Προτού αρχίσουν οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, έγιναν ακόμη μερικές αλλαγές στα μέλη. Έφυγε ο Vivian Campbell (για "καλλιτεχνικές διαφωνίες"). Από την άλλη, για λόγους υγείας έφυγε επίσης και ο Adrian Vandenberg, και αντικατατάθηκε από τον superstar της κιθάρας Steve Vai, ο οποίος θα ήταν μόνιμο μέλος για το υπόλοιπο της μπάντας μέχρι την προσωρινή διάλυση/hiatus των 90s. Αυτές οι συνεχείς αλλαγές ήταν και ένας από τους λόγους που η μπάντα εξελίχτηκε να είναι ουσιαστικά το project του Coverdale. Το Slip of the Tongue (1989) ήταν μια απ'ευθείας στυλιστική συνέχεια του "1987", έγινε επίσης πλατινένιο, και η περιοδεία που το ακολούθησε ήταν η μεγαλύτερη της μπάντας μέχρι τότε. Μεταξύ άλλων υπήρξαν για δεύτερη φορά headliners στο Monsters of Rock του 1990. Ο Coverdale επίσης συμμετείχε και στο soundtrack της ταινίας Days of Thunder για τα φωνητικά του "The Last Note of Freedom" (το οποίο έγραψε μαζί με τον συνθέτη Hans Zimmer και τον Billy Idol). Ίσως χορτάτος από την επιτυχία, ίσως κουρασμένος, και σύμφωνα με δηλώσεις του, στενοχωρημένος από τον πρόσφατο χωρισμό του, ο Coverdale έβαλε τότε ένα προσωρινό "stop" όχι μόνο στους Whitesnake, αλλά και στη μουσική του πορεία.
Αυτό το διάλειμμα δεν κράτησε για πολύ βέβαια, καθώς το 1991 συναντήθηκε με έναν άλλο μύθο του rock, τον Jimmy Page με σκοπό να συνεργαστούν μαζί σε έναν δίσκο. Το όμορφο και με αρκετές επιρροές από Zeppelin, Coverdal Page (1993), σημείωσε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Coverdale το σήμα στο εξώφυλλο του δίσκου έχει σκοπό να συμβολίσει δύο διαφορετικούς δρόμους που γίνονται ένας.
Το 1994 επαναδραστηριοποιήθηκαν και οι Whitesnake με νέο line-up (Warren De Martini από Ratt στη κιθάρα, Denny Carmassi στα drums και Rudy Mirkovich στα πλήκτρα, καθώς και η επιστροφή των Rudy Sarzo και Adrian Vandenberg) με σκοπό την πρόώθηση ενός Greatest Hits (1994).
Το επόμενο δισκογραφικό εγχείρημα του Coverdale έγινε το 1996-97 όταν ο ίδιος μαζί με τον Vandenberg και τον Carmassi επανένωσαν εκ νέου τη μπάντα για το, με σίγουρα συμβολικό τίτλο, Restless Heart (1997). Εκτός από το εξώφυλλο, όπου ήταν η πρώτη φορά εδώ και 17 (από το 1980) χρόνια που εμφανιζόταν ο ίδιος ο Coverdale, ο δίσκος σηματοδότησε και την επιστροφή τους στον πιο blues-rock ήχο των αρχικών δίσκων. Χωρίς να έχει τα τεράστια νούμερα του παρελθόντος, το εγχείρημα είχε κάποια επιτυχία συνάντησε θερμή υποδοχή από το κοινό της μπάντας. Στις ηχογραφήσεις συμμετείχαν ο Guy Pratt στο μπάσο, και ο Brett Tuggle στα πλήκτρα (ο οποίος συμμετείχε και στο Coverdale Page του '93), αλλά για τις περιοδείες αντικαταστάθηκαν από τους Tony Franklin και Derek Hilland. Στις περιοδείες συμμετείχε και ο Steve Farris των Mr Sister. Εκτός από τον δίσκο κυκλοφόρησε και ένα ακουστικό Starkers in Tokyo (1997) το οποίο ηχογράφησαν οι Coverdale και Vandenberg στην Ιαπωνία.
