Αν την παραμονή σας τα έσπασαν τα παιδάκια με τα κάλαντα (αλλά τι να κάνεις, κι εμείς είμασταν παιδάκια που είπαμε κάλαντα), υπάρχει το κατάλληλο αντίδοτο για τα κουδουνίσματα και τις φάλτσες φωνούλες τους: χριστουγεννιάτικα τραγούδια από "δικούς" μας! Την παραμονή πρωτοχρονιάς να τους πείτε πως θα τα πληρώσετε μόνο εφόσον ακούσουν και εμπεδώσουν τα παρακάτω:
Μολις συνειδητοποιήσαμε πως είναι η δεύτερη μόλις φορά που γράφουμε για δικούς μας. Οι Convixion δεν θεωρούνται αδίκως μια από τις πιο ελπιδοφόρες ελληνικές μπάντες.
Οπως πολλά ωραία πράγματα, άρχισαν χωρίς να το παρουν ιδιαίτερα στα σοβαρά (η μήπως όχι;) και να συνειδητοποιήσουν οι ιδιοι τι κάνουν.
Ο ιθύνων Νους της μπαντας, κιθαρίστας/τραγουδιστής Νίκος Παπακώστας, ξεκίνησε την μπάντα το 2002 σαν ένα δικό του project όταν έφυγε απο τους Strikelight. Άκολουθησε μαζί του και στην φωνή ο επίσης ex-Strikelight Διονύσης Σαρακίνης, συμπληρώνοντας εκείνη την αρχικη σύνθεση παρέα με τους Στέλιο Μακρή και Βαγγέλη Φελώνη. Βεβαια δεν κράτησαν και πολύ καθώς ο Νίκος επέστρεψε στους Strikelight το 2003, και οι Conviction (νυν Convixion) διαλύθηκαν.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η συγκεκριμένη μπάντα, με την τωρινη της μορφή, ίσως να ξεκίνησε από "σπόντα" για τον χαβαλέ και χωρίς κάποιο "σχέδιο", οταν ο Νικος έγραφε το 2006 καινούριο υλικό το οποίο ήταν αρκετά γρήγορο για το ύφος των Strikelight. Από αυτα τα beerstorming sessions προηλθε το Drink Metal ως tribute και ωδή σε ενα βασικο αξεσουαρ ενος rocker που σέβεται τον εαυτό του - τη μπυρα.
(Ο συντάκτης του συγκεκριμένου "πονήματος" άνοιξε ενα πράσινο τενεκεδάκι για να πάρει έμπνευση μπας και γράψει 500 λέξεις που να βγάζουν νόημα. Αργότερα ανακάλυψε πως ήταν ληγμένο και χρειάστηκε αρκέτες δόσεις κλύσματος με Red Bull για να συνέλθει και να συνεχίσει...)
Ένας απο αυτούς που τρελλάθηκαν με το κομμάτι ήταν ο Γρηγόρης (Greg για τους φίλους) Βαρσάμης της Eat Metal Records...and the rest is beerstory.
Ο Νίκος μαζι με τον Στέλιο Μακρή (κιθάρα), Μάνο Κεχαγιά (τύμπανα) και τον Μιχάλη Μπάκουλα (μπάσο) αναβιωσαν τους Conviction με μια μικρή αλλαγη στο ονομα (εβαλαν το Χ τιμης ενεκεν,επειδη η μπαντα ειχε "μεινει στον παγο". Μια αλλαγη η οποια δουλεψε σαφως καλυτερα. Ο Μιχάλης είναι φυσικά και μπασίστας των θρυλικών Vice Human, αλλά ο Νίκος Παπακώστας των Vice Human και ο Νίκος Παπακώστας των Convixion είναι φυσικά απλή συνωνυμία!
2006 - Metal Drinkin' Conspiracy (Click to Enlarge) |
Μαζί με τη μουσική, το υπέρτατο εξώφυλλο-γελοιογραφία, ο ακόμη πιο υπέρτατος τίτλος για κομμάτι, "DrinK Metal", και μια από τις πιο Simpson-ικες εισαγωγές σε metal video, δημιούργησαν εντυπώσεις. Όσο κι αν απελπιστείτε αν το ψυγείο ειναι άδειο, μην δοκιμάσετε να κάνετε το ίδιο με τον Γρηγόρη, εκτός κι αν σας λενε Homer..
Δεν έχει σημασία αν κάποιος πει Speed.Thrash.Heavy η Foster's και Guinnes, το δισκάκι περιείχε κλασικό, παραδοσιακό metal που από τις πρώτες νοτες σε μεταφέρει στην δεκαετία που δεν θα τελειώσει ποτέ, τα 80s.
Αν υπάρχουν ακόμη νέοι άνθρωποι που επιλέγουν να ακούσουν και να παίξουν μια μουσική που γνώρισε την ακμή της όταν πήγαιναν νηπιαγωγείο η δεν ειχαν ακόμη γεννηθεί, σημαίνει πως νοιώθουν ότι η μουσική αυτή τους αφορά, έχει να τους πει πράγματα, και έχουν και αυτοί να πουν κάτι με αυτήν. Ακούσατε ποτέ κανέναν να αποκαλεί "παλιακό" τον ήχο των Stones? Ε,ουτε και το Thrash με τον κλασικό ήχο των 80s είναι "παλιακό". Το retro μπορεί να θεωρηθεί ειτε οπισθοδρόμηση, είτε μια φρέσκια ματιά σε κάτι κλασικό και δοκιμασμένο. Διαλέξτε.
Επιπλέον, νομίζετε πως οι Convixion είναι μόνο χαβαλές;;; Κι ομως, όχι. Πέρα απο τον "χαβαλέ" της όλης υπόθεσης, η μουσική τους, κάποια "νυχτερινά" solos, όπως και οι στίχοι που τα συνοδεύουν, δείχνουν ότι πίσω απο το προσωπείο του JOKER οι μάγκες δεν κάνουν καθόλου πλάκα και είναι πιστοί σε αυτό που σημαινει το όνομα τους..
Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2010 με επίσης μια cultια για εξώφυλλο: Οι τέσσερις καρικατούρες αναπαριστούν τα τέσσερα αρχετυπικά είδη από μαλάκες που θρέφουν πρόβατα (παπάς, δάσκαλος, χωροφύλακας και δικαστής - τα έχουμε λουστεί και τα τέσσερα) - η γιαγιά ακόμη να καταλάβουμε τι συμβολίζει..
Πέρα απο το εξώφυλλο, το περιεχόμενο του δίσκου δείχνει μια σαφή ωρίμανση τόσο του ηχου όσο και των στίχων τους, χωρίς βέβαια να λείπει το TYPE'O'NEGATIV-ικό χιουμορ. HEAVY METAL RE MOUNIA!
Φέτος κυκλοφόρησαν μια πρόγευση του επόμενου δίσκου τους, το single για το Black Magic Night (με "Β'SIDE" το Night's Mare) - ανάλυση για την Μόρα, άλλη στιγμη - στο οποίο παρουσιάζουν ενα αρκετά πιο "σκοτεινό" μα πάντα cult πρόσωπο. Όσο για το σχεδόν Black/Death εξώφυλλο, τα λόγια είναι περιττά. Το video βέβαια είναι άλλη ιστορία, και metal όσο δεν γίνεται.
Πρωτοπόροι σε αυτό θεωρήθηκαν οι Maiden (Number Of The Beast,Run To The Hills) στα videos των οποίων βρίσκεις σκηνές απο παλιές ταινίες του βουβού κινηματογράφου. ΟΜΩΣ! Oι Convixion χρησιμοποίησαν σκηνές από την ταινία Haxan, ένα παλιό "ψευδοντοκυμαντέρ" της δεκαετίας του '20, σουηδικής και δανέζικης συμπαραγωγής, που δείχνει πόσο μπροστά ήταν η νοοτροπία των λαών αυτών σε σύγκριση με τα απολιθώματα στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Στην ταινία υπάρχουν δραματοποιημένες σκηνες με συχνά "αποκρουστικό" περιεχόμενο, και αναφέρεται σε πεποιθήσεις, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και άλλα πολύ-πολύ όμορφα του Μεσαίωνα.
Τέλος, να αναφέρουμε πως 09/10/2011 στο club Kyttaro στο party που είχε κάνει η Eat Metal περάσαμε γαμηστερά ακούγοντας και βλέποντας τους να τα δινουν ΟΛΑ, και αναμένουμε άγρια τις επόμενες δουλειές και εμφανίσεις τους.
ΤΙΓΚΑ METAL
Δισκογραφία
- 2006 - Drinkin' Metal Conspiracy
- 2010 - Convixion
- 2011 - Black Magic Night (Single)
Convixion is one of the most promising bands of the Hellenic scene, and like many great things in life, the guys started off as not taking themselves too seriously (or did they?), barely realizing what was about to come out of all of this.
The mastermind of the band, guitarist / vocalist Nick Papakostas, started the band in 2002 as his own project after leaving Strikelight. Along came ex-Strikelight vocalist Dennis Sarakinis. That first line-up was completed with Stelios Makris and Vangelis Felonis. This incarnation of the band didn't last long, however, as Nick re-joined Strikelight in 2003, and Conviction (now Convixion) were dissolved.
One could say Convixion in its current form started off almost accidentaly, as a result of a "joke", and without a plan, when Nick was writing some new material that proved to be too fast for Strikelight. These beerstorming sessions (which didn't last longer than 5-10 minutes) culminated in the meisterwerk "Drink Metal", a tribute and an ode to the main beverage of any self-respecting rocker - BEER.
(The author of this "essay" has opened a green can to hopefully get inspiration and write 500 words that make sense. Later he discovered that it was expired and took several doses of Red Bull enema to recover and continue ...)
One of the people that fell in love with the track was Gregory (Greg for friends) Varsamis of Eat Metal Records ... and the rest is beerstory.
Nick together with Stelios Makris (guitar), Mano Kehagias (drums) and Michael Bacula (bass) revived Conviction with a small change in name (they put an X as a mark of honour, because the band was on ice for quite some time). This change was for the better, we might add. Michael is also the bassist of legendary band Vice Human, but Nick Papakostas of Vice Human and Nick Papakostas of Convixion is a simple case of synonymy!
2006 - Metal Drinkin' Conspiracy (Click to Enlarge) |
Saying that their sound is Speed.Thrash.Heavy, Foster's or Caffrey's, is beside the point. The disc contains pure-bred classic, traditional metal, which from its first notes carries you to the depths of that never-ending decade, the 80s.
The mere presence of young people that were infants or barely born when a style met its peak, yet they still decide that it resonates with them, whether they listen or play it, is an argument strong enough for its timeless quality. Have you ever heard anyone say that the sound of The Rolling Stones is "dated"? Well, the classic sound of 80s thrash hasn't dated one bit as well. Retro can be considered as either a backward step, or a fresh look into something tried and tested. The choice is yours.
With that said, thinking that Convixion is only about humor is a misunderstanding - the quality of the music with its strong solos as well as some thoughtful lyrics that accompany it show that the band, staying true to its name, really means it.
The self-titled full-length debut, released in 2010, also featured a delightfully old-school cover art, with four caricatures depicting the four archetypal species of jerks that serve in the manipulation of the masses (priests, intellectuals, cops, judges) - we still try to make out what the Grandma stands for..
Beyond the artwork, the contents of the disc show a clear maturation of both their sound and their lyrics, while their almost TYPE'O'NEGATIVIV-esque humor is still present. HEAVY METAL RE MOUNIA! (Which can be roughly translated as "HEAVY METAL, YOU CUNTS!")
Earlier this year they released a preview for their next album, a single for Black Magic Night (with "B'SIDE" The Night's Mare) - which showed a darker side of theirs, but still cult and old school. As for the almost Black / Death cover artwork, no need to say more. The video course is another matter altogether, and very, very metal.
One of the pioneers in this type of music video was Iron Maiden (see Number Of The Beast, Run To The Hills), whose music videos contained scenes from old films from the silent era. Convixion used scenes from Haxan, a 20s dramatized "pseudodocumentary", not unlike some productions by National Geographic or BBC. It's a Swedish/Danish co-production which showcases how ahead from their time was the thinking in that part of the world compared to the conservative mentality in the Mediterannean or Atlantic regions. The film's dramatized scenes were considered very disturbing by the standards of the era, and depicted scenes related to beliefs, prejudices, superstitions and other "nice" stuff from the Middle Ages.
On top of it, Nick Papakostas is one of the prime responsibles for the well-made and informative documentary/ retrospective about the Hellenic scene, "Metal From Hellas", which features, among others things, interviews with important Greek metal musicians or people active in the scene. Despite the expected limitations concerning budget and equipment (it was made as a university assignment), their work, when it comes to its conception and the thought that went behind it, has nothing inferior compared to similar productions made by VH1 or BBC.
In closing, we shouldn't forget to mention their live appearance in Eat Metal's party in club Kyttaro, on Sunday the 9th of last October. We had a hell of a time with the band which gave it all in their performance, and we can't wait for their next ventures and albums.
METAL TO THE BONE
Releases
METAL TO THE BONE
Releases
- 2006 - Drinkin' Metal Conspiracy
- 2010 - Convixion
- 2011 - Black Magic Night (Single)
Από όσες ταινίες έχουν άμεση σχέση με το rock, το Airheads είναι από τις πιο όμορφες αλλά ταυτόχρονα και πιο αδικημένες. Αδικημένη γιατί ούτε πολλά λεφτά έβγαλε (1.8 εκατομμύρια δολάρια - δηλαδή σπόρια για Hollywood), ενώ και οι κριτικοί, επιβεβαιώνοντας την άποψη που θεωρεί τη λέξη "κριτικός" ως βρισιά, τη βίασαν. Θα μου πεις δεν ακούμε κριτικούς αλλά τα μάτια και τα αυτιά μας, αλλά οι κριτικοί πάντα επηρέαζαν, και πάντα θα επηρεάζουν, την εμπορικότητα ενός προϊόντος της showbiz.
Το Airheads αγαπάει το rock. Κωμωδία με στοιχεία σάτιρας και κάνει πλάκα με το θέμα της, αλλά το κάνει με αγάπη. Η παρωδία της rock και heavy metal κουλτούρας εδώ έχει περισσότερο σχέση με το χιούμορ που θα κάνει κάποιος που είναι "εντός" και αγαπάει το θέμα του, παρά με την σκωπτική ειρωνία και το δηλητήριο που θα χρησιμοποιήσει ο "ξένος". Η άποψη του "ξένου" είναι άλλωστε γνωστό που βρίσκεται γραμμένη.
Χρησιμοποιώντας ως όχημα την βασική ιδέα της "Σκυλίσιας Μέρας" με τον Αλ Πατσίνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία των The Lone Rangers, μιας underground Heavy Metal μπάντας στο Λος Άντζελες η οποία, πάνω στην αγανάκτηση με τις δισκογραφικές, οι οποίες αρνούνται έστω και να ασχοληθούν με το demo τους, καταλαμβάνει έναν Hard Rock ραδιοφωνικό σταθμό και κρατάει τους εργαζόμενους εκεί ως ομήρους - με μια λεπτομέρεια όμως, τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι νεροπίστολα "οπλισμένα" με σάλτσα, τα οποία μοιάζουν με αληθινά UZI.
Εκεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός τους συμπαθεί και τους αφήνει να ακουστούν στον αέρα. Όμως, η μαγνητοταινία που έφεραν μαζί τους δεν είναι συμβατή με τα CD Player και τα κασετόφωνα που έχει το booth, και όταν τελικά βρίσκουν ένα παλιό μηχάνημα που μπορεί να την δεχτεί, η κασέτα τους καίγεται μετά από μερικά δευτερόλεπτα playback. Εν τω μεταξύ, ένας από τους εργαζόμενους στο σταθμό έχει καλέσει την αστυνομία και έξω από το κτίριο του σταθμού συγκεντρώνονται όχι μόνο δυνάμεις των μπάτσων, αλλά και τηλεοπτικά κανάλια καθώς και πλήθος από ροκάδων που τους βλέπει ως "ήρωες". Και διάφορα ευτράπελα ακολουθούν.
Το Airheads σε σημεία θυμίζει ένα πιο "δραματοποιημένο" Spinal Tap (ο διευθυντής του σταθμού άλλωστε δεν είναι άλλος από τον Michael McKean), αλλού είναι σχεδόν επεισόδιο των Simpsons με ζωντανούς ηθοποιούς, ενώ κάποιες σχεδόν σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε συνδυασμό με την παρουσία συγκεκριμένων ονομάτων στα credits, σε κάνει να ευχηθείς να την είχαν σκηνοθετήσει οι αδερφοί Joel και Ethan Coen. Εννοείται πως δεν είναι τόσο "τολμηρή" όσο θα ήταν αν την είχε αναλάβει το τρομερό δίδυμο και δεν έχει σε καμμία περίπτωση τη μαεστρία τους, αλλά αρκετό από το χιούμορ των Airheads δεν θα έμοιαζε ξένο στον Μεγάλο Λεμπόφσκι.
Μεγάλο ατού είναι και η "σύνθεση" των The Lone Rangers - στην "κιθάρα" έκανε τα πρώτα του βήματα ο άγνωστος τότε Brendan Fraser, με χαίτη και σκισμένα τζην που τον κάνουν να μοιάζει σαν να βγήκε από τους Skid Row (ένας από τους χαρακτήρες τον αποκαλεί "Κόναν"). Το ρόλο του "μπασίστα", επίσης με χαίτη, μουσάκι, στενό σε βαθμό κολάν μαύρο denim και ύφος σκληρού μεταλλά που δε σηκώνει αστεία ο απίστευτος Steve Buscemi (του οποίου το ταλέντο αναγνωρίστηκε αργότερα χάρι στις ταινίες των Coen). Ανάμεσα τους δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις και τον, με ακατοίκητο βλέμμα αλλά σφιχτοδεμένα μπράτσα, "drummer" Adam Sadler, προτού αρχίσει να παίζει τον ίδιο ρόλο σε μια σειρά από ψιλομαλακίες.
Το δέσιμο της τριάδας των νεαρών τότε ηθοποιών είναι απίστευτο και πείθουν το θεατή πως είναι τρεις φίλοι που ψάχνουν την άκρη τους για χρόνια με το συγκρότημα - σε αυτό έχουν βέβαια υποστήριξη από βετεράνους όπως ο Joe Mantegna στο ρόλο του "παλιοροκά" παραγωγού με όνομα "The Shark", και τον Michael McKean (κιθαρίστας των Spinal Tap) στο ρόλο του συμφεροντολόγου διευθυντή του σταθμού, που θέλει να το γυρίσει στο soft rock και να απολύσει τον Mantegna. Οι ερμηνείες είναι αυτές που κρατούν την ταινία, και αυτό που κάνει κάποιες στιγμές τόσο αστείες είναι όχι μόνο το ότι οι χαρακτήρες λένε θανατηφόρες ατάκες, αλλά και η σιγουριά και η ειλικρίνεια με την οποία τις ξεστομίζουν - πιστοί στη σχολή του deadpan χιούμορ των Spinal Tap.
Εκεί που σύμφωνα με κάποιους "έχασαν" οι Airheads είναι πως η σάτιρα σχετικά με την μουσική βιομηχανία δεν τα "χώνει" αρκετά, και πως η εξέλιξη της ιστορίας είναι ίσως σχετικά προβλέψιμη για το feel good ύφος της ταινίας. Αυτό δεν είναι ψέμα, αλλά η σημασία είναι στις λεπτομέρειες. Όχι μόνο χρειάζεται να γίνουν "παράνομοι" οι κεντρικοί χαρακτήρες για να καταφέρουν να κερδίσουν φήμη, αλλά η φήμη (μόνο) είναι αυτό που τους δίνει το συμβόλαιο με την εταιρία, καθώς ο executive τους λέει με κυνισμό πως ούτε καν άκουσε το τραγούδι του demo τους. Όταν αργότερα έρχεται η στιγμή για το live και βλέπουν πως οι ενισχυτές δεν είναι συνδεδεμένοι στα όργανα, τους λέει πως αρκεί ένα lip sync για να γίνει γύρισμα στο βίντεο.
Μιλώντας για rock ταινία, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τις πλήθος από αναφορές στο rock και στο soundtrack - από τα πρώτα δευτερόλεπτα στους τίτλους της αρχής, όταν ακούσεις την πιο οικεία φωνή που υπάρχει σε ολόκληρο το rock να λέει "Born to Raise Hell", ξέρεις που βρίσκεσαι. Όταν μια ταινία έχει τον Steve Buscemi σε μια σκηνή-κλειδί να λέει την ατάκα "Ο Lemmy είναι ο θεός" στον Harold Ramis ("εκείνος με τα γυαλιά" των Ghostbusters), δεν χρειάζονται παραπάνω σχόλια. Μεγαλύτερη έκπληξη είναι βέβαια το cameo στο 1:06:46 της ταινίας.
Το Airheads αγαπάει το rock. Κωμωδία με στοιχεία σάτιρας και κάνει πλάκα με το θέμα της, αλλά το κάνει με αγάπη. Η παρωδία της rock και heavy metal κουλτούρας εδώ έχει περισσότερο σχέση με το χιούμορ που θα κάνει κάποιος που είναι "εντός" και αγαπάει το θέμα του, παρά με την σκωπτική ειρωνία και το δηλητήριο που θα χρησιμοποιήσει ο "ξένος". Η άποψη του "ξένου" είναι άλλωστε γνωστό που βρίσκεται γραμμένη.
Χρησιμοποιώντας ως όχημα την βασική ιδέα της "Σκυλίσιας Μέρας" με τον Αλ Πατσίνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία των The Lone Rangers, μιας underground Heavy Metal μπάντας στο Λος Άντζελες η οποία, πάνω στην αγανάκτηση με τις δισκογραφικές, οι οποίες αρνούνται έστω και να ασχοληθούν με το demo τους, καταλαμβάνει έναν Hard Rock ραδιοφωνικό σταθμό και κρατάει τους εργαζόμενους εκεί ως ομήρους - με μια λεπτομέρεια όμως, τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι νεροπίστολα "οπλισμένα" με σάλτσα, τα οποία μοιάζουν με αληθινά UZI.
Εκεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός τους συμπαθεί και τους αφήνει να ακουστούν στον αέρα. Όμως, η μαγνητοταινία που έφεραν μαζί τους δεν είναι συμβατή με τα CD Player και τα κασετόφωνα που έχει το booth, και όταν τελικά βρίσκουν ένα παλιό μηχάνημα που μπορεί να την δεχτεί, η κασέτα τους καίγεται μετά από μερικά δευτερόλεπτα playback. Εν τω μεταξύ, ένας από τους εργαζόμενους στο σταθμό έχει καλέσει την αστυνομία και έξω από το κτίριο του σταθμού συγκεντρώνονται όχι μόνο δυνάμεις των μπάτσων, αλλά και τηλεοπτικά κανάλια καθώς και πλήθος από ροκάδων που τους βλέπει ως "ήρωες". Και διάφορα ευτράπελα ακολουθούν.
Το Airheads σε σημεία θυμίζει ένα πιο "δραματοποιημένο" Spinal Tap (ο διευθυντής του σταθμού άλλωστε δεν είναι άλλος από τον Michael McKean), αλλού είναι σχεδόν επεισόδιο των Simpsons με ζωντανούς ηθοποιούς, ενώ κάποιες σχεδόν σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε συνδυασμό με την παρουσία συγκεκριμένων ονομάτων στα credits, σε κάνει να ευχηθείς να την είχαν σκηνοθετήσει οι αδερφοί Joel και Ethan Coen. Εννοείται πως δεν είναι τόσο "τολμηρή" όσο θα ήταν αν την είχε αναλάβει το τρομερό δίδυμο και δεν έχει σε καμμία περίπτωση τη μαεστρία τους, αλλά αρκετό από το χιούμορ των Airheads δεν θα έμοιαζε ξένο στον Μεγάλο Λεμπόφσκι.
Μεγάλο ατού είναι και η "σύνθεση" των The Lone Rangers - στην "κιθάρα" έκανε τα πρώτα του βήματα ο άγνωστος τότε Brendan Fraser, με χαίτη και σκισμένα τζην που τον κάνουν να μοιάζει σαν να βγήκε από τους Skid Row (ένας από τους χαρακτήρες τον αποκαλεί "Κόναν"). Το ρόλο του "μπασίστα", επίσης με χαίτη, μουσάκι, στενό σε βαθμό κολάν μαύρο denim και ύφος σκληρού μεταλλά που δε σηκώνει αστεία ο απίστευτος Steve Buscemi (του οποίου το ταλέντο αναγνωρίστηκε αργότερα χάρι στις ταινίες των Coen). Ανάμεσα τους δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις και τον, με ακατοίκητο βλέμμα αλλά σφιχτοδεμένα μπράτσα, "drummer" Adam Sadler, προτού αρχίσει να παίζει τον ίδιο ρόλο σε μια σειρά από ψιλομαλακίες.
Το δέσιμο της τριάδας των νεαρών τότε ηθοποιών είναι απίστευτο και πείθουν το θεατή πως είναι τρεις φίλοι που ψάχνουν την άκρη τους για χρόνια με το συγκρότημα - σε αυτό έχουν βέβαια υποστήριξη από βετεράνους όπως ο Joe Mantegna στο ρόλο του "παλιοροκά" παραγωγού με όνομα "The Shark", και τον Michael McKean (κιθαρίστας των Spinal Tap) στο ρόλο του συμφεροντολόγου διευθυντή του σταθμού, που θέλει να το γυρίσει στο soft rock και να απολύσει τον Mantegna. Οι ερμηνείες είναι αυτές που κρατούν την ταινία, και αυτό που κάνει κάποιες στιγμές τόσο αστείες είναι όχι μόνο το ότι οι χαρακτήρες λένε θανατηφόρες ατάκες, αλλά και η σιγουριά και η ειλικρίνεια με την οποία τις ξεστομίζουν - πιστοί στη σχολή του deadpan χιούμορ των Spinal Tap.
Εκεί που σύμφωνα με κάποιους "έχασαν" οι Airheads είναι πως η σάτιρα σχετικά με την μουσική βιομηχανία δεν τα "χώνει" αρκετά, και πως η εξέλιξη της ιστορίας είναι ίσως σχετικά προβλέψιμη για το feel good ύφος της ταινίας. Αυτό δεν είναι ψέμα, αλλά η σημασία είναι στις λεπτομέρειες. Όχι μόνο χρειάζεται να γίνουν "παράνομοι" οι κεντρικοί χαρακτήρες για να καταφέρουν να κερδίσουν φήμη, αλλά η φήμη (μόνο) είναι αυτό που τους δίνει το συμβόλαιο με την εταιρία, καθώς ο executive τους λέει με κυνισμό πως ούτε καν άκουσε το τραγούδι του demo τους. Όταν αργότερα έρχεται η στιγμή για το live και βλέπουν πως οι ενισχυτές δεν είναι συνδεδεμένοι στα όργανα, τους λέει πως αρκεί ένα lip sync για να γίνει γύρισμα στο βίντεο.
Μιλώντας για rock ταινία, δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τις πλήθος από αναφορές στο rock και στο soundtrack - από τα πρώτα δευτερόλεπτα στους τίτλους της αρχής, όταν ακούσεις την πιο οικεία φωνή που υπάρχει σε ολόκληρο το rock να λέει "Born to Raise Hell", ξέρεις που βρίσκεσαι. Όταν μια ταινία έχει τον Steve Buscemi σε μια σκηνή-κλειδί να λέει την ατάκα "Ο Lemmy είναι ο θεός" στον Harold Ramis ("εκείνος με τα γυαλιά" των Ghostbusters), δεν χρειάζονται παραπάνω σχόλια. Μεγαλύτερη έκπληξη είναι βέβαια το cameo στο 1:06:46 της ταινίας.
Το soundtrack album της ταινίας είναι λίγο εκλεκτικό και ίσως άνισο σαν άκουσμα με κάποια δόση από καθαρά 90s ήχους, αλλά αξίζει μια θέση σε κάθε συλλογή.
1. Motorhead w/ IceT and Whitfield Crane - Born To Raise Hell (4:58)
2. 4 Non Blondes - I'm The One (3:58)
3. White Zombie - Feed The Gods (4:05)
4. Dgeneration - No Way Out (4:26)
5. Primus - Bastardizing Jellikit (4:11)
6. Anthrax - London (2:54)
7. Candlebox - Can't Give In (3:15)
8. Dig - Curious George Blues (4:03)
9. Prong - Inheritance (2:11)
10. The Lone Rangers - Degenerated (3:53)
11. Stuttering John - I'll Talk My Way Out Of It (3:40)
12. Stick - Fuel (4:57)
13. Ramones - We Want The Airwaves (3:21)
Total: 49:52
Παρά το ότι η ταινία δεν είχε επιτυχία, έχει αποκτήσει ένα cult κοινό, τόσο λόγω των πρωταγωνιστών της, όσο και της ατόφιας αγάπης για το rock που διακρίνεται στο χιούμορ της, κάτι που θα βλέπαμε αργότερα σε μια από τις πιο σουρεαλιστικές και υπέροχες ταινίες που έχουν γίνει ποτέ για το Heavy Metal, το Tenacious D and the Pick of Destiny, του Jack Black. Όσοι δεν την έχετε δει, νοικιάστε, κατεβάστε, κάντε ότι νομίζετε και δείτε την, κατά προτίμηση παραγγέλνοντας και πίτσες. Αξίζει το κόπο.
Labels:
Download,
Film,
Motorhead,
Rock/Metal Soundtracks
Υπάρχουν αρκετές ταινίες που μπορούν να χαρακτηριστούν "Heavy Metal", ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν έχει κάποια άμεση σύνδεση με τη μουσική αυτή. Υπάρχει βέβαια και η κλασική ταινία Heavy Metal του 1981, εμπνευσμένη από το ομώνυμο περιοδικό με κόμιξ, η οποία ήταν στην ουσία μια σειρά από αυτοτελείς ιστορίες με sword & sorcery ή sword & space θεματολογία, και είχε ως "οργανικό" μέρος του soundtrack κομμάτια από μπάντες όπως οι Sabbath (είχε βέβαια και ορχηστρικό score, από τον Elmer Bernstein). Το Heavy Metal, όπως άλλωστε και το περιοδικό, θύμιζε σε σημεία εξώφυλλα metal που είχαν ζωντανέψει, αλλά δεν αναφερόμαστε μόνο σε τέτοιες ταινίες.
Το θέμα με αρκετές ταινίες είναι ότι η αισθητική τους είναι αυτό που τις κάνει συμβατές με το metal. Για παράδειγμα, μπορεί η ταινία Conan the Barbarian να μην έχει ούτε μια νότα από metal στο soundtrack (έχει "απλά" ένα από τα πιο κορυφαία συμφωνικά έργα των τελευταίων 30 χρόνων) και ποτέ κανένας από τους βασικούς υπεύθυνους για τη δημιουργία της να μην είχε σύνδεση με το χώρο, αλλά ο Conan του Robert E. Howard σε συνδυασμό με την αισθητική του Conan του John Millius είναι μια από τις βασικές επιρροές του λεγόμενου true metal, του power metal, και όχι μόνο. Ρωτήστε κάθε μπάντα που χρησιμοποίησε σπαθιά στο λογότυπο, εικόνες του Ken Kelly στα εξώφυλλα, και υπερ-χρήση της λέξης "steel" σε τίτλους και στίχους (βασικό θέμα της ταινίας ήταν το "Αίνιγμα του Ατσαλιού" - Riddle of Steel). Ακόμη και γι αυτούς που ασχολήθηκαν στα 80s με τον Elric και με ξωτικά αντί για τον Κιμμέριο, η επιτυχία της ταινίας αυτής ήταν ο καταλύτης. Πόσοι συνδύασαν το Doom Metal με τον Thulsa Doom; Αυτό βέβαια είναι μεγάλο θέμα, για το δικό του άρθρο.
Στις ταινίες αυτές με βαθιά επίδραση στο metal σίγουρα ανήκει και το έργο του Clive Barker και ειδικά η ταινία Hellraiser, καθώς η κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του The Hellbound Heart ήταν εκείνη που έκανε γνωστό το έργο του στους περισσότερους. Η σειρά των ταινιών αυτών με κεντρικό "κακό" τoν Pinhead είναι βέβαια σχεδόν "παρεξήγηση", και προϊόν κυρίως της εμπορικής επιτυχίας. Στο αυτοτελές βιβλίο του Barker ο "κακός" της υπόθεσης δεν είναι ακριβώς οι λεγόμενοι "Cenobite", και ειδικά ο αρχηγός τους που αργότερα ονομάστηκε Pinhead, αλλά η τερατώδης ανθρώπινη επιθυμία που τους καλεί μέσω του κύβου-puzzle, χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες.
Στο βιβλίο του Barker και την πρώτη ταινία Hellraiser οι χειρότερες πράξεις συμβαίνουν από ανθρώπους και ο Pinhead είναι στην ουσία ο Από Μηχανής Διάβολος, που πιστός στην αμφιλεγόμενη στάση που του έδωσε ο Barker από την αρχή, και παρά τις "We'll tear your soul apart" απειλές του, αρχικά δεν πειράζει την νεαρή πρωταγωνίστρια Kirsty (Ashley Lawrence). Λίγο μετά, όταν ετοιμάζεται να ξεσκίσει με τους γάντζους τον αληθινό "κακό" της ταινίας, τη διώχνει λέγοντας την αθάνατη ατάκα "This isn't for your eyes". Αυτό το θέμα μεταφέρεται αυτούσιο στην ταινία, η οποία είχε βέβαια αρκετές διαφορές απο το βιβλίο σε ότι αφορά τη μορφή, αλλά παρέμεινε πιστή στην κεντρική ιδέα. Η φωνή του Pinhead στο βιβλίο για παράδειγμα περιγράφεται ως "λεπτή", και ο χαρακτήρας είναι πιθανώς θηλυκού γένους (όπως και η γυναίκα cenobite των ταινιών) - η συμμετοχή του Doug Bradley στο ρόλο προέκυψε από τη φιλία του με τον Barker, και ήταν δική του ιδέα η απόκοσμη φωνή που στοίχειωσε όσους από εμάς την είδαμε για πρώτη φορά σε μικρές ηλικίες. Η βαθιά χροιά της ήταν βέβαια επεξεργασμένη, αλλά η εκφορά του λόγου του ίδιου του Bradley στο ρόλο είναι αμίμητη.
Ένα από τα highlight του Midian των Cradle of Filth ήταν η συμμετοχή του Bradley (με τη φωνή του Pinhead) ως αφηγητή, ειδικά στο Her Ghost in the Fog όπου οι λέξεις του συνοδεύονται και από το απόκοσμο πιάνο της εισαγωγής, το οποίο ακούγεται σχεδόν ως διασκευή και σαφής αναφορά στο κομμάτι "Resurrection" από τη μουσική του Christopher Young για τη ταινία. Ως γνωστόν "Midian" λεγόταν η πόλη των "νεκρών" στο βιβλίο του Barker, Cabal (το οποίο έγινε ταινία ως Nightbreed). Στο μουσικό βίντεο η φωνή υποτίθεται πως "ανήκει" σε έναν μουσάτο (τον οποίο υποδύεται ο David McEwen, καθώς ο Bradley δυστυχώς δεν μπορούσε να συμμετέχει στα γυρίσματα), αλλά δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία για τη μορφή που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τη φωνή του στο δίσκο. Ο Bradley συνεργάστηκε βέβαια ξανά μαζί τους και σε επόμενα άλμπουμ. Μια και τους αναφέραμε, είναι πιο αξιόλογη μπάντα οι Filth από όσο λένε αρκετοί, αλλά ίσως ο "horror metal" ήχος τους θα δούλευε καλύτερα αν είχαν διαφορετικά φωνητικά και όχι τα τσιρίγματα του Dani.
Πέρα από αυτή την περίπτωση όμως, υπήρξαν πολλές μπάντες, επίσης από το χώρο του ακραίου metal, που χρησιμοποίησαν ηχητικά samples από τη ταινία, αλλά πιο σοβαρή περίπτωση είναι εκείνη των Σουηδών Entombed που διασκεύασαν το μουσικό θέμα του Hellbound στο EP τους Hollowman. Οι Dimmu Borgir έχουν επίσης σαφείς επιρροές από Christopher Young (εκτός από Danny Elfman, Howard Shore, Hans Zimmer κτλ) στα συμφωνικά μέρη του έργου τους, ενώ και ο ίδιος ο Shagrath έχει φωτογραφηθεί με αμφιέσεις που θυμίζουν τη στολή του Pinhead πίσω στις αρχές των 00s, δηλώνοντας σε συνεντεύξεις την αγάπη του για τη ταινία.
Το θέμα των "ανθρώπινων τεράτων" συνεχίστηκε βέβαια και στην δεύτερη ταινία, με τίτλο Hellbound: Hellraiser II. Όσοι την έχουν δει θα θυμούνται πως ο καταλύτης για την επιστροφή του Pinhead ήταν ο ψυχίατρος (Kenneth Cranham) με την ένοχη συνείδηση που ήθελε να μάθει τι συμβαίνει στο "επέκεινα", και πως όταν ένα κοριτσάκι, τρόφιμος του ψυχιατρείου στο οποίο ήταν υπεύθυνος, έλυσε για λογαριασμό του το παζλ, ο Pinhead απέτρεψε τους υπόλοιπους Cenobites από το να την ξεσκίσουν λέγοντας "It is not hands that call us, it is desire". Η επιθυμία του γιατρού είναι εκείνη που οδηγεί στη μεταμόρφωσή του σε Cenobite, ενώ από την άλλη η υπενθύμιση της ανθρώπινης φύσης είναι εκείνη που κάνει τον Pinhead να στραφεί εναντίον του, και να "σκοτωθεί" ο ίδιος.
Το Hellbound είναι στην ουσία ένα "Part II" της πρώτης ταινίας που προσέφερε ικανοποιητικές απαντήσεις σε κάποιους γρίφους της πρώτης, όπως την καταγωγή των Cenobites και την εναλλακτική διάσταση που κατοικούν. Καταπληκτικό set design, σκηνικά όπως ήξεραν να τα φτιάχνουν μόνο στα 80s, τα οποία στέκονται ακόμη και τώρα με την ονειρική τους ατμόσφαιρα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στην υποβλητική μουσική του Christopher Young για τις δύο αυτές ταινίες - αν οι μιλιμαλιστικές μελωδίες του Carpenter έδεσαν απόλυτα με τον "συνοικιακό" τρόμο του Halloween, οι μεγαλειώδεις συμφωνίες του Young (ο ίδιος περιέγραψε τη δουλειά του ως "celebration of horror") δημιούργούν την αναγκαία γοτθική ατμόσφαιρα δέους για το σύμπαν των ταινιών αυτών.
Εκεί που οι ταινίες άλλαξαν εντελώς νότα ήταν με την τρίτη ταινία. Το Hellraiser III: Hell on Earth φαίνεται σαν ξένο σώμα δίπλα στις δύο πρώτες, αλλά παράλληλα μοιάζει με "Tribute" ή με "fan fiction", έχοντας ισόποσες δόσεις αγάπης και παρωδίας για το θέμα, όπως ακριβώς κάνει ένας fan που τιμάει, αλλά ταυτόχρονα διακωμωδεί, τα πράγματα που του αρέσουν. Αλλά, η επιστροφή του Pinhead ως ενα βαθμό "στέκει". Ο Pinhead δεν πέθανε, αλλά παγιδεύτηκε στο γλυπτό που είδαμε στο τέλος της δεύτερης ταινίας. Το άγαλμα βρέθηκε στα χέρια ενός τυπά που λέγεται J.P. Monroe, που ταυτόχρονα είναι και ιδιοκτήτης ενός rock club, στο οποίο παίζουν οι Armored Saint το Hanging Judge. Τι χρειάζεται για να ζωντανέψει το άγαλμα; Να γίνει ένα πήδημα παρουσία του και μια γκόμενα να σταθεί, εν αγνοία της, μπροστά του, για να μπορέσει εκείνο να καλέσει τους γάντζους του και να "ζωντανέψει" πίνοντας αίμα (όπως και ο Christopher Lee στις ταινίες της Hammer). "Shall We Begin", και αρχίσει το πανηγύρι.
Ο Pinhead δεν είναι πλέον ένας "εξερευνητής" από άλλη διάσταση με απροσδιόριστες προθέσεις, ο οποίος αναλαμβάνει δράση ανάλογα με την επιθυμία αυτών που χρησιμοποιούν το παζλ. Είναι ο Freddy Kruger με καρφιά στο κεφάλι ο οποίος επιτίθεται με ιπτάμενους γάντζους αντί για γάντι με ξυράφια. Έχει αποκτήσει επίσης τη δύναμη να μετατρέπει σε Cenobite κάθε έναν που σκοτώνει, δίνοντάς του μορφή ανάλογη με τον τρόπο θανάτου του. Τι παθαίνει ο μπάρμαν του rock club; Γίνεται Cenobite που φτύνει φωτιά από το αλκοόλ. Ο DJ του ίδιου μαγαζιού; Φυσικά γίνεται Dischead. Ο J.P. Monroe πεθαίνει με ένα κομπρεσέρ στο κεφάλι και γίνεται Drillhead. Ένας μαλλιάς cameraman; Γίνεται Camerahead. Ποιος θα ακούσει τους Armored Saint; Οι metalhead. Ε, και ποιοι ακούγονται στους τίτλους τέλους της ταινίας να παίζουν το Hellraiser του Ozzy Osbourne; Οι Motorhead.
Το Hellraiser III είναι "metal" ταινία, ή μάλλον είναι το πάντρεμα των δύο πρώτων ταινιών με τον φυσικό συγγενή τους, την metal. Η αίσθηση δέους και τρόμου έχουν υποχωρήσει αρκετά για να δώσουν τη θέση τους στη δράση και το χιούμορ σε συνδυασμό με την αισθητική των μαύρων δερμάτινων και της rock μουσικής. Σε αυτό συνηγορεί και το αρκετά πιο αδύναμο score - αν στα δύο πρώτα η μουσική του Christopher Young έμοιαζε να είναι η διαβολική ορχήστρα που συνόδευε τον Pinhead όταν έκανε την είσοδό του, η μουσική του Randy Miller για το III είναι μια πιο συμβατική υπόκρουση για σκηνές "δράσης" και δεν σου μένει στο μυαλό. Αυτό που σου μένει στο μυαλό κυρίως είναι τα διάφορα rock κομμάτια που ακούγονται στις σκηνές του club, και η φωνή του Lemmy στους τίτλους τέλους.
Η ταινία, παρά τις σημαντικές διαφορές της από το σύμπαν του Barker, έφερε το όνομά του στον τίτλο (λεφτά!) και ήταν μεγάλη επιτυχία της εποχής της στους horror κύκλους, με μεγάλη καριέρα και στο βίντεο. Είναι ίσως η απόλυτη feel good ταινία τρόμου, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται σαν έκφραση, και ιδανική επιλογή για πίτσες, μπύρες και οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι περίεργο το ότι το Hellraiser III ήταν η μόνη ταινία της σειράς για την οποία κυκλοφόρησε κι ένα "Various Artist Soundtrack", ένα από τα λεγόμενα "songtrack", το οποίο σε μεγάλο βαθμό περιέχει την ατμόσφαιρα του rock στα τέλη των 80s, με κομμάτια από τους Motorhead (το προαναφερθέν Hellraiser, μαζί με το Hell on Earth), τους House of Lords (με το πολύ καλό Down, Down, Down), τους Triumph (με το δυναμίτη Troublemaker) και τους Ten Inch Men (με το Go With Me). Δυστυχώς το Hanging Judge των Armored Saint δεν υπάρχει στην αυθεντική έκδοση του CD (που είναι out of print εδώ και πολλά-πολλά χρόνια), αλλά σας το προσφέρουμε μαζί με το download.
1. Motorhead “Hellraiser” (4:32)
2. Ten Inch Men “Go With Me” (3:25)
3. Material Issue “What Girls Want” (3:56)
4. Electric Love Hogs “I Feel Like Steve” (5:05)
5. Triumph “Troublemaker” (4:09)
6. KMFDM “Ooh La La” (4:03)
7. Tin Machine “Baby Universal” (3:19)
8. The Soup Dragons “Divine Thing” (3:52)
9. House of Lords “Down, Down, Down” (4:51)
10. Motorhead “Hell on Earth” (4:00)
11. Chainsaw Kittens “Waltzing With A Jaguar” (2:38)
12. Armored Saint “Hanging Judge” (3:45)
Total - 47:35
Πολλές ταινίες χάλασαν στο τρίτο μέρος, είναι σαν να υπάρχει κατάρα. Το Conan βέβαια δεν πρόλαβε να βγάλει δεύτερο μέρος, έγινε δυστυχώς παρωδία με το ανεκδιήγητο Conan the Destroyer... Η τρίτη τανία της προηγούμενης σειράς του Σκοτεινού Ιππότη στα 90s λέγεται Batman Forever ή Batman For Never; Το Robocop 2 δεν πλησιάζει το πρώτο αλλά είχε όλη τη βία και το μηδενισμό της πρώτης ταινίας του Verhoeven και βλεπόταν - το Robocop 3 είναι σκέτος τενεκές. Το Terminator 3, κυκλοφόρησε πάνω από μια δεκαετία μετά από το Judgment Day, και για μερικούς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Πολλοί έχουν βρίσει το X-Men 3. Οι ίδιοι οι fan που ήθελαν τον Venom "χάλασαν" το Spider-Man 3. Ακόμη, το τρίτο (ή μάλλον, το έκτο) των Star Wars, Return of the Jedi, θεωρείται σε σημεία πιο αδύναμο.
Υπάρχουν βέβαια και τρίτα μέρη που είναι πολύ καλύτερα από το δεύτερο, όπως τα Indiana Jones and the Last Crusade και Revenge of the Sith. Το Hellraiser III, αν και δεν πλησιάζει τα δύο πρώτα, είναι ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα όπου το "threequel" ενός franchise είναι από τη μία ελαφρώς άσχετο με τα προηγούμενα, αλλά από την άλλη παραμένει καλό γι αυτό που θέλει να είναι. Θα αποτελούσε ιδανικό κλείσιμο του κύκλου των Hellraiser.
Όμως, money talks, και η σειρά συνεχίστηκε. Δυστυχώς διάφορα προβλήματα οδήγησαν στην αποκύρηξη της τέταρτης ταινίας (στα credit γράφει "Directed by Alan Smithee) από τον ίδιο το σκηνοθέτη του και έτσι το Hellraiser: Bloodline (εδώ παράτησαν τους αριθμούς) του 1996 ήταν η τελευταία κινηματογραφική παρουσία του Pinhead. Η σειρά αναβίωσε μετά από 6 ολόκληρα χρόνια με μέτριες, προορισμένες για το βίντεο ταινίες που δεν έχουν τίποτα παραπάνω από τις διάφορες ανάλογες ταινίες του τσουβαλιού που βλέπεις στα ράφια ενός DVD club μαζί με το Final Destination Part 14 και το I Still Fucking Know What You Did Four Summers Before the Last Summer... Ενδιαφέρον σημείο του Hellraiser: Inferno (2002) ήταν η παρουσία του Craig Sheffer, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην (αποτυχημένη αλλά cult) ταινία του Clive Barker, Nightbreed (1990). Στην έκτη ταινία (για όσους κρατάνε λογαριασμό), το Hellraiser: Hellseeker (2002), ενδιαφέρον στοιχείο ήταν η επιστροφή της Ashley Lawrence ως Kirsty, πρωταγωνίστριας των δύο πρώτων ταινιών. Σε καμμία περίπτωση άξιες λόγου, αλλά κάπως ενδιαφέρουσες για τους πρωταγωνιστές τους. Εκεί που χάθηκε η μπάλα ήταν με τα 7 και 8 (δεν θυμάμαι καν τους τίτλους) που αντέγραφαν τις μέτριες αμερικανιές που περνιούνται για ταινιάκια τρόμου, με μόνο σωτήριο την παρουσία του Doug Bradley. Στο 9 βρεθήκαμε σε off side, καθώς δεν συμμετείχε ούτε καν ο Bradley, και στη θέση του υπήρχε ο Pseudo-Pinhead...
Οι τρεις πρώτες ταινίες όμως, μαζί με τα soundtrack τους, αξίζουν μια θέση σε κάθε ράφι ταινιών τρόμου.
Labels:
Download,
Film,
Hellraiser,
Horror,
Motorhead,
Rock/Metal Soundtracks
Οι Cirith Ungol είναι άλλη μια περίπτωση κορυφαίας μπάντας από τις αρχές των 80s με σχετικά άνιση πορεία και η οποία δεν έτυχε της ευρύτερης αναγνώρισης που της άξιζε. Ήταν και το όνομά τους με λέξεις γνωστές μόνο στους αναγνώστες του Tolkien για το οποίο οι ίδιοι έχουν παραδεχτεί πως "πολλές φορές οι fan δεν μπορούσαν να το προφέρουν", ήταν και ο δύσκολος και για την εποχή, μη εύκολα ταξινομίσημος ήχος τους. Διαλύθηκαν μετά από 20 περίπου χρόνια ύπαρξης αλλά μόλις 10 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας ως επαγγελματική μπάντα.
Το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1980, αλλά η μπάντα δημιουργήθηκε το 1972 στην Καλιφόρνια από τους Robert Garven (τύμπανα, στίχοι), Jerry Fogle (κιθάρες) και Greg Lindstrom (κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, στίχοι) και ξεκίνησε παίζοντας διασκευές σε μπάντες όπως Cream, Mountain, Budgie και Thin Lizzy. Υπήρξαν από τους πρωτοπόρους που χρησιμοποίησαν αμιγώς fantasy και sword & sorcery θεματολογία και εικονογραφία, και το όνομα τους προέκυψε από την αγάπη που έτρεφαν οι Garven και Lindstrom για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Σημαίνει (περίπου) το "πέρασμα της αράχνης" στην γλώσσα των ξωτικών, και είναι το όνομα της τοποθεσίας όπου ο Frodo και ο Samwise αντιμετωπίζουν την τεράστια αράχνη στους Δύο Πύργους. Έχουν γράψει κι ένα κομμάτι σχετικά με την αράχνη αυτή (Shelob's Lair) ενώ οι αράχνες έχουν επηρεάσει και την εικονογραφία τους
Μια από τις μεγαλύτερες μουσικές επιρροές τους ήταν οι Iggy and the Stooges, ενώ και ο πρώτος τους τραγουδιστής Neil Beattie (με σκηνικό όνομα Terry Dactyl) αντέγραφε την αγαπημένη συνήθεια του Iggy να περιφέρεται στη σκηνή με ελάχιστα ρούχα και χωρίς μπλουζάκι. Η συνεργασία μαζί του όμως δεν κράτησε πολύ, και μετά από κάποιο διάστημα χωρίς τραγουδιστή, κατέληξαν στον φίλο τους και roadie Tim Baker, η χροιά της φωνής του οποίου αποτέλεσε βασική ιδιαιτερότητα του ήχου τους.
Πρώιμες demo ηχογραφήσεις δείχνουν ότι οι Cirith Ungol ήταν από τις βαρύτερες (μαζί με τους Sabbath) μπάντες των 70s, αλλά η εποχή που βρέθηκαν να ψάχνουν για συμβόλαιο ίσως δεν ήταν και η καλύτερη για πρωτοεμφανιζόμενα ονόματα με τέτοιο ήχο και concept. Είχαν ηχογραφήσει απλά ένα demo με τετρακάναλο, το οποίο μοίραζαν στις συναυλίες.
Το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1980, αλλά η μπάντα δημιουργήθηκε το 1972 στην Καλιφόρνια από τους Robert Garven (τύμπανα, στίχοι), Jerry Fogle (κιθάρες) και Greg Lindstrom (κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, στίχοι) και ξεκίνησε παίζοντας διασκευές σε μπάντες όπως Cream, Mountain, Budgie και Thin Lizzy. Υπήρξαν από τους πρωτοπόρους που χρησιμοποίησαν αμιγώς fantasy και sword & sorcery θεματολογία και εικονογραφία, και το όνομα τους προέκυψε από την αγάπη που έτρεφαν οι Garven και Lindstrom για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Σημαίνει (περίπου) το "πέρασμα της αράχνης" στην γλώσσα των ξωτικών, και είναι το όνομα της τοποθεσίας όπου ο Frodo και ο Samwise αντιμετωπίζουν την τεράστια αράχνη στους Δύο Πύργους. Έχουν γράψει κι ένα κομμάτι σχετικά με την αράχνη αυτή (Shelob's Lair) ενώ οι αράχνες έχουν επηρεάσει και την εικονογραφία τους
Μια από τις μεγαλύτερες μουσικές επιρροές τους ήταν οι Iggy and the Stooges, ενώ και ο πρώτος τους τραγουδιστής Neil Beattie (με σκηνικό όνομα Terry Dactyl) αντέγραφε την αγαπημένη συνήθεια του Iggy να περιφέρεται στη σκηνή με ελάχιστα ρούχα και χωρίς μπλουζάκι. Η συνεργασία μαζί του όμως δεν κράτησε πολύ, και μετά από κάποιο διάστημα χωρίς τραγουδιστή, κατέληξαν στον φίλο τους και roadie Tim Baker, η χροιά της φωνής του οποίου αποτέλεσε βασική ιδιαιτερότητα του ήχου τους.
Πρώιμες demo ηχογραφήσεις δείχνουν ότι οι Cirith Ungol ήταν από τις βαρύτερες (μαζί με τους Sabbath) μπάντες των 70s, αλλά η εποχή που βρέθηκαν να ψάχνουν για συμβόλαιο ίσως δεν ήταν και η καλύτερη για πρωτοεμφανιζόμενα ονόματα με τέτοιο ήχο και concept. Είχαν ηχογραφήσει απλά ένα demo με τετρακάναλο, το οποίο μοίραζαν στις συναυλίες.
Για την πρώτη τους κυκλοφορία, το Of Frost and Fire, ο Garven έχει πει πως προσπάθησαν να "χώσουν" στο δίσκο τα πιο "βατά" και "εμπορικά" από όλα τα τραγούδια που είχαν γράψει, αλλά όταν ο δίσκος κυκλοφόρησε παίχτηκε ελάχιστα στο ραδιόφωνο και ένα συνήθες σχόλιο ήταν πως "παραείναι βαρύς". Ένα επιπλέον έγκλημα που διεπράχθη εις βάρος τους ήταν και μια αρνητική κριτική στην (τότε) βίβλο του metal, Kerrang, ο οποίος χαρακτήρισε το δίσκο ως "τον χειρότερο heavy metal δίσκο που έχει ποτέ ηχογραφηθεί". Το άλμπουμ κυκλοφόρησε αρχικά ως αυτοχρηματοδοτούμενο, και μετά με την Enigma.
Ο επόμενος δίσκος τους κυκλοφόρησε μόλις 4 χρόνια μετά, και ο ίδιος ο Robert Garven έχει αναφέρει πως ο βασικός λόγος για την μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των δίσκων ήταν το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό τους χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι και πλήρωναν από την τσέπη τους τα λεφτά για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή. Το King of the Dead είναι ένας αριστουργηματικός δίσκος επικού μέταλλου, και το εξώφυλλο, όπως και με τον προηγούμενο, έχει έναν ακόμη πανέμορφο πίνακα του Michael Whelan από το εξώφυλλο της νουβέλας του Michael Moorcock, Stormbringer.
Ο επόμενος δίσκος τους κυκλοφόρησε μόλις 4 χρόνια μετά, και ο ίδιος ο Robert Garven έχει αναφέρει πως ο βασικός λόγος για την μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των δίσκων ήταν το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό τους χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι και πλήρωναν από την τσέπη τους τα λεφτά για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή. Το King of the Dead είναι ένας αριστουργηματικός δίσκος επικού μέταλλου, και το εξώφυλλο, όπως και με τον προηγούμενο, έχει έναν ακόμη πανέμορφο πίνακα του Michael Whelan από το εξώφυλλο της νουβέλας του Michael Moorcock, Stormbringer.
Το One Foot In Hell κυκλοφόρησε επίσης με την Metal Blade, και σε αυτό πειραματίστηκαν με έναν πιο βατό και παραδοσιακό heavy metal ήχο, χωρίς να χάσουν όμως πολύ από την ιδιαιτερότητά τους.
Το 1991 κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο, Paradise Lost (κατά διαβολική σύμπτωση, την ίδια χρονιά οι ανερχόμενοι τότε Paradise Lost κυκλοφορούσαν το δίσκο "Gothic"), αλλά με το τέλος των ηχογραφήσεων δύο μέλη από τη μπάντα είχαν ήδη φύγει. Παρά το ότι δοκίμασαν με session μουσικούς, το όλο κλίμα ήταν αρνητικό, οι σχέσεις τους με την εταιρία τους όχι και τόσο καλές, και η μπάντα διαλύθηκε για να μπει με τη σειρά της στο πάνθεον των πρωτοπόρων των οποίων η αναγνώριση έγινε Posthumus.
Το 1991 κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο, Paradise Lost (κατά διαβολική σύμπτωση, την ίδια χρονιά οι ανερχόμενοι τότε Paradise Lost κυκλοφορούσαν το δίσκο "Gothic"), αλλά με το τέλος των ηχογραφήσεων δύο μέλη από τη μπάντα είχαν ήδη φύγει. Παρά το ότι δοκίμασαν με session μουσικούς, το όλο κλίμα ήταν αρνητικό, οι σχέσεις τους με την εταιρία τους όχι και τόσο καλές, και η μπάντα διαλύθηκε για να μπει με τη σειρά της στο πάνθεον των πρωτοπόρων των οποίων η αναγνώριση έγινε Posthumus.
Click to Enlarge |
Δισκογραφία
- 1980 - Of Frost and Fire
- 1984 - King of the Dead
- 1986 - One Foot In Hell
- 1991 - Paradise Lost
Έχει αναφερθεί απο αρκετούς πως μερικές φορές οι πιο διαχρονικές και δυνατές δημιουργίες είναι προϊόντα έντονου θυμού και θλίψης. Μη ξεχνάμε και το ρομαντικό "αρχέτυπο" του "καταραμένου ποιητή", το οποίο είναι βέβαια ελαφρώς γραφικό όταν αποτελεί απλώς πόζα, αλλά χωρίς βάση δεν θα υπήρχε. Οι πιο σημαντικοί και επιδραστικοί συγγραφείς του φανταστικού ήταν "καταραμένοι", και αν και η ζωή τους δεν ήταν το "μαύρο ποίημα" που περιγράφουν υπερβάλλοντας ορισμένοι βιογράφοι, ήταν σε γενικές γραμμές σημαδεμένη από ανεπάρκειες, τραγωδίες και ένα πρόωρο τέλος. Οι Edgar Allan Poe, Howard Philips Lovecraft και Robert Ervin Howard είναι συνυπεύθυνοι για πάνω από το μισό τμήμα του "φανταστικού" σε κάθε βιβλιοπωλείο ή ταινιοθήκη. Η ζωή τους; Χωρίς να λείπουν κάποιες χαρές, κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη, και η αναγνώρισή τους ήλθε όταν η ψυχή τους είχε ήδη αποδράσει.
Τώρα ακούγεται χαζό να αναφέρεις αυτούς τους γίγαντες σε ένα κείμενο για μια μπάντα όπως οι Iced Earth, αλλά για κάποιο λόγο αρχίσαμε κάπως "περίεργα". Θέμα μας είναι κυρίως το Burnt Offerings και όχι ακριβώς η μουσική πορεία των Αμερικανών power metallers, αν και είναι αλήθεια πως δεν μπορείς να μιλήσεις για έναν δίσκο χωρίς να τον βάλεις σε κάποια πλαίσια.
Ο Jon Schaffer και η μπάντα του Purgatory (τους οποίους ονόμασε Iced Earth, από πρόταση ενός φίλου του, στον οποίο είναι αφιερωμένο το "Watching Over Me") ξεκίνησαν στα τέλη των 80s, στη σκηνή της Φλόριντα. Το demo τους Enter the Realm τους οδήγησε σε συμβόλαιο με τους Γερμανούς της Century Media και το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1990. Το ακολούθησαν με έναν δίσκο που από ορισμένους θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους τους, το περίφημο Night of the Stormrider του 1991, και άρχισαν να χτίζουν το κοινό τους κυρίως στην Ευρώπη, στο πάντα όμως "γκετοποιημένο" επίπεδο δημοτικότητας που είχε πάντα η μουσική αυτή (δυστυχώς). Οι εποχές όμως δύσκολες για το metal (δες "grunge"), κι εκεί έδειξε το βαγόνι να εκτροχιάζεται, καθώς όπως έχει αναφέρει ο Schaffer, είχαν πολλά προβλήματα με την εταιρία τους, όπως και ο ίδιος είχε κάποια προσωπικά (τα οποία πολλές φορές συμβαδίζουν με τα επαγγελματικά - το γνωρίζουμε αυτο αρκετοί). Προϊόν αυτής της μαυρίλας είναι ο δίσκος με τον οποίο ασχολούμαστε αυτή τη στιγμή.
Τώρα ακούγεται χαζό να αναφέρεις αυτούς τους γίγαντες σε ένα κείμενο για μια μπάντα όπως οι Iced Earth, αλλά για κάποιο λόγο αρχίσαμε κάπως "περίεργα". Θέμα μας είναι κυρίως το Burnt Offerings και όχι ακριβώς η μουσική πορεία των Αμερικανών power metallers, αν και είναι αλήθεια πως δεν μπορείς να μιλήσεις για έναν δίσκο χωρίς να τον βάλεις σε κάποια πλαίσια.
Ο Jon Schaffer και η μπάντα του Purgatory (τους οποίους ονόμασε Iced Earth, από πρόταση ενός φίλου του, στον οποίο είναι αφιερωμένο το "Watching Over Me") ξεκίνησαν στα τέλη των 80s, στη σκηνή της Φλόριντα. Το demo τους Enter the Realm τους οδήγησε σε συμβόλαιο με τους Γερμανούς της Century Media και το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1990. Το ακολούθησαν με έναν δίσκο που από ορισμένους θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους τους, το περίφημο Night of the Stormrider του 1991, και άρχισαν να χτίζουν το κοινό τους κυρίως στην Ευρώπη, στο πάντα όμως "γκετοποιημένο" επίπεδο δημοτικότητας που είχε πάντα η μουσική αυτή (δυστυχώς). Οι εποχές όμως δύσκολες για το metal (δες "grunge"), κι εκεί έδειξε το βαγόνι να εκτροχιάζεται, καθώς όπως έχει αναφέρει ο Schaffer, είχαν πολλά προβλήματα με την εταιρία τους, όπως και ο ίδιος είχε κάποια προσωπικά (τα οποία πολλές φορές συμβαδίζουν με τα επαγγελματικά - το γνωρίζουμε αυτο αρκετοί). Προϊόν αυτής της μαυρίλας είναι ο δίσκος με τον οποίο ασχολούμαστε αυτή τη στιγμή.
Στο Burnt Offerings έκανε το ντεμπούτο του ο "πολύς" Matt Barlow, εγκαινιάζοντας το line-up και την περίοδο της μπάντας που από πολλούς θεωρείται ως η "κλασική" (δεν ξέρουμε αν ακούγεται παρατραβηγμένο, αλλά ο Barlow είναι ίσως ο Dickinson των Iced Earth). Η βαθιά και μπάσα φωνή του, που θύμιζε έντονα εκείνη του Paul Stanley των Kiss (διόλου τυχαίο πως είναι οι αγαπημένοι του Schaffer), έδεσε απίστευτα με τον ήχο και το όλο concept της μπάντας, και άρεσε τόσο που λίγο αργότερα κυκλοφόρησε μια συλλογή με τα περισσότερα κομμάτια των δύο δίσκων (και των ντέμο) επαναμιξαρισμένα και, το κυριότερο, με επανηχογραφημένα τα μέρη της φωνής από τον Barlow. Σε κάποιους αρέσει πολύ ο John Greely του Stormrider, αλλά για κάποιους άλλους το Travel in Stygian ακούγεται αλλιώς όταν το ερμηνεύει ο Barlow.
Οι Iced Earth έχουν αρκετές φορές κατηγορηθεί πως οι στίχοι τους δεν ξεπερνούν το επίπεδο ενός θυμωμένου γυμνασιόπαιδου, και πως ο ήχος τους ακούγεται σαν tribute band στους Metallica και στους Maiden (οι δύο εμμονές των Ελλήνων metalhead στα τέλη των 80s και στα 90s). Αυτή η άποψη ίσως δεν είναι απόλυτα λανθασμένη και έχει κάποιες βάσεις, καθώς από το Dark Saga και μετά η αισθητική τους έγινε υπερβολικά comic book ενώ και το όλο concept του "Wicked" δεν έχει και να πει πολλά εκτός από το ότι η φατσούλα μοιάζει με Αιγύπτιος κλώνος του Ed Hunter. Τέτοιοι αφορισμοί, όμως, είναι κατά τη γνώμη του γράφοντος άδικοι και υποτιμητικοί, καθώς η μπάντα έχει κυκλοφορήσει καλούς δίσκους, έχει γράψει δυνατά κομμάτια, και παρά τις διάφορες αμφιλεγόμενες κινήσεις, δεν μπορείς να αρνηθείς στον Schaffer ότι "τα κατάφερε". Μην ξεχνάμε και το "επικό", για την εποχή του, Alive in Athens... Αρκετοί από τους παλιότερους ακροατές έχουμε συντηρήσει ένα "casual" πλέον ενδιαφέρον για τη μπάντα, αλλά άσχετα αν δεν τα ακούμε πλέον, σεβόμαστε το ότι κάποτε τα ακούσαμε στα σοβαρά.
Οι Iced Earth έχουν αρκετές φορές κατηγορηθεί πως οι στίχοι τους δεν ξεπερνούν το επίπεδο ενός θυμωμένου γυμνασιόπαιδου, και πως ο ήχος τους ακούγεται σαν tribute band στους Metallica και στους Maiden (οι δύο εμμονές των Ελλήνων metalhead στα τέλη των 80s και στα 90s). Αυτή η άποψη ίσως δεν είναι απόλυτα λανθασμένη και έχει κάποιες βάσεις, καθώς από το Dark Saga και μετά η αισθητική τους έγινε υπερβολικά comic book ενώ και το όλο concept του "Wicked" δεν έχει και να πει πολλά εκτός από το ότι η φατσούλα μοιάζει με Αιγύπτιος κλώνος του Ed Hunter. Τέτοιοι αφορισμοί, όμως, είναι κατά τη γνώμη του γράφοντος άδικοι και υποτιμητικοί, καθώς η μπάντα έχει κυκλοφορήσει καλούς δίσκους, έχει γράψει δυνατά κομμάτια, και παρά τις διάφορες αμφιλεγόμενες κινήσεις, δεν μπορείς να αρνηθείς στον Schaffer ότι "τα κατάφερε". Μην ξεχνάμε και το "επικό", για την εποχή του, Alive in Athens... Αρκετοί από τους παλιότερους ακροατές έχουμε συντηρήσει ένα "casual" πλέον ενδιαφέρον για τη μπάντα, αλλά άσχετα αν δεν τα ακούμε πλέον, σεβόμαστε το ότι κάποτε τα ακούσαμε στα σοβαρά.
Το Burnt Offerings όμως είναι άλλη ιστορία. Ποτέ δεν έχει συσσωρευθεί τόσο δυνατά και τόσο έντονα θλίψη, θυμός και απόγνωση σε δίσκο power metal. Το Burnt Offerings είναι "καθαρό", επικό στον ήχο heavy/power (με κάποιες πολύ μικρές δόσεις "soundtrack" στα πλήκτρα), βουτηγμένο όμως στην άβυσσο της ψυχικής οδύνης, χρησιμοποιώντας ως ιδανική "μεταφορά" την κόλαση του Δάντη, ποτισμένη με γενναίες δόσεις από τα sword & sorcery στοιχεία της μπάντας και στίχους οι οποίοι είναι σε σημεία από τους πιο ποιητικούς που έχει γράψει ποτέ ο Schaffer (με συμμετοχή του Barlow σε δύο).
Λέγεται πως ο δίσκος γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τη μπάντα, και είναι απολύτως κατανοητό το ότι με την εξαίρεση του κομματιού Dante's Inferno ο δίσκος δεν αρέσει καθόλου στον Schaffer και τον έχει σχεδόν αποκυρήξει. Θυμήσου κι εσύ πως έχεις συνδέσει πράγματα με "μαύρες" περιόδους της ζωής σου. Τόσο πράγματα που έχεις κάνει, όσο και πράγματα που είδες ή άκουσες. Κάποιοι βέβαια ακριβώς σε τέτοιες περιόδους τον ανακάλυψαν, αλλά παρά το "βάρος" που κουβαλά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), η εμμονή τους με αυτόν δεν έφυγε ποτέ, άσχετα και αν είχαν να τον ακούσουν χρόνια.
Από της πρώτες απόκοσμες νότες στα πλήκτρα της εισαγωγής και το ηχητικό κλιπάκι από το Δράκουλα του Κόπολα, μέχρι την επανάληψή τους στο κλείσιμο του δίσκου, νοιώθεις πως ο δίσκος είναι "ταξίδι". Τα περισσότερα άλμπουμ των Iced Earth ήταν concept, το συγκεκριμένο όμως δεν θεωρείται επίσημα ως τέτοιο. Ωστόσο, η αλληλουχία των κομματιών, ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα κάνουν fade μεταξύ τους, σε συνδυασμό πάντα με τους στίχους οι οποίοι μοιάζουν σαν να χτίζουν στο επικό κλείσιμο του δεκαεξάλεπτου έπους Dante's Inferno, σε κάνουν να θεωρήσεις το δίσκο σχεδόν "metal όπερα", απλά με μόνο δύο φωνές (ο Schaffer κάνει μερικά backing φωνητικά) να "αφηγούνται" και να ερμηνεύουν όλους τους "χαρακτήρες" του "έργου".
Η πρώτη "πράξη" ξεκινά με την συσσωρευμένη οργή του Burnt Offerings το οποίο κάνει σαφείς τις προθέσεις του ("Every word you hear comes from deep within") και συνεχίζει με την ποιητική απόγνωση του Last December ("The Bitter cold winds freeze the tears that fall") για να καταλήξει στο σχεδόν "doom" σε σημεία Diary, το οποίο αν το δεις από την κατάλληλη οπτική γωνία, μοιάζει σαν να είναι η επόμενη "σκηνή" μετά από όσα περιγράφονται στο Last December.
Η αρχή του Brainwashed το κάνει να μοιάζει με ιντερλούδιο. Κομμάτι συναυλιακό, κατά κοινή παραδοχή ένα από τα αγαπημένα αρκετών ακροατών της μπάντας και συχνός επισκέπτης στα live. Είναι ίσως και ανεπίσημος φόρος τιμής στους Metallica, όχι μόνο σε ήχο αλλά και σε στίχο (Master of the Ignorant, Master of the Lies - θυμίζει κάτι;)
Ακολουθούν περισσότερες "σκηνές της κόλασης" στα Burning Oasis (το οποίο έχει σαφείς αναφορές στην πτώση) και το "εφιαλτικό" Creator Failure (στο τέλος του οποίου ο Matt Barlow κυριολεκτικά ουρλιάζει, και η φωνή του μοιάζει να ανήκει στον "χαρακτήρα" που περιγράφουν οι στίχοι), για να κλείσει το πρώτο μέρος του δίσκου με το σύντομο ακουστικό ιντερλούδιο The Pierced Spirit. Το κλείσιμο του δίσκου, Dante's Inferno, δεν χρειάζεται συστάσεις - είναι από "εκείνα τα κομμάτια", επικά σε προθέσεις και σε διάρκεια, η "αφήγηση" των οποίων σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό, και αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο κομμάτι που να αντιπροσωπεύει τους Iced Earth σε μια συλλογή, θα αφιέρωνα τα 16+ τελευταία λεπτά του CD σε αυτό. Ίσως το μόνο "ενοχλητικό" σημείο του κομματιού είναι οι αρκετά αφελείς αναφορές σε μερικά από τα 15.000 ονόματα που έχει ο διάολος (ακόμη και natas - ναι, πολύ "απόκρυφο" δεν το πιάσαμε), αλλά κρατάει μόνο 20 περίπου δεύτερόλεπτα (ναι, το χρονομετρήσαμε).
Λέγεται πως ο δίσκος γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τη μπάντα, και είναι απολύτως κατανοητό το ότι με την εξαίρεση του κομματιού Dante's Inferno ο δίσκος δεν αρέσει καθόλου στον Schaffer και τον έχει σχεδόν αποκυρήξει. Θυμήσου κι εσύ πως έχεις συνδέσει πράγματα με "μαύρες" περιόδους της ζωής σου. Τόσο πράγματα που έχεις κάνει, όσο και πράγματα που είδες ή άκουσες. Κάποιοι βέβαια ακριβώς σε τέτοιες περιόδους τον ανακάλυψαν, αλλά παρά το "βάρος" που κουβαλά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), η εμμονή τους με αυτόν δεν έφυγε ποτέ, άσχετα και αν είχαν να τον ακούσουν χρόνια.
Από της πρώτες απόκοσμες νότες στα πλήκτρα της εισαγωγής και το ηχητικό κλιπάκι από το Δράκουλα του Κόπολα, μέχρι την επανάληψή τους στο κλείσιμο του δίσκου, νοιώθεις πως ο δίσκος είναι "ταξίδι". Τα περισσότερα άλμπουμ των Iced Earth ήταν concept, το συγκεκριμένο όμως δεν θεωρείται επίσημα ως τέτοιο. Ωστόσο, η αλληλουχία των κομματιών, ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα κάνουν fade μεταξύ τους, σε συνδυασμό πάντα με τους στίχους οι οποίοι μοιάζουν σαν να χτίζουν στο επικό κλείσιμο του δεκαεξάλεπτου έπους Dante's Inferno, σε κάνουν να θεωρήσεις το δίσκο σχεδόν "metal όπερα", απλά με μόνο δύο φωνές (ο Schaffer κάνει μερικά backing φωνητικά) να "αφηγούνται" και να ερμηνεύουν όλους τους "χαρακτήρες" του "έργου".
Η πρώτη "πράξη" ξεκινά με την συσσωρευμένη οργή του Burnt Offerings το οποίο κάνει σαφείς τις προθέσεις του ("Every word you hear comes from deep within") και συνεχίζει με την ποιητική απόγνωση του Last December ("The Bitter cold winds freeze the tears that fall") για να καταλήξει στο σχεδόν "doom" σε σημεία Diary, το οποίο αν το δεις από την κατάλληλη οπτική γωνία, μοιάζει σαν να είναι η επόμενη "σκηνή" μετά από όσα περιγράφονται στο Last December.
Η αρχή του Brainwashed το κάνει να μοιάζει με ιντερλούδιο. Κομμάτι συναυλιακό, κατά κοινή παραδοχή ένα από τα αγαπημένα αρκετών ακροατών της μπάντας και συχνός επισκέπτης στα live. Είναι ίσως και ανεπίσημος φόρος τιμής στους Metallica, όχι μόνο σε ήχο αλλά και σε στίχο (Master of the Ignorant, Master of the Lies - θυμίζει κάτι;)
Ακολουθούν περισσότερες "σκηνές της κόλασης" στα Burning Oasis (το οποίο έχει σαφείς αναφορές στην πτώση) και το "εφιαλτικό" Creator Failure (στο τέλος του οποίου ο Matt Barlow κυριολεκτικά ουρλιάζει, και η φωνή του μοιάζει να ανήκει στον "χαρακτήρα" που περιγράφουν οι στίχοι), για να κλείσει το πρώτο μέρος του δίσκου με το σύντομο ακουστικό ιντερλούδιο The Pierced Spirit. Το κλείσιμο του δίσκου, Dante's Inferno, δεν χρειάζεται συστάσεις - είναι από "εκείνα τα κομμάτια", επικά σε προθέσεις και σε διάρκεια, η "αφήγηση" των οποίων σου δημιουργεί εικόνες στο μυαλό, και αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο κομμάτι που να αντιπροσωπεύει τους Iced Earth σε μια συλλογή, θα αφιέρωνα τα 16+ τελευταία λεπτά του CD σε αυτό. Ίσως το μόνο "ενοχλητικό" σημείο του κομματιού είναι οι αρκετά αφελείς αναφορές σε μερικά από τα 15.000 ονόματα που έχει ο διάολος (ακόμη και natas - ναι, πολύ "απόκρυφο" δεν το πιάσαμε), αλλά κρατάει μόνο 20 περίπου δεύτερόλεπτα (ναι, το χρονομετρήσαμε).
Όλα αυτά "δουλεύουν" όμως σε συνδυασμό με το ανεπανάληπτο artwork. Δεν ξέρουμε αν είναι προσβλητικό για τους εξαιρετικού ταλέντου και ικανοτήτων εικονογράφους που έχουν δουλέψει στο metal, κανένας όμως από τους κορυφαίους, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Giger, δεν μπορεί να προσεγγίσει την απόκοσμη ομορφιά και ατμόσφαιρα που έχει μεγάλο μέρος της δουλειάς του Γάλλου ζωγράφου και χαράκτη Gustav Dore, και ειδικά τα έργα του για τον "Χαμένο Παράδεισο" του Milton και τη "Θεία Κωμωδία" του Dante Aligieri. Το πάντρεμα του περιεχομένου με τον "παγωμένο προδότη" στο εξώφυλλο και οι ανακατεμένες με τους στίχους "σκηνές της Κόλασης" στα liner notes είναι εκείνα που σε μεγάλο ποσοστό συνεισφέρουν στην "εμπειρία" του δίσκου αυτού. Όπως ακριβώς οι εικόνες μιας ταινίας είναι αναπόσπαστο μέρος ενός κινηματογραφικού soundtrack, έτσι και οι εικόνες αυτές είναι "μέρος" της μουσικής του δίσκου αυτού.
Τι λιγότερο εκτός από "βλάσφημη" ήταν η απόφαση να αντικατασταθεί ολόκληρο το artwork για τη remastered έκδοση του 2001, που πρωτοκυκλοφόρησε με το Dark Genesis box set; Δεν νομίζουμε το πρόβλημα να είναι νομικό, καθώς τα έργα του Dore έχουν βρεθεί προ πολλού (70 χρόνια μετά το θάνατό του) στο public domain. Μια υπόθεση είναι πως αυτό προήλθε από την μεγάλη δυσαρέσκεια του Jon Schaffer απέναντι στο δίσκο, αλλά κατά τη γνώμη μας είναι μια υπερβολικά εγωιστική και άστοχη κίνηση. Είναι άλλο να μην σε ενδιαφέρει να παίξεις κάτι σε live, αυτό είναι απολύτως σεβαστό, και άλλο το να το καταστρέφεις για μελλοντικούς ακροατές με ένα εντελώς γελοίο και παιδιάστικο εξώφυλλο που όχι απλά δε συγκρίνεται με του Dore, αλλά είναι χειρότερο από χειροποίητο demo με ορνιθοσκαλίσματα.
Το ίδιο βέβαια έγινε και με το Stormrider, το αυθεντικό εξώφυλλο του οποίου με τις σαφείς Frazetta επιρροές είναι ανεπανάληπτο, αλλά το καινούριο, αν και επίσης υπερβολικά comic book, δεν είχε σε καμμία περίπτωση τα ίδια χάλια. Φαίνεται πως προσπάθησαν με τα νέα artwork των remastered δίσκων να τα κάνουν πιο συμβατά με το μεταγενέστερο comic book στυλ που ξεκίνησε από τα Dark Saga και Days of Purgatory, για να εδραιωθεί με τη δουλειά του Travis Smith στο Something Wicked This Way Comes.. Για μερικούς όμως η περίοδος κυκλοφορίας του Horror Show ήταν η στιγμή που ένοιωσαν ότι πρέπει να κόψουν τα "πολλά-πολλά" με τη μπάντα, και θεώρησαν τις αλλαγές αυτές χειρότερα από αυτά που έκανε ο Lucas με τις επανεκδόσεις των Star Wars. Το Stormrider το έκαναν απλά πιο comic και λιγότερο επικό, το Burnt Offerings το κατούρησαν.
Για να είμαστε δίκαιοι, το Burnt Offerings επανακυκλοφόρησε το 2008 σε ένα πολύ όμορφο διπλό digipack με bonus δισκάκι μια rough μίξη του δίσκου το οποίο είχε τις εικόνες του Dore, αλλά ήταν φυσικά έκδοση περιορισμένων αντιτύπων. Το ζήτημα είναι να μπορεί να βρεθεί ο δίσκος στην κανονική του μορφή από έναν νεόφερμένο στο metal έφηβο που χαζεύει στο metal τμήμα, όπως τον ανακαλύψαμε και εμείς μέσα στα 90s.
Για να είμαστε δίκαιοι, το Burnt Offerings επανακυκλοφόρησε το 2008 σε ένα πολύ όμορφο διπλό digipack με bonus δισκάκι μια rough μίξη του δίσκου το οποίο είχε τις εικόνες του Dore, αλλά ήταν φυσικά έκδοση περιορισμένων αντιτύπων. Το ζήτημα είναι να μπορεί να βρεθεί ο δίσκος στην κανονική του μορφή από έναν νεόφερμένο στο metal έφηβο που χαζεύει στο metal τμήμα, όπως τον ανακαλύψαμε και εμείς μέσα στα 90s.
Βέβαια όλα αυτά μοιάζουν να μην έχουν νόημα στη σημερινή εποχή που κάποιος βρίσκει σχεδόν τα πάντα online, αλλά οι άνθρωποι που αγαπάνε το heavy metal είναι, εκτός των άλλων, μια ρομαντική φάρα που ακόμη θεωρεί ως ιεροτελεστία την επίσκεψη σε όσα δισκάδικα βρίσκονται ακόμη σε κτίριο και όχι στο mozilla, και γουστάρουν την εξερεύνηση σε ένα χαμό από δισκάκια που μπορούν να ακουμπήσουν με το χέρι και όχι να κάνουν κλικ με ποντίκι.
Ο δίσκος αυτό πάντως, σε οποιαδήποτε μορφή (για τις εικόνες υπάρχει και το internet), αξίζει μια εξερεύνηση, μια ανακάλυψη ακόμη και από όσους δεν είναι ιδιαίτερα θαυμαστές του ήχου των Iced Earth, ή μια επαν-ανακάλυψη για όσους τον είχαν "βιώσει" αρκετά χρόνια πριν.
Η Βρεταννία είχε πάντα παράδοση και στενή σχέση με τον αποκρυφισμό, τον γοτθικό τρόμο, και τις ιστορίες τρόμου που έχουν σχέση με τον αποκρυφισμό, και φυσικά οι Sabbath ήταν από τους πρώτους (αυτοί τα έκαναν όλα πρώτοι τελικά...) που ανέμειξαν την αισθητική των ταινιών τρόμου και αναφορές στη μαγεία με heavy κιθάρες.
Πριν μια εβδομάδα μιλούσαμε για τις μάχες και τους πολεμιστές ως μια από τις βασικές επιρροές του NWOBHM, η άλλη ήταν σίγουρα ο τρόμος και το απόκρυφο, κάτι που επηρρέασε το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας metal σκηνής. Βασική διαφορά των Βρεταννών, βέβαια, σε σύγκριση με συναδέλφους τους από την Αμερική και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν το "υψωμένο φρύδι", ή όπως θα το έλεγαν εκεί, το "tongue in cheek". Η χώρα στην οποία γεννήθηκαν όλα όσα έχουν σχέση με το σκληρό ήχο και τη σκοτεινή αισθητική δεν έχασε ποτέ την ελαφρώς "ειρωνική" της ματιά. Οι περισσότερες γνωστές metal μπάντες με ονόματα και αισθητική επηρρεασμένα από δαιμονολογία ήταν συνήθως τόσο σατανιστές, όσο "σατανιστής" ήταν π.χ. ο Terence Fischer και οι σκηνοθέτες που γύρισαν τις ταινίες της Hammer, ή τις ταινίες τρόμου με τον Vincent Price, μερικές από τις οποίες είχαν τίτλους που ακούγονται σαν ονόματα από δίσκους black metal. Εκτός από τον Aleister Crowley, οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν μια βασική επιρροή του image και της θεματολογίας του Βρεταννικού metal (δείτε και Cradle of Filth).
Οι Angel Witch ήταν από τα "ιδρυτικά" θα λέγαμε μέλη του "κύματος" αυτού που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal, καθώς κάποιοι λένε πως ο όρος ουσιαστικά γεννήθηκε σε μια ζωντανή τους εμφάνιση μαζί με τους Iron Maiden και τους Samson στις 8 Μαϊου του 1979 στο Music Machine του Λονδίνου. Ο αρθρογράφος του Sounds Geoff Barton (ο οποίος στα 80s τους έθαβε ανελέητα) ανέφερε το 2004 στο περιοδικό Classic Rock πως όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, οι Angel Witch ήταν εκείνοι που είχαν τη θερμότερη αποδοχή από το κοινό εκείνη τη νύχτα.
Η μπάντα ξεκίνησε ως Lucifer το 1977 από τον μόλις 17 χρονών κιθαρίστα Kevin Heybourne. Μέλη της αρχικής εκείνης σύνθεσης ήταν ο επίσης κιθαρίστας Rob Downing, ο Steve Jones (τύμπανα - αργότερα δημιούργησε με τον Bruce Dickinson τους Speed) και ο μπασίστας Barry Clements. Στην πορεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους επειδή όπως ήταν αναμενόμενο υπήρχε ήδη μια μπάντα που την έλεγαν έτσι ("στην Ολλανδία ή κάπου εκεί", θυμάται ο Heybourne) και κοιτάζοντας τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει, κατέληξε στο Angel Witch. Στην πορεία έγιναν αλλαγές στο line-up και μονιμοποιήθηκαν ο Kevin Riddles στη θέση του μπάσου και ο Dave Hogg στα τύμπανα. Ο Rob Downing έφυγε το 1980, και η μπάντα έμεινε γνωστή ως τριάδα.
Οι Angel Witch "επανενώθηκαν" με τους Iron Maiden και Samson στη θρυλική συλλογή της EMI, Metal For Muthas (1980), όπου το κομμάτι τους "Baphomet" τους έδωσε ευρύτερη αναγνώριση. Ο Heybourne λέει πως η συμμετοχή τους έγινε χάρι σε έναν άνθρωπο της EMI ονόματι Ashley Goodall που προσέγγισε τον πατέρα του (ο οποίος εκτελούσε χρέη manager) και του ζήτησε να βάλει ένα κομμάτι σε μια συλλογή που ετοίμαζε με τις τότε ανερχόμενες NWOBHM μπάντες. Κέντρισαν επίσης το ενδιαφέρον των Tommy Vance και Tony Wilson του "Friday Rock Show" του ραδιοφώνου του BBC, και στις 20 Φεβρουαρίου του 1980 ηχογράφησαν 4 κομμάτια τα οποία μεταδόθηκαν στον αέρα στις 14 Μαρτίου (τα κομμάτια αυτά κυκλοφόρησαν στις επετειακές εκδόσεις του ντεμπούτου τους). Η εκπομπή είχε επιτυχία και ένα από τα κομμάτια, το "Extermination Day", επιλέχθηκε για μια άλλη συλλογή που κυκλοφόρησε αργότερα μέσα στη χρονιά, το Metal Explosion (1980).
Φυσικά όπως συνέβαινε και με άλλους, ο Τύπος της εποχής τους συνέθλιψε. Έχουν γράψει ιστορία οι αρνητικές κριτικές σε δίσκους των Sabbath, και ο γνωστός την εποχή κριτικός Geoff Barton έθαψε και τις δύο συλλογές, όπως και τις συμμετοχές των Angel Witch σε αυτές, με λόγια που θυμίζουν συντηρητικό Νεοέλληνα που μιλάει για "περιθωριακούς που παίζουν θόρυβο". Γι αυτό μην ακούτε κριτικές, αλλά μόνο τα αυτιά σας.
Παρ'όλα αυτά, η μπάντα έχτιζε το κοινό της και η EMI αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί κυκλοφορώντας ένα single του "Sweet Danger" σε δύο φορμάτ, επτάιντσο και δωδεκάιντσο. Το 7" ήταν picture sleeve μαζί με το Flight Nineteen, και το 12" σε σκέτο μάυρο μαζί με το Hades (το οποίο αναφερόταν στο εξώφυλλο ως Hadies). Το single άγγιξε τη θέση Νο. 75 των charts δίνοντας λαβή για σχόλια στους κριτικούς που μιλούσαν για "συμπαθητική κόπια των Sabbath". Κάποιοι βέβαια ανέφεραν πως το γεγονός ότι μέσα στα εκατοντάδες single της εβδομάδας, το να πάει στο 75 ένα δισκάκι "ακραίας" (για την εποχή) μουσικής που έχει πάνω την εικόνα του Baphomet, λέει κάτι.
Ένα γεγονός επίσης που έχει μείνει είναι το τριήμερο φεστιβάλ του Reading, όπου οι Angel Witch έπαιξαν μαζί με ονόματα όπως οι Iron Maiden, οι Def Lepard, οι Tygers of Pan Tang, οι Samson, οι White Spirit, οι Praying Mantis και οι Sledgehammer. Κάποιοι από αυτούς έγιναν μεγαθήρια και μετοχές στο χρηματιστήριο, κάποιοι δεν ξεπέρασαν το επίπεδο του cult, και υπάρχουν αρκετές ιστορίες σχετικά για την άνιση πορεία των Angel Witch.
Ο Heybourne λέει πως είχε προσφορά για κυκλοφορία του ντεμπούτου τους από την EMI, αλλά δεν δέχτηκε επειδή η εταιρία είχε ήδη τους Maiden, και δεν ήθελε η μπάντα να είναι "δεύτερη" σε προτεραιότητα. Άλλοι λένε πως υπέγραψαν, αλλά η συνεργασία δεν ευδοκίμησε επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει το management σε επαγγελματίες, και άλλοι πάλι λένε πως οι Angel Witch είχαν μια "κακιά" νύχτα στο Music Machine (άργησαν να ανέβουν στη σκηνή και ήταν φέτα στο μεθύσι) και ο A&R της EMI επέλεξε τους Maiden. Ίσως πάλι, προσωπική άποψη, έφταιξε το όνομά τους και η υπερβολικά "satanic" αισθητική (την οποία άλλοι όπως οι Maiden ποτέ δεν είχαν σε τέτοιο βαθμό, και η ειρωνική τους διάθεση ήταν προφανής - ούτε ακόμη και οι Sabbath). Γεγονός είναι ότι το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τελικά με την Bronze Records.
Πριν μια εβδομάδα μιλούσαμε για τις μάχες και τους πολεμιστές ως μια από τις βασικές επιρροές του NWOBHM, η άλλη ήταν σίγουρα ο τρόμος και το απόκρυφο, κάτι που επηρρέασε το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας metal σκηνής. Βασική διαφορά των Βρεταννών, βέβαια, σε σύγκριση με συναδέλφους τους από την Αμερική και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν το "υψωμένο φρύδι", ή όπως θα το έλεγαν εκεί, το "tongue in cheek". Η χώρα στην οποία γεννήθηκαν όλα όσα έχουν σχέση με το σκληρό ήχο και τη σκοτεινή αισθητική δεν έχασε ποτέ την ελαφρώς "ειρωνική" της ματιά. Οι περισσότερες γνωστές metal μπάντες με ονόματα και αισθητική επηρρεασμένα από δαιμονολογία ήταν συνήθως τόσο σατανιστές, όσο "σατανιστής" ήταν π.χ. ο Terence Fischer και οι σκηνοθέτες που γύρισαν τις ταινίες της Hammer, ή τις ταινίες τρόμου με τον Vincent Price, μερικές από τις οποίες είχαν τίτλους που ακούγονται σαν ονόματα από δίσκους black metal. Εκτός από τον Aleister Crowley, οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν μια βασική επιρροή του image και της θεματολογίας του Βρεταννικού metal (δείτε και Cradle of Filth).
Οι Angel Witch ήταν από τα "ιδρυτικά" θα λέγαμε μέλη του "κύματος" αυτού που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal, καθώς κάποιοι λένε πως ο όρος ουσιαστικά γεννήθηκε σε μια ζωντανή τους εμφάνιση μαζί με τους Iron Maiden και τους Samson στις 8 Μαϊου του 1979 στο Music Machine του Λονδίνου. Ο αρθρογράφος του Sounds Geoff Barton (ο οποίος στα 80s τους έθαβε ανελέητα) ανέφερε το 2004 στο περιοδικό Classic Rock πως όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, οι Angel Witch ήταν εκείνοι που είχαν τη θερμότερη αποδοχή από το κοινό εκείνη τη νύχτα.
Η μπάντα ξεκίνησε ως Lucifer το 1977 από τον μόλις 17 χρονών κιθαρίστα Kevin Heybourne. Μέλη της αρχικής εκείνης σύνθεσης ήταν ο επίσης κιθαρίστας Rob Downing, ο Steve Jones (τύμπανα - αργότερα δημιούργησε με τον Bruce Dickinson τους Speed) και ο μπασίστας Barry Clements. Στην πορεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους επειδή όπως ήταν αναμενόμενο υπήρχε ήδη μια μπάντα που την έλεγαν έτσι ("στην Ολλανδία ή κάπου εκεί", θυμάται ο Heybourne) και κοιτάζοντας τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει, κατέληξε στο Angel Witch. Στην πορεία έγιναν αλλαγές στο line-up και μονιμοποιήθηκαν ο Kevin Riddles στη θέση του μπάσου και ο Dave Hogg στα τύμπανα. Ο Rob Downing έφυγε το 1980, και η μπάντα έμεινε γνωστή ως τριάδα.
Οι Angel Witch "επανενώθηκαν" με τους Iron Maiden και Samson στη θρυλική συλλογή της EMI, Metal For Muthas (1980), όπου το κομμάτι τους "Baphomet" τους έδωσε ευρύτερη αναγνώριση. Ο Heybourne λέει πως η συμμετοχή τους έγινε χάρι σε έναν άνθρωπο της EMI ονόματι Ashley Goodall που προσέγγισε τον πατέρα του (ο οποίος εκτελούσε χρέη manager) και του ζήτησε να βάλει ένα κομμάτι σε μια συλλογή που ετοίμαζε με τις τότε ανερχόμενες NWOBHM μπάντες. Κέντρισαν επίσης το ενδιαφέρον των Tommy Vance και Tony Wilson του "Friday Rock Show" του ραδιοφώνου του BBC, και στις 20 Φεβρουαρίου του 1980 ηχογράφησαν 4 κομμάτια τα οποία μεταδόθηκαν στον αέρα στις 14 Μαρτίου (τα κομμάτια αυτά κυκλοφόρησαν στις επετειακές εκδόσεις του ντεμπούτου τους). Η εκπομπή είχε επιτυχία και ένα από τα κομμάτια, το "Extermination Day", επιλέχθηκε για μια άλλη συλλογή που κυκλοφόρησε αργότερα μέσα στη χρονιά, το Metal Explosion (1980).
Φυσικά όπως συνέβαινε και με άλλους, ο Τύπος της εποχής τους συνέθλιψε. Έχουν γράψει ιστορία οι αρνητικές κριτικές σε δίσκους των Sabbath, και ο γνωστός την εποχή κριτικός Geoff Barton έθαψε και τις δύο συλλογές, όπως και τις συμμετοχές των Angel Witch σε αυτές, με λόγια που θυμίζουν συντηρητικό Νεοέλληνα που μιλάει για "περιθωριακούς που παίζουν θόρυβο". Γι αυτό μην ακούτε κριτικές, αλλά μόνο τα αυτιά σας.
Παρ'όλα αυτά, η μπάντα έχτιζε το κοινό της και η EMI αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί κυκλοφορώντας ένα single του "Sweet Danger" σε δύο φορμάτ, επτάιντσο και δωδεκάιντσο. Το 7" ήταν picture sleeve μαζί με το Flight Nineteen, και το 12" σε σκέτο μάυρο μαζί με το Hades (το οποίο αναφερόταν στο εξώφυλλο ως Hadies). Το single άγγιξε τη θέση Νο. 75 των charts δίνοντας λαβή για σχόλια στους κριτικούς που μιλούσαν για "συμπαθητική κόπια των Sabbath". Κάποιοι βέβαια ανέφεραν πως το γεγονός ότι μέσα στα εκατοντάδες single της εβδομάδας, το να πάει στο 75 ένα δισκάκι "ακραίας" (για την εποχή) μουσικής που έχει πάνω την εικόνα του Baphomet, λέει κάτι.
Ένα γεγονός επίσης που έχει μείνει είναι το τριήμερο φεστιβάλ του Reading, όπου οι Angel Witch έπαιξαν μαζί με ονόματα όπως οι Iron Maiden, οι Def Lepard, οι Tygers of Pan Tang, οι Samson, οι White Spirit, οι Praying Mantis και οι Sledgehammer. Κάποιοι από αυτούς έγιναν μεγαθήρια και μετοχές στο χρηματιστήριο, κάποιοι δεν ξεπέρασαν το επίπεδο του cult, και υπάρχουν αρκετές ιστορίες σχετικά για την άνιση πορεία των Angel Witch.
Ο Heybourne λέει πως είχε προσφορά για κυκλοφορία του ντεμπούτου τους από την EMI, αλλά δεν δέχτηκε επειδή η εταιρία είχε ήδη τους Maiden, και δεν ήθελε η μπάντα να είναι "δεύτερη" σε προτεραιότητα. Άλλοι λένε πως υπέγραψαν, αλλά η συνεργασία δεν ευδοκίμησε επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει το management σε επαγγελματίες, και άλλοι πάλι λένε πως οι Angel Witch είχαν μια "κακιά" νύχτα στο Music Machine (άργησαν να ανέβουν στη σκηνή και ήταν φέτα στο μεθύσι) και ο A&R της EMI επέλεξε τους Maiden. Ίσως πάλι, προσωπική άποψη, έφταιξε το όνομά τους και η υπερβολικά "satanic" αισθητική (την οποία άλλοι όπως οι Maiden ποτέ δεν είχαν σε τέτοιο βαθμό, και η ειρωνική τους διάθεση ήταν προφανής - ούτε ακόμη και οι Sabbath). Γεγονός είναι ότι το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε τελικά με την Bronze Records.
Το Angel Witch (1980) σήμερα θεωρείται όχι απλά ένας από τους σημαντικότερους δίσκους NWOBHM, αλλά ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα και τους καλύτερους metal δίσκους των '80s, ένας δίσκος που αφομοιώνει όλες τις επιρροές τους από τους Sabbath, χωρίς να αντιγράφει. Όμως, συνάντησε κάποιες σχεδόν τραγικές κριτικές, και αυτό που τους έκανε το περιοδικό Sounds ισοδυναμούσε με δημόσια εκτέλεση. Παρά την ύπαρξη κάποιων που θεώρησαν το άλμπουμ ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς, οι νεκροθάφτες επηρέασαν τόσο το ηθικό όσο και τις πωλήσεις του, και ήδη φάνηκαν τα πρώτα σημάδια διάλυσης. Οι Hogg και Riddles έφυγαν σύντομα, και παρά τις προσπάθειες του Heybourne και ένα καινούριο single με τίτλο "Loser" (σημαδιακός τίτλος;) η μπάντα διαλύθηκε μετά από μια εμφάνιση στο Marquee το Σεπτέμβριο του '81.
Οι Witch όμως επανