Η Βρεταννία είχε πάντα παράδοση και στενή σχέση με τον αποκρυφισμό, τον γοτθικό τρόμο, και τις ιστορίες τρόμου που έχουν σχέση με τον αποκρυφισμό, και φυσικά οι Sabbath ήταν από τους πρώτους (αυτοί τα έκαναν όλα πρώτοι τελικά...) που ανέμειξαν την αισθητική των ταινιών τρόμου και αναφορές στη μαγεία με heavy κιθάρες.
Πριν μια εβδομάδα μιλούσαμε για τις μάχες και τους πολεμιστές ως μια από τις βασικές επιρροές του NWOBHM, η άλλη ήταν σίγουρα ο τρόμος και το απόκρυφο, κάτι που επηρρέασε το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας metal σκηνής. Βασική διαφορά των Βρεταννών, βέβαια, σε σύγκριση με συναδέλφους τους από την Αμερική και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν το "υψωμένο φρύδι", ή όπως θα το έλεγαν εκεί, το "tongue in cheek". Η χώρα στην οποία γεννήθηκαν όλα όσα έχουν σχέση με το σκληρό ήχο και τη σκοτεινή αισθητική δεν έχασε ποτέ την ελαφρώς "ειρωνική" της ματιά. Οι περισσότερες γνωστές metal μπάντες με ονόματα και αισθητική επηρρεασμένα από δαιμονολογία ήταν συνήθως τόσο σατανιστές, όσο "σατανιστής" ήταν π.χ. ο Terence Fischer και οι σκηνοθέτες που γύρισαν τις ταινίες της Hammer, ή τις ταινίες τρόμου με τον Vincent Price, μερικές από τις οποίες είχαν τίτλους που ακούγονται σαν ονόματα από δίσκους black metal. Εκτός από τον Aleister Crowley, οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν μια βασική επιρροή του image και της θεματολογίας του Βρεταννικού metal (δείτε και Cradle of Filth).
Οι Angel Witch ήταν από τα "ιδρυτικά" θα λέγαμε μέλη του "κύματος" αυτού που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal, καθώς κάποιοι λένε πως ο όρος ουσιαστικά γεννήθηκε σε μια ζωντανή τους εμφάνιση μαζί με τους Iron Maiden και τους Samson στις 8 Μαϊου του 1979 στο Music Machine του Λονδίνου. Ο αρθρογράφος του Sounds Geoff Barton (ο οποίος στα 80s τους έθαβε ανελέητα) ανέφερε το 2004 στο περιοδικό Classic Rock πως όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, οι Angel Witch ήταν εκείνοι που είχαν τη θερμότερη αποδοχή από το κοινό εκείνη τη νύχτα.
Η μπάντα ξεκίνησε ως Lucifer το 1977 από τον μόλις 17 χρονών κιθαρίστα Kevin Heybourne. Μέλη της αρχικής εκείνης σύνθεσης ήταν ο επίσης κιθαρίστας Rob Downing, ο Steve Jones (τύμπανα - αργότερα δημιούργησε με τον Bruce Dickinson τους Speed) και ο μπασίστας Barry Clements. Στην πορεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους επειδή όπως ήταν αναμενόμενο υπήρχε ήδη μια μπάντα που την έλεγαν έτσι ("στην Ολλανδία ή κάπου εκεί", θυμάται ο Heybourne) και κοιτάζοντας τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει, κατέληξε στο Angel Witch. Στην πορεία έγιναν αλλαγές στο line-up και μονιμοποιήθηκαν ο Kevin Riddles στη θέση του μπάσου και ο Dave Hogg στα τύμπανα. Ο Rob Downing έφυγε το 1980, και η μπάντα έμεινε γνωστή ως τριάδα.