Τα χουμε πει πως η δεκαετία του 2000 ήταν μια δεκαετία όπου είδαμε την νοσταλγική αναβίωση ή/και επανένωση κλασικών ονομάτων που είχαν παρακμάσει στα 90s, και το timing για την 25η επέτειο των Whitesnake δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Η αρχή έγινε με την επιστροφή του Coverdale στη μουσική με τον (σόλο) δίσκο του Into The Light (2000). Μια συλλογή με τον απλό τίτλο The Best of Whitesnake (2003) συνόδεψε ένα νέο line-up της μπάντας για την επετειακή περιοδεία του 2003: Doug Aldrich από Dio και Reb Beach από Winger στις κιθάρες, Marco Mendoza στο μπάσο, Tommy Aldridge στα τύμπανα και Timothy Drury στα πλήκτρα.
Η σύνθεση αυτή παρέμεινε σταθερή μέχρι και το 2005 όπου ο Mendoza αντικαταστάθηκε από τον Uriah Duffy, και λίγο αργότερα οι Whitesnake κυκλοφόρησαν το DVD/CD Live... In The Still of the Night (2006) το οποίο συνοδεύτηκε από μια νέα περιοδεία σε Ευρώπη και Ιαπωνία. Ένα δεύτερο live, αυτή τη φορά μόνο με ήχο χωρίς εικόνα και τίτλο Live: In The Shadow of the Blues (2006) ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους με νέα εταιρία την Steamhammer/SPV Records . Ο δίσκος είχε επίσης μερικά ολοκαίνουρια κομμάτια. Κυκλοφόρησε επίσης και μια επετειακή έκδοση του δίσκου του 1987 με bonus μερικά live κομμάτια και ένα δισκάκι DVD με τα βίντεο του δίσκου για το MTV και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις.
Μια κανονική επανένωση, όμως, πρέπει να συνοδεύεται και από άλμπουμ και το Good To Be Bad (2008) ήταν ένας πολύ καλός δίσκος που γεφύρωνε τις πιο blues-rock ρίζες τους με το hard rock, φτάνοντας στο #5 των Βρετανικών chart.
Όλο αυτό το διάστημα ο Coverdale και οι Whitesnake, όπως και άλλοι ακούραστοι Βρεταννοί ροκάδες, παρέμεινε δραστήριος συναυλιακά, με εξαίρεση μια ευτυχώς σύντομη περιπέτεια με την υγεία του, πάλι σε σχέση με τις φωνητικές του χορδές. Όχι ότι αυτό έχει απαραίτητα σχέση με το τσιγάρο, αλλά δεν σταμάτησε και να καπνίζει ποτέ εδώ που τα λέμε, και ίσως τα "τραγουδιστής-καπνιστής" δεν είναι πάντοτε συμβατά μεταξύ τους.
Με σταθερούς συνεργάτες τους Doug Aldrich και Reb Beach στις δύο κιθάρες και τους Michael Devin (μπάσο) και Brian Tichy (drums) έγιναν οι ηχογραφήσεις του νέου τους άλμπουμ Forevermore (2011) το οποίο θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Άνοιξη, στις 25 Μαρτίου. Το πρώτο single ("Love Will Set You Free") αναμένεται στις 21 Φεβρουαρίου..
Αν κάτσεις και το σκεφτείς λίγο, ονόματα όπως ο David Coverdale και οι Whitesnake γνώρισαν επιτυχία σε μια εποχή που πολλοί από εμάς μόλις και μετά βίας είχαμε γεννηθεί (αν είχαμε γεννηθεί - και ούτε λόγος να γίνεται για τις Deep Purple εποχές)... Προσπαθώντας να αποφύγουμε τα κλισέ (γερόλυκοι του ροκ και άλλες μαλακίες που ακούμε από mainstream ΜΜΕ), αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν παύει να είναι συγκλονιστικό που τέτοιοι άνθρωποι εξακολουθούν να δημιουργούν δίσκους και να παίζουν live σαν να βρίσκονται στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, δημιουργώντας μελωδίες που σταματούν το ρολόι του χρόνου. Ένας δίσκος από Whitesnake ή Deep Purple στη δεκαετία του '10 (ναι, έτσι λέγεται η δεκαετία στην οποία βρισκόμαστε πλέον, η μέτρηση μοιάζει με αντίστροφη αν σκεφτείς ότι τα 80's που ζήσαμε ως νήπια και από διηγήσεις λίγο μεγαλύτερων μοιάζουν σαν να συνεβησαν χτες) είναι μια τόσο retro αλλά και τόσο vintage (=διαχρονική) εμπειρία ταυτόχρονα. Είμαστε μαζί με τους καινούριους, αλλά ο χρόνος θα δείξει πόσοι από τους καινούριους θα αντέξουν στο χρόνο. Η μουσική αυτή μπορεί να νικήσει το χρόνο. Forevermore.