με την εξαίρεση του κομματιού Dante's Inferno ο δίσκος δεν αρέσει καθόλου στον Schaffer και τον έχει σχεδόν αποκυρήξει. Θυμήσου κι εσύ πως έχεις συνδέσει πράγματα με "μαύρες" περιόδους της ζωής σου. Τόσο πράγματα που έχεις κάνει, όσο και πράγματα που είδες ή άκουσες. Κάποιοι βέβαια ακριβώς σε τέτοιες περιόδους τον ανακάλυψαν, αλλά παρά το "βάρος" που κουβαλά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), η εμμονή τους με αυτόν δεν έφυγε ποτέ, άσχετα και αν είχαν να τον ακούσουν χρόνια.

Από της πρώτες απόκοσμες νότες στα πλήκτρα της εισαγωγής και το ηχητικό κλιπάκι από το Δράκουλα του Κόπολα, μέχρι την επανάληψή τους στο κλείσιμο του δίσκου, νοιώθεις πως ο δίσκος είναι "ταξίδι". Τα περισσότερα άλμπουμ των Iced Earth ήταν concept, το συγκεκριμένο όμως δεν θεωρείται επίσημα ως τέτοιο. Ωστόσο, η αλληλουχία των κομματιών, ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα κάνουν fade μεταξύ τους, σε συνδυασμό πάντα με τους στίχους οι οποίοι μοιάζουν σαν να χτίζουν στο επικό κλείσιμο του δεκαεξάλεπτου έπους Dante's Inferno, σε κάνουν να θεωρήσεις το δίσκο σχεδόν "metal όπερα", απλά με μόνο δύο φωνές (ο Schaffer κάνει μερικά backing φωνητικά) να "αφηγούνται" και να ερμηνεύουν όλους τους "χαρακτήρες" του "έργου".

Η πρώτη "πράξη" ξεκινά με την συσσωρευμένη οργή του Burnt Offerings το οποίο κάνει σαφείς τις προθέσεις του ("Every word you hear comes from deep within") και συνεχίζει με την ποιητική απόγνωση του Last December ("The Bitter cold winds freeze the tears that fall") για να καταλήξει στο σχεδόν "doom" σε σημεία Diary, το οποίο αν το δεις από την κατάλληλη οπτική γωνία, μοιάζει σαν να είναι η επόμενη "σκηνή" μετά από όσα περιγράφονται στο Last December.

Η αρχή του Brainwashed το κάνει να μοιάζει με ιντερλούδιο. Κομμάτι συναυλιακό, κατά κοινή παραδοχή ένα από τα αγαπημένα αρκετών ακροατών της μπάντας και συχνός επισκέπτης στα live. Είναι ίσως και ανεπίσημος φόρος τιμής στους Metallica, όχι μόνο σε ήχο αλλά και σε στίχο (Master of the Ignorant, Master of the Lies - θυμίζει κάτι;)

Ακολουθούν περισσότερες "σκηνές της κόλασης" στα Burning Oasis (το οποίο έχει σαφείς αναφορές στην πτώση) και το "εφιαλτικό" Creator Failure (στο τέλος του οποίου ο Matt Barlow κυριολεκτικά ουρλιάζει, και η φωνή του μοιάζει να ανήκει στον "χαρακτήρα" που περιγράφουν οι στίχοι), για να κλείσει το πρώτο μέρος του δίσκου με το σύντομο ακουστικό ιντερλούδιο The Pierced Spirit. Το κλείσιμο του δίσκου, Dante's Inferno, δεν χρειάζεται συστάσεις - είναι από "εκείνα τα κομμάτια", επικά σε προθέσεις και σε διάρκεια, η "αφήγηση" των οποίων σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό, και αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο κομμάτι που να αντιπροσωπεύει τους Iced Earth σε μια συλλογή, θα αφιέρωνα τα 16+ τελευταία λεπτά του CD σε αυτό. Ίσως το μόνο "ενοχλητικό" σημείο του κομματιού είναι οι αρκετά αφελείς αναφορές σε μερικά από τα 15.000 ονόματα που έχει ο διάολος (ακόμη και natas - ναι, πολύ "απόκρυφο" δεν το πιάσαμε), αλλά κρατάει μόνο 20 περίπου δεύτερόλεπτα (ναι, το χρονομετρήσαμε).
Όλα αυτά "δουλεύουν" όμως σε συνδυασμό με το ανεπανάληπτο artwork. Δεν ξέρουμε αν είναι προσβλητικό για τους εξαιρετικού ταλέντου και ικανοτήτων εικονογράφους που έχουν δουλέψει στο metal, κανένας όμως από τους κορυφαίους, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Giger, δεν μπορεί να προσεγγίσει την απόκοσμη ομορφιά και ατμόσφαιρα που έχει μεγάλο μέρος της δουλειάς του Γάλλου ζωγράφου και χαράκτη Gustav Dore, και ειδικά τα έργα του για τον "Χαμένο Παράδεισο" του Milton και τη "Θεία Κωμωδία" του Dante Aligieri. Το πάντρεμα του περιεχομένου με τον "παγωμένο προδότη" στο εξώφυλλο και οι ανακατεμένες με τους στίχους "σκηνές της Κόλασης" στα liner notes είναι εκείνα που σε μεγάλο ποσοστό συνεισφέρουν στην "εμπειρία" του δίσκου αυτού. Όπως ακριβώς οι εικόνες μιας ταινίας είναι αναπόσπαστο μέρος ενός κινηματογραφικού soundtrack, έτσι και οι εικόνες αυτές είναι "μέρος" της μουσικής του δίσκου αυτού.

Τι λιγότερο εκτός από "βλάσφημη" ήταν η απόφαση να αντικατασταθεί ολόκληρο το artwork για τη remastered έκδοση του 2001, που πρωτοκυκλοφόρησε με το Dark Genesis box set; Δεν νομίζουμε το πρόβλημα να είναι νομικό, καθώς τα έργα του Dore έχουν βρεθεί προ πολλού (70 χρόνια μετά το θάνατό του) στο public domain. Μια υπόθεση είναι πως αυτό προήλθε από την μεγάλη δυσαρέσκεια του Jon Schaffer απέναντι στο δίσκο, αλλά κατά τη γνώμη μας είναι μια υπερβολικά εγωιστική και άστοχη κίνηση. Είναι άλλο να μην σε ενδιαφέρει να παίξεις κάτι σε live, αυτό είναι απολύτως σεβαστό, και άλλο το να το καταστρέφεις για μελλοντικούς ακροατές με ένα εντελώς γελοίο και παιδιάστικο εξώφυλλο που όχι απλά δε συγκρίνεται με του Dore, αλλά είναι χειρότερο από χειροποίητο demo με ορνιθοσκαλίσματα.

Το ίδιο βέβαια έγινε και με το Stormrider, το αυθεντικό εξώφυλλο του οποίου με τις σαφείς Frazetta επιρροές είναι ανεπανάληπτο, αλλά το καινούριο, αν και επίσης υπερβολικά comic book, δεν είχε σε καμμία περίπτωση τα ίδια χάλια. Φαίνεται πως προσπάθησαν με τα νέα artwork των remastered δίσκων να τα κάνουν πιο συμβατά με το μεταγενέστερο comic book στυλ που ξεκίνησε από τα Dark Saga και Days of Purgatory, για να εδραιωθεί με τη δουλειά του Travis Smith στο Something Wicked This Way Comes.. Για μερικούς όμως η περίοδος κυκλοφορίας του Horror Show ήταν η στιγμή που ένοιωσαν ότι πρέπει να κόψουν τα "πολλά-πολλά" με τη μπάντα, και θεώρησαν τις αλλαγές αυτές χειρότερα από αυτά που έκανε ο Lucas με τις επανεκδόσεις των Star Wars. Το Stormrider το έκαναν απλά πιο comic και λιγότερο επικό, το Burnt Offerings το κατούρησαν.

Για να είμαστε δίκαιοι, το Burnt Offerings επανακυκλοφόρησε το 2008 σε ένα πολύ όμορφο διπλό digipack με bonus δισκάκι μια rough μίξη του δίσκου το οποίο είχε τις εικόνες του Dore, αλλά ήταν φυσικά έκδοση περιορισμένων αντιτύπων. Το ζήτημα είναι να μπορεί να βρεθεί ο δίσκος στην κανονική του μορφή από έναν νεόφερμένο στο metal έφηβο που χαζεύει στο metal τμήμα, όπως τον ανακαλύψαμε και εμείς μέσα στα 90s.

Βέβαια όλα αυτά μοιάζουν να μην έχουν νόημα στη σημερινή εποχή που κάποιος βρίσκει σχεδόν τα πάντα online, αλλά οι άνθρωποι που αγαπάνε το heavy metal είναι, εκτός των άλλων, μια ρομαντική φάρα που ακόμη θεωρεί ως ιεροτελεστία την επίσκεψη σε όσα δισκάδικα βρίσκονται ακόμη σε κτίριο και όχι στο mozilla, και γουστάρουν την εξερεύνηση σε ένα χαμό από δισκάκια που μπορούν να ακουμπήσουν με το χέρι και όχι να κάνουν κλικ με ποντίκι.

Ο δίσκος αυτό πάντως, σε οποιαδήποτε μορφή (για τις εικόνες υπάρχει και το internet), αξίζει μια εξερεύνηση, μια ανακάλυψη ακόμη και από όσους δεν είναι ιδιαίτερα θαυμαστές του ήχου των Iced Earth, ή μια επαν-ανακάλυψη για όσους τον είχαν "βιώσει" αρκετά χρόνια πριν.

1 comments:

Anonymous said...

Τα burnt offerings και stormrider είναι κορυφή από κάθε άποψη,καταπληκτικά και φαν να μην είσαι σε αυτά τα άλμπουμ πρέπει να τους παραδεχτείς.Δυστυχώς από εκεί και πέρα άλλαξαν εντελώς στυλ και έγιναν πολύ απλοικοί λες και απαρνήθηκαν τα συγκεκριμένα album!
Για μένα παίζει ίσως ρόλο που είχε φύγει ο Randall Shawver,που είχε μεγάλο συνθετικό credit και έχασαν από τα κιθαριστικά πολύ.Δεν με ενδιαφέρει προσωπικά αν επαναλαμβάνεται ένα συγκρότημα (γιατί αυτό λένε πολλοί για το dark saga και μετά,απλά θέλω να βγάζει καλούς δίσκους με τον δικό τους ήχο απλά εδώ τίποτα δεν θυμίζει τους πρώιμους iced earth,κάτι σαν τους metallica ένα πράγμα(αν και σε αυτούς δεν με χάλασε καθόλου η συνέχεια)!!