Οι Angel Witch "επανενώθηκαν" με τους Iron Maiden και Samson στη θρυλική συλλογή της EMI, Metal For Muthas (1980), όπου το κομμάτι τους "Baphomet" τους έδωσε ευρύτερη αναγνώριση. Ο Heybourne λέει πως η συμμετοχή τους έγινε χάρι σε έναν άνθρωπο της EMI ονόματι Ashley Goodall που προσέγγισε τον πατέρα του (ο οποίος εκτελούσε χρέη manager) και του ζήτησε να βάλει ένα κομμάτι σε μια συλλογή που ετοίμαζε με τις τότε ανερχόμενες NWOBHM μπάντες. Κέντρισαν επίσης το ενδιαφέρον των Tommy Vance και Tony Wilson του "Friday Rock Show" του ραδιοφώνου του BBC, και στις 20 Φεβρουαρίου του 1980 ηχογράφησαν 4 κομμάτια τα οποία μεταδόθηκαν στον αέρα στις 14 Μαρτίου (τα κομμάτια αυτά κυκλοφόρησαν στις επετειακές εκδόσεις του ντεμπούτου τους). Η εκπομπή είχε επιτυχία και ένα από τα κομμάτια, το "Extermination Day", επιλέχθηκε για μια άλλη συλλογή που κυκλοφόρησε αργότερα μέσα στη χρονιά, το Metal Explosion (1980).
Φυσικά όπως συνέβαινε και με άλλους, ο Τύπος της εποχής τους συνέθλιψε. Έχουν γράψει ιστορία οι αρνητικές κριτικές σε δίσκους των Sabbath, και ο γνωστός την εποχή κριτικός Geoff Barton έθαψε και τις δύο συλλογές, όπως και τις συμμετοχές των Angel Witch σε αυτές, με λόγια που θυμίζουν συντηρητικό Νεοέλληνα που μιλάει για "περιθωριακούς που παίζουν θόρυβο". Γι αυτό μην ακούτε κριτικές, αλλά μόνο τα αυτιά σας.
Παρ'όλα αυτά, η μπάντα έχτιζε το κοινό της και η EMI αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί κυκλοφορώντας ένα single του "Sweet Danger" σε δύο φορμάτ, επτάιντσο και δωδεκάιντσο. Το 7" ήταν picture sleeve μαζί με το Flight Nineteen, και το 12" σε σκέτο μάυρο μαζί με το Hades (το οποίο αναφερόταν στο εξώφυλλο ως Hadies). Το single άγγιξε τη θέση Νο. 75 των charts δίνοντας λαβή για σχόλια στους κριτικούς που μιλούσαν για "συμπαθητική κόπια των Sabbath". Κάποιοι βέβαια ανέφεραν πως το γεγονός ότι μέσα στα εκατοντάδες single της εβδομάδας, το να πάει στο 75 ένα δισκάκι "ακραίας" (για την εποχή) μουσικής που έχει πάνω την εικόνα του Baphomet, λέει κάτι.
Ένα γεγονός επίσης που έχει μείνει είναι το τριήμερο φεστιβάλ του Reading, όπου οι Angel Witch έπαιξαν μαζί με ονόματα όπως οι Iron Maiden, οι Def Lepard, οι Tygers of Pan Tang, οι Samson, οι White Spirit, οι Praying Mantis και οι Sledgehammer. Κάποιοι από αυτούς έγιναν μεγαθήρια και μετοχές στο χρηματιστήριο, κάποιοι δεν ξεπέρασαν το επίπεδο του cult, και υπάρχουν αρκετές ιστορίες σχετικά για την άνιση πορεία των Angel Witch.
Ο Heybourne λέει πως είχε προσφορά για κυκλοφορία του ντεμπούτου τους από την EMI, αλλά δεν δέχτηκε επειδή η εταιρία είχε ήδη τους Maiden, και δεν ήθελε η μπάντα να είναι "δεύτερη" σε προτεραιότητα. Άλλοι λένε πως υπέγραψαν, αλλά η συνεργασία δεν ευδοκίμησε επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει το management σε επαγγελματίες, και άλλοι πάλι λένε πως οι Angel Witch είχαν μια "κακιά" νύχτα στο Music Machine (άργησαν να ανέβουν στη σκηνή και ήταν φέτα στο μεθύσι) και ο A&R της EMI επέλεξε τους Maiden. Ίσως πάλι, προσωπική άποψη, έφταιξε το όνομά τους και η υπερβολικά "satanic" αισθητική (την οποία άλλοι όπως οι Maiden ποτέ δεν είχαν σε τέτοιο βαθμό, και η ειρωνική τους διάθεση ήταν προφανής - ούτε ακόμη και οι Sabbath). Γεγονός είναι ότι το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τελικά με την Bronze Records.
Πριν μια εβδομάδα μιλούσαμε για τις μάχες και τους πολεμιστές ως μια από τις βασικές επιρροές του NWOBHM, η άλλη ήταν σίγουρα ο τρόμος και το απόκρυφο, κάτι που επηρρέασε το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας metal σκηνής. Βασική διαφορά των Βρεταννών, βέβαια, σε σύγκριση με συναδέλφους τους από την Αμερική και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν το "υψωμένο φρύδι", ή όπως θα το έλεγαν εκεί, το "tongue in cheek". Η χώρα στην οποία γεννήθηκαν όλα όσα έχουν σχέση με το σκληρό ήχο και τη σκοτεινή αισθητική δεν έχασε ποτέ την ελαφρώς "ειρωνική" της ματιά. Οι περισσότερες γνωστές metal μπάντες με ονόματα και αισθητική επηρρεασμένα από δαιμονολογία ήταν συνήθως τόσο σατανιστές, όσο "σατανιστής" ήταν π.χ. ο Terence Fischer και οι σκηνοθέτες που γύρισαν τις ταινίες της Hammer, ή τις ταινίες τρόμου με τον Vincent Price, μερικές από τις οποίες είχαν τίτλους που ακούγονται σαν ονόματα από δίσκους black metal. Εκτός από τον Aleister Crowley, οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν μια βασική επιρροή του image και της θεματολογίας του Βρεταννικού metal (δείτε και Cradle of Filth).
Οι Angel Witch ήταν από τα "ιδρυτικά" θα λέγαμε μέλη του "κύματος" αυτού που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal, καθώς κάποιοι λένε πως ο όρος ουσιαστικά γεννήθηκε σε μια ζωντανή τους εμφάνιση μαζί με τους Iron Maiden και τους Samson στις 8 Μαϊου του 1979 στο Music Machine του Λονδίνου. Ο αρθρογράφος του Sounds Geoff Barton (ο οποίος στα 80s τους έθαβε ανελέητα) ανέφερε το 2004 στο περιοδικό Classic Rock πως όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, οι Angel Witch ήταν εκείνοι που είχαν τη θερμότερη αποδοχή από το κοινό εκείνη τη νύχτα.
Η μπάντα ξεκίνησε ως Lucifer το 1977 από τον μόλις 17 χρονών κιθαρίστα Kevin Heybourne. Μέλη της αρχικής εκείνης σύνθεσης ήταν ο επίσης κιθαρίστας Rob Downing, ο Steve Jones (τύμπανα - αργότερα δημιούργησε με τον Bruce Dickinson τους Speed) και ο μπασίστας Barry Clements. Στην πορεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους επειδή όπως ήταν αναμενόμενο υπήρχε ήδη μια μπάντα που την έλεγαν έτσι ("στην Ολλανδία ή κάπου εκεί", θυμάται ο Heybourne) και κοιτάζοντας τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει, κατέληξε στο Angel Witch. Στην πορεία έγιναν αλλαγές στο line-up και μονιμοποιήθηκαν ο Kevin Riddles στη θέση του μπάσου και ο Dave Hogg στα τύμπανα. Ο Rob Downing έφυγε το 1980, και η μπάντα έμεινε γνωστή ως τριάδα.
Οι Angel Witch "επανενώθηκαν" με τους Iron Maiden και Samson στη θρυλική συλλογή της EMI, Metal For Muthas (1980), όπου το κομμάτι τους "Baphomet" τους έδωσε ευρύτερη αναγνώριση. Ο Heybourne λέει πως η συμμετοχή τους έγινε χάρι σε έναν άνθρωπο της EMI ονόματι Ashley Goodall που προσέγγισε τον πατέρα του (ο οποίος εκτελούσε χρέη manager) και του ζήτησε να βάλει ένα κομμάτι σε μια συλλογή που ετοίμαζε με τις τότε ανερχόμενες NWOBHM μπάντες. Κέντρισαν επίσης το ενδιαφέρον των Tommy Vance και Tony Wilson του "Friday Rock Show" του ραδιοφώνου του BBC, και στις 20 Φεβρουαρίου του 1980 ηχογράφησαν 4 κομμάτια τα οποία μεταδόθηκαν στον αέρα στις 14 Μαρτίου (τα κομμάτια αυτά κυκλοφόρησαν στις επετειακές εκδόσεις του ντεμπούτου τους). Η εκπομπή είχε επιτυχία και ένα από τα κομμάτια, το "Extermination Day", επιλέχθηκε για μια άλλη συλλογή που κυκλοφόρησε αργότερα μέσα στη χρονιά, το Metal Explosion (1980).
Φυσικά όπως συνέβαινε και με άλλους, ο Τύπος της εποχής τους συνέθλιψε. Έχουν γράψει ιστορία οι αρνητικές κριτικές σε δίσκους των Sabbath, και ο γνωστός την εποχή κριτικός Geoff Barton έθαψε και τις δύο συλλογές, όπως και τις συμμετοχές των Angel Witch σε αυτές, με λόγια που θυμίζουν συντηρητικό Νεοέλληνα που μιλάει για "περιθωριακούς που παίζουν θόρυβο". Γι αυτό μην ακούτε κριτικές, αλλά μόνο τα αυτιά σας.
Παρ'όλα αυτά, η μπάντα έχτιζε το κοινό της και η EMI αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί κυκλοφορώντας ένα single του "Sweet Danger" σε δύο φορμάτ, επτάιντσο και δωδεκάιντσο. Το 7" ήταν picture sleeve μαζί με το Flight Nineteen, και το 12" σε σκέτο μάυρο μαζί με το Hades (το οποίο αναφερόταν στο εξώφυλλο ως Hadies). Το single άγγιξε τη θέση Νο. 75 των charts δίνοντας λαβή για σχόλια στους κριτικούς που μιλούσαν για "συμπαθητική κόπια των Sabbath". Κάποιοι βέβαια ανέφεραν πως το γεγονός ότι μέσα στα εκατοντάδες single της εβδομάδας, το να πάει στο 75 ένα δισκάκι "ακραίας" (για την εποχή) μουσικής που έχει πάνω την εικόνα του Baphomet, λέει κάτι.
Ένα γεγονός επίσης που έχει μείνει είναι το τριήμερο φεστιβάλ του Reading, όπου οι Angel Witch έπαιξαν μαζί με ονόματα όπως οι Iron Maiden, οι Def Lepard, οι Tygers of Pan Tang, οι Samson, οι White Spirit, οι Praying Mantis και οι Sledgehammer. Κάποιοι από αυτούς έγιναν μεγαθήρια και μετοχές στο χρηματιστήριο, κάποιοι δεν ξεπέρασαν το επίπεδο του cult, και υπάρχουν αρκετές ιστορίες σχετικά για την άνιση πορεία των Angel Witch.
Ο Heybourne λέει πως είχε προσφορά για κυκλοφορία του ντεμπούτου τους από την EMI, αλλά δεν δέχτηκε επειδή η εταιρία είχε ήδη τους Maiden, και δεν ήθελε η μπάντα να είναι "δεύτερη" σε προτεραιότητα. Άλλοι λένε πως υπέγραψαν, αλλά η συνεργασία δεν ευδοκίμησε επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει το management σε επαγγελματίες, και άλλοι πάλι λένε πως οι Angel Witch είχαν μια "κακιά" νύχτα στο Music Machine (άργησαν να ανέβουν στη σκηνή και ήταν φέτα στο μεθύσι) και ο A&R της EMI επέλεξε τους Maiden. Ίσως πάλι, προσωπική άποψη, έφταιξε το όνομά τους και η υπερβολικά "satanic" αισθητική (την οποία άλλοι όπως οι Maiden ποτέ δεν είχαν σε τέτοιο βαθμό, και η ειρωνική τους διάθεση ήταν προφανής - ούτε ακόμη και οι Sabbath). Γεγονός είναι ότι το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τελικά με την Bronze Records.
Το Angel Witch (1980) σήμερα θεωρείται όχι απλά ένας από τους σημαντικότερους δίσκους NWOBHM, αλλά ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα και τους καλύτερους metal δίσκους των '80s, ένας δίσκος που αφομοιώνει όλες τις επιρροές τους από τους Sabbath, χωρίς να αντιγράφει. Όμως, συνάντησε κάποιες σχεδόν τραγικές κριτικές, και αυτό που τους έκανε το περιοδικό Sounds ισοδυναμούσε με δημόσια εκτέλεση. Παρά την ύπαρξη κάποιων που θεώρησαν το άλμπουμ ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς, οι νεκροθάφτες επηρέασαν τόσο το ηθικό όσο και τις πωλήσεις του, και ήδη φάνηκαν τα πρώτα σημάδια διάλυσης. Οι Hogg και Riddles έφυγαν σύντομα, και παρά τις προσπάθειες του Heybourne και ένα καινούριο single με τίτλο "Loser" (σημαδιακός τίτλος;) η μπάντα διαλύθηκε μετά από μια εμφάνιση στο Marquee το Σεπτέμβριο του '81.
Οι Witch όμως επανήλθαν σχετικά σύντομα με την βοήθεια δύο μελών των Deep Machine (τον τραγουδιστή Roger Marsden και τον drummer Ricky Bruce) και την προσθήκη του μπασίστα Jerry Cunningham. Το νέο line-up δεν κράτησε όμως πολύ, αρχικά αποχώρησε ο Marsden καθώς η φωνή του δεν ταίριαζε στο ύφος της μουσικής, και λίγο μετά ο Heybourne σταμάτησε τη μπάντα για να δημιουργήσει τους Blind Fury, παρέα με τον τραγουδιστή Alan Taylor. Κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, το Out of Reach (1985).
Οι Witch όμως επανήλθαν σχετικά σύντομα με την βοήθεια δύο μελών των Deep Machine (τον τραγουδιστή Roger Marsden και τον drummer Ricky Bruce) και την προσθήκη του μπασίστα Jerry Cunningham. Το νέο line-up δεν κράτησε όμως πολύ, αρχικά αποχώρησε ο Marsden καθώς η φωνή του δεν ταίριαζε στο ύφος της μουσικής, και λίγο μετά ο Heybourne σταμάτησε τη μπάντα για να δημιουργήσει τους Blind Fury, παρέα με τον τραγουδιστή Alan Taylor. Κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, το Out of Reach (1985).
Όμως, αληθινή επιθυμία του Heybourne ήταν οι Witch, έτσι με τους Pete Gordelier στο μπάσο και τον Davy Tatum στα φωνητικά, και τον Hogg από το αρχικό line-up, κυκλοφόρησαν το Screamin 'Ν' Bleedin' (1985). Ο Hogg σύντομα πάλι έφυγε, και με τον Spencer Hollman στη θέση του κυκλοφόρησαν Frontal Assault (1986), το οποίο ήταν αρκετά μελωδικό και με κάποιες επιρροές από τον Αμερικάνικο ήχο. Ο ίδιος ο Heybourne σε μεταγενέστερα σχόλιά του είπε πως θεωρεί τους δίσκους αυτούς ένα λάθος, ότι προσπαθούσε να μπει σε πιο "μελωδικά" λημέρια επηρεασμένος από τις Αμερικάνικες μπάντες, αλλά η παραγωγή στον ήχο τους αδίκησε και θεώρησε ότι νικήθηκε κατά κράτος από τον επαγγελματισμό που είχαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι δίσκοι δεν είναι σε καμμία περίπτωση κακοί, αλλά δεν είναι αυτό που θα μπορούσαν να ήταν οι Angel Witch αν η πορεία τους ήταν πιο σταθερή και δεν είχε όλες αυτά τα pause και reset.
Στο μεταξύ η φήμη της μπάντας χτιζόταν και από τους thrashers του Bay Area, καθώς ανέφεραν συχνά τους Angel Witch ως μια από τις επιρροές τους και ο Heybourne αποφάσισε το 1990 να τα παίξει όλα για όλα και να πάει στην Καλιφόρνια (με ένα line-up που συμπληρώθηκε από τον κιθαρίστα Grant Dennision). Από μια πετυχημένη εμφάνιση στο Trobadour προέρχεται το Angel Witch Live (1990), και ο Heybourne αποφάσισε να μείνει, αλλά οι Goldelier, Dennision και Hollman δεν μπορούσαν, και η μπάντα έγινε κατά τα 3/4 "Αμερικάνικη" σε ότι αφορά τα μέλη της: Tom Hunting στα τύμπανα, John Torres στο μπάσο και Doug Piercy στη ρυθμική κιθάρα. Η μπάντα έδειχνε να "δένει" και να πάει καλά, δυστυχώς όμως σε μια από τις μεγαλύτερες αδικίες που έχουν γίνει ποτέ σε τέτοιες περιπτώσεις, προέκυψαν κάποια θέματα με την "νομιμότητα" της μετανάστευσης του Heybourne, και εκδιώχθηκε από τη χώρα "μόνο με τα ρούχα που φορούσα, σαν ζητιάνος" όπως είπε αργότερα ο ίδιος. Οι Angel Witch θα έμεναν στη limbo για μια δεκαετία.
Το ενδιαφέρον για τους Witch αναζωπυρώθηκε με ένα νέο line-up και την συλλογή Sinister History (2000). Οι νέοι Angel Witch με τον Keith Herzberg (κιθάρα), Richie Wicks (μπάσο/φωνή) και Scott Higham (τυμπανα) έπαιξαν με αρκετή επιτυχία στο Wacken, ενώ κυκλοφόρησαν επιτέλους στη Βρετανία το Resurrection και το Live At The LA2. Όμως, όλα έδειξαν να χάθηκαν όταν ο Wicks προσχώρησε στους Tygers of Pan Tang, και παρά το ότι συμφώνησαν το καλοκαίρι του 2002 να ξαναπροσπαθήσουν, ήταν η σειρά του Heybourne να τα σταματήσει όλα και να ξαναζωντανέψει το Αμερικάνικο line-up του 1990. Παρά το ότι υπήρξε κάποια live δραστηριότητα το 2003, και αυτό δεν κράτησε για πολύ.
Έκτοτε, η μπάντα παραμένει δραστήρια με ένα "ρευστό" line-up και τον Kevin Heybourne πάντα ως ιθύνοντα νου και ψυχή της, ο οποίος έχει πει πως δουλεύει σε καινούριες συνθέσεις, ενώ κυκλοφόρησε και ένα live το 2009. Το respect που έχουν οι Angel Witch από μεταγενέστερους metal μουσικούς όσο και από ακροατές είναι μεγάλο, και το μόνο που μπορεί κανείς να πει είναι πως ίσως δεν μπορούσαν να έχουν όλοι την σχεδόν διαβολική καλοτυχία και management των Iron Maiden που είχαν ήδη γίνει βαριά βιομηχανία μέσα στα '80s. Με την υστεροφημία (μόνο) δεν πληρώνεται το νοίκι...
Δισκογραφία:
- 1980 - Angel Witch
- 1985 - Screamin' 'N' Bleedin'
- 1986 - Frontal Assault
- 1986 - Doctor Phibes (Compilation)
- 1990 - Angel Witch Live
- 2000 - Resurrection
- 2000 - Sinister History
- 1997 - '82 Revisited (Live)
- 2009 - Burn the White Witch (Live)
0 comments:
Post a Comment