Def Leppard

Posted by universechild On Mar 5, 2009 1 comments


Ποιοι Motley Crue, Bon Jovi, Guns'N Roses και λοιπά Αμερικανάκια, η μεγαλύτερη μπάντα του μελωδικού hard rock ήχου των 80s είναι η Αγγλίδα Λεοπάρδαλη από το Sheffield η οποία, παρά τις NWOBHM αφετηρίες της, κατέκτησε τα charts της πρώην αποικίας της. Μεγαλύτερη όχι τόσο σε απόλυτους αριθμούς πωλήσεων (αν και τα 65 εκατομμύρια παγκοσμίως, με τα 35 να είναι στις ΗΠΑ, την τοποθετούν στις πρώτες θέσεις), αλλά σε εμβέλεια και επιδραστικότητα, καθώς και μουσική αξία. Ναι, όλες οι μπάντες του Glam έζησαν έντονα το τρίπτυχο sex, drugs & rock'n roll, αλλά πόσες έδωσαν ισάξια σημασία και στο τρίτο σκέλος, παραμερίζοντας παράλληλα το δεύτερο;


Μέσα σε μια πορεία που συμπληρώνει φέτος τα 32 χρόνια, οι Def Leppard κυκλοφόρησαν στα 80s τα πιο πετυχημένα άλμπουμ και μεγαλύτερα hits του hard rock, και είναι μια από τις βασικότερες επιρροές για τις αμέτρητες Hard Rock και Glam Metal μπάντες (μερικές πολύ πετυχημένες) που ακολούθησαν.




Η παρέα των Rick Savage (μπάσο), Pete Willis (κιθάρα) και Tony Kenning (κιθάρα) ξεκίνησε μέσα στο ηρωικό, ως αντίσταση απέναντι στην πανκοκρατία του 1977, πνεύμα του New Wave of British Heavy Metal, και αρχικά ονομαζόταν Atomic Mass. Με την προσθήκη στο μικρόφωνο του αρχικά προοριζόμενου ως κιθαρίστα Joe Elliot βαπτίστηκε εκ νέου, από μια ιδέα του τελευταίου, ως Deaf Leopard. Καθώς το όνομα τους φάνηκε λίγο "punk", αλλά και ίσως ως έμμεσος φόρος τιμής στους Led Zeppelin, το όνομα έγινε Def Leppard. Θυμούνται κάποιοι μικροί να λένε από βιασύνη Led Zeppelin αντί για Def Leppard και τούμπαλιν.




Η πρώτη τους ηχογράφηση έγινε ενώ η ηλικία των μελών δεν ξεπερνούσε τα 19 χρόνια, ενώ το τελευταίο μέλος που συμπλήρωσε την πρώτη κλασική σύνθεση, ο τυμπανιστής Rick Allen, ήταν τότε μόλις 15 χρονών! Κυκλοφόρησαν το Def Leppard EP (1979) σε 1000 αντίτυπα και το πουλούσαν στα live τους για μια στερλίνα, ενώ παράλληλα το έδιναν σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να το προωθήσει. Το EP ξεπούλησε γρήγορα χάρη στην ώθηση που του έδωσε ο ραδιοφωνικός DJ John Peel παίζοντας στην εκπομπή του το κομμάτι "Getcha Rocks Off". Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε την συλλεκτικότητα ενός αντίτυπου της πρώτης αυτής έκδοσης.





Με συνεχείς περιοδείες μέσα στο 1979 η φήμη της μπάντας μεγάλωσε και απέκτησε έναν πυρήνα οπαδών, με αποτέλεσμα να κερδίσει την προσοχή της Phonogram/Vertigo (Mercury στις ΗΠΑ) και να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο της On Through The Night (1980), το οποίο έφτασε μέχρι το top-15 της Βρετανίας. Βέβαια, συνάντησαν την αγανάκτηση κάποιων πιο σκληροπυρηνικών fan με κομμάτια όπως το "Hello America", αλλά και με το ότι έπαιζαν περισσότερα live στις ΗΠΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι φτάνουν σε υπερβολές για να κερδίσουν το Αμερικάνικο κοινό. Υπάρχουν ιστορίες για γιουχάισμα στο φεστιβάλ του Reading τον Αύγουστο του 1980 (στο οποίο συμμετείχαν και οι Iron Maiden).




Κομβικό σημείο στην πορεία τους ήταν η παρουσία του Robert John "Mutt" Lange, παραγωγού των AC/DC, ο οποίος δέχτηκε να ηχογραφήσει μαζί τους τον επόμενο δίσκο τους. To High'n Dry (1981) δεν έγινε μεγάλη επιτυχία, αλλά το βίντεο του σινγκλ "Bringin' on the Heartbreak" υπήρξε ένα από τα πρώτα metal βίντεο που παίχτηκαν ποτέ στο MTV το 1982, κάτι που έδωσε στη μπάντα μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Την εποχή της κυκλοφορίας του η μπάντα έπαιξε support και στους Ozzy Osbourne και Blackfoot.




Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων για τον τρίτο δίσκο απολύθηκε και ο μέχρι τότε κιθαρίστας, Pete Willis, λόγω του ότι η υπερβολική χρήση αλκοόλ επηρέαζε τη συμπεριφορά και το παίξιμό του. Τη θέση του πήρε ο Phil Collen, που έπαιζε μέχρι τότε στη Glam μπάντα Girl.




Το Pyromania (1983) έμελλε να είναι το μεγάλο breakthrough των Def Leppard, υποβοηθούμενο σε μεγάλο βαθμό από το σινγκλ του κλασικού "Photograph", το βίντεο του οποίου εκτόπισε σε ζήτηση στο MTV ακόμη και το Beat It του Michael Jackson. Το Photograph έμεινε στα charts για έξι εβδομάδες φτάνοντας μέχρι τη θέση #12, ενώ σε συνδυασμό με τα επίσης πετυχημένα σινγκλ "Rock of Ages" και "Foolin'", εκτόξευσε τις πωλήσεις του άλμπουμ στα 6 εκατομμύρια, μέσα στο 1983. Το άλμπουμ σήμερα έχει γίνει πλέον διαμαντένιο, με πάνω από 10 εκατομμύρια πωλήσεις.


Η μπάντα μετακινήθηκε το 1984 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (λένε για φορολογικούς λόγους), και με νέο παραγωγό τον Jim Steinman (υπεύθυνος για το Bat out of Hell του Meat Loaf), άρχισε να ετοιμάζει τον τέταρτο δίσκο της...


Στα τέλη του έτους, και για την ακρίβεια την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1985, χτύπησε η τραγωδία του Rick Allen. Οδηγώντας την Corvette του λίγο έξω από το Sheffield, έχασε από ένα άσχημο δυστύχημα το αριστερό του χέρι μέχρι τον ώμο. Το γεγονός αυτό θα είχε οδηγήσει άλλες μπάντες σε αλλαγή μέλους ή ακόμα και σε διάλυση, αλλά αποτέλεσε καταλύτη για τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα των υπoλοίπων, που επηρεάστηκαν από το πείσμα του Allen να συνεχίσει να παίζει. Πειραματιζόμενος με μαξιλάρια, ο Rick διαπίστωσε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πόδια του προς αντικατάσταση του χεριού και, σε συνεργασία με τον Simmons, σχεδίασε ένα ηλεκτρονικό drum kit με πεντάλ.


Ο δίσκος καθυστέρησε 3 ολόκληρα χρόνια, ενώ και οι αρχικές ηχογραφήσεις μπήκαν στο ράφι καθώς η μπάντα δεν ήταν ικανοποιημένη από τη συνεργασία της με τον Steinman. Μετά από δοκιμές να κάνουν τη παραγωγή μόνοι τους, στο δρόμο τους βρέθηκε ξανά ο Lange. Ένας λόγος για τις καθυστερήσεις αυτές, εκτός από τα προβλήματα, ήταν και η τελειομανία τους και οι υψηλοί στόχοι που τέθηκαν με το άλμπουμ αυτό, καθώς η μπάντα, σύμφωνα με δηλώσεις της, ήθελε να κάνει το hard rock αντίστοιχο του Thriller του Michael Jackson, δηλαδή ένα άλμπουμ γεμάτο με hit.





Η κυκλοφορία του Hysteria (1987) στις 3 Αυγούστου του 1987, με πρώτα singles το "Animal" στην Ευρώπη και το "Women" στις ΗΠΑ, δεν συνάντησε αμέσως τη θερμή υποδοχή του Pyromania, αλλά οι πωλήσεις του ανέβηκαν κατακόρυφα ένα μήνα μετά με την κυκλοφορία του single "Pour Some Sugar On Me". Συνολικά 7 single από τα 12 κομμάτια του δίσκου έφτασαν στο billboard, ενώ ο ίδιος ο δίσκος έμεινε στα charts για 3 ολόκληρα χρόνια με παγκόσμιες πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 18 εκατομμύρια. Είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους δίσκους στην ιστορία του rock, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας η μπάντα ήταν δεύτερη σε πωλήσεις μόνο μετά από τους Van Halen.




Η μπάντα ξαναμπήκε στο στούντιο το 1989 αποφασισμένη να μην αφήσει ξανά τόσο μεγάλο κενό ανάμεσα σε δύο δίσκους. Ωστόσο, υπήρξε μεγάλο πρόβλημα η εξάρτηση του κιθαρίστα Steve Clark από το αλκοόλ, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζει την πορεία των ηχογραφήσεων, με αποτέλεσμα να του δώσουν τον Αύγουστο του '90 μια εξάμηνη "άδεια". Τον Ιανουάριο του 1991 χτύπησε μια νέα τραγωδία όταν βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, ως συνέπεια της κατανάλωσης αλκοόλ σε συνδυασμό με παυσίπονα και αντικαταθλιπτικά. Η μπάντα όμως ήταν αποφασισμένη να ολοκληρώσει το δίσκο, και ο Phil ηχογράφησε τα μέρη της κιθάρας του Steve, μιμούμενος το κιθαριστικό στυλ του. Σε παραγωγή δική τους, μαζί με τον μηχανικό ήχου Mike Shipley, αλλά και εν μέρει με κάποια συμβολή του Lange, o δίσκος κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1992, αφιερωμένος στη μνήμη του Clarke.




Το Adrenalize (1992) ήταν ένας δίσκος που σε μεγάλο βαθμό ακολουθούσε τη συνταγή επιτυχίας του Hysteria, με αποτέλεσμα να ντεμπουτάρει στην πρώτη θέση των charts σε ΗΠΑ και Βρετανία, με συνολικά περίπου 7 εκατομμύρια πωλήσεις. Αντικαταστάτης του Clarke ήταν ο Vivian Campbell (ex-Whitesnake). Παρά το ότι φυσικά δεν συμμετείχε στις ηχογραφήσεις καθώς μπήκε στη μπάντα μετά από την κυκλοφορία του δίσκου, εμφανίζεται στα βίντεο από τα αντίστοιχα single.


Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε η συλλογή Retro Active (1993) με ακυκλοφόρητο υλικό, outtakes, B-sides και ρεμιξαρισμένα κομμάτια από το σύνολο της δουλειάς της μπάντας, με επιπλέον κομμάτι το "Two Steps Behind", με το οποίο η μπάντα είχε συμμετέχει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο OST της ταινίας Last Action Hero (με τον Governator).




Η συλλογή Vault: Def Leppard Greatest Hits 1980-1995 (1995) κυκλοφόρησε σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις, με το tracklisting να αλλάζει ελαφρώς ανάλογα με το ποια single έγιναν επιτυχία σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία. Περιείχε επίσης και ένα νέο κομμάτι "When Love & Hate Collide", το single του οποίου έφτασε μέχρι το #2 στα chart της Βρετανίας.




Το διάστημα μέχρι τον επόμενο δίσκο τους ήταν από τα πιο δύσκολα για τη μπάντα. Tα προσωπικά προβλήματα κάποιων μελών σε συνδυασμό με την κυριαρχία του grunge και τον υποσκελισμό του 80s hard rock, τους είχαν σχεδόν εξαφανίσει από το χάρτη. Το Slang (1996) ήταν ένα άλμπουμ διαφορετικό, αρκετά πιο alternative και με περίεργες ενορχηστρώσεις, αφήνοντας πίσω τον κλασικό ήχο. Ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους εδώ και 12 χρόνια που δεν έγινε πλατινένια στις ΗΠΑ, αν και σε άλλα μέρη τα πήγε καλύτερα. Στην limited edition υπήρχε και ένας bonus δίσκος με έξι κομμάτια, το "Live in Singapore".




Μια ευκαιρία για νέο ξεκίνημα δόθηκε όταν ένα από τα πρώτα επεισόδια της εκπομπής Behind the Music του VH1 είχε ως θέμα του την πορεία της μπάντας. Η εκπομπή είχε μεγάλη επιτυχία, τόση ώστε έφτασε σε σημείο να γίνει και παρωδία της στο Saturday Night Live (σαν να λέμε ΑΜΑΝ, Μητσικώστας ή Λαζόπουλος, το πιο κοντινό ελληνικό αντίστοιχο) και η μπάντα, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία, κυκλοφόρησε το άλμπουμ-επιστροφή στις ρίζες, και σίγουρα με ταιριαχτό τίτλο, Euphoria (1999). Παρόλο που οι εποχές των εκατομμυρίων σε πωλήσεις είχαν περάσει, το single "Promises" (στην παραγωγή του οποίου συμμετείχε ο Lange) έφτασε στην θέση #1 του chart για το Mainstream Rock στις ΗΠΑ. Το άλμπουμ έγινε χρυσό.




Το 2000 η μπάντα απέκτησε τη θέση της στο Rock Walk of Fame στη Sunset Boulevard του Hollywood, ενώ το 2001 το όνομά τους ξανακούστηκε πολύ από την, σε παραγωγή επίσης του VH1, τηλεταινία/βιογραφία Hysteria - The Def Leppard Story (2001), η οποία δραματοποιούσε την πορεία της μπάντας από την αφετηρία της μέχρι τα τέλη των 80s.





Ένας εντελώς pop δίσκος ακολούθησε, το X (2002), το οποίο είναι και το λιγότερο επιτυχημένο άλμπουμ της μπάντας, παρά κάποιες θετικές κριτικές. Κομμάτια από τον δίσκο δεν περιλαμβάνονται ποτέ στα set-list που έχει κάνει η μπάντα από τότε, με εξαίρεση την περιοδεία για την προώθησή του την εποχή της κυκλοφορίας του, η οποία υπήρξε πάντως επιτυχημένη.




Το 2004 κυκλοφόρησε μια νέα συλλογή μόνο σε Ευρώπη και Ιαπωνία, το The Best of Def Leppard (2004), το οποίο περιείχε ουσιαστικά το Vault με περισσότερα κομμάτια, ενώ περιελάμβανε και ένα bonus δίσκο στην αρχική, περιορισμένη έκδοση. Το Μάιο του 2005 κυκλοφόρησε το Αμερικανικό αντίστοιχο, Rock of Ages: The Definitive Collection (2005). Με ίδιο εξώφυλλο και τίτλο κυκλοφόρησε και η συλλογή με τα βίντεο της μπάντας, Rock of Ages - The DVD Collection (2005).




Την επόμενη χρονιά ακολούθησε το άλμπουμ διασκευών Yeah! (2006), με φόρο τιμής σε ονόματα όπως Thin Lizzy, David Bowie, T-Rex, The Kinks. Κυκλοφόρησε σε διαφορετικές εκδόσεις με bonus δισκάκια που είχαν επιπλέον κομμάτια.




Το τελευταίο τους άλμπουμ Songs from the Sparkle Lounge (2008) ήταν το πρώτο εδώ και μια εξαετία με νέο υλικό, και περιείχε και μια συμμετοχή από τον country τραγουδιστή Tim McGraw.


Με 32 χρόνια ύπαρξης και 26 χρόνια παρουσίας ως superstars, η μπάντα δεν δείχνει να το βάζει κάτω, με αμείωτη ζωντάνια αλλά και επαγγελματισμό στις ηχογραφήσεις και τις περιοδείες της.


Δισκογραφία

  • 1980 - On Through the Night 
  • 1981 - High'n Dry
  • 1983 - Pyromania
  • 1987 - Hysteria
  • 1992 - Adrenalize 
  • 1996 - Slang
  • 1999 - Euphoria
  • 2002 - X 
  • 2008 - Songs from the Sparkle Lounge


Συλλογές

  • 1993 - Retro Active (ακυκλοφόρητα και B-sides) 
  • 1995 - Vault: The Greatest Hits 
  • 2004 - The Best of Def Leppard 
  • 2005 - Rock of Ages: The Definitive Collection 
  • 2006 - Yeah! (άλμπουμ διασκευών)

1 comments:

Anonymous said...

ειναι γκρουπαρα και πολυ αδικημενοι απο πολλους και δεν μπορω να καταλαβω γιατι!!! τους εχω δει 2 φορες live και ειναι κορυφαιοι, επαγγελματιες κι εχω δει πολλους live αλλα τοσο καλοι οσο οι def ΟΧΙ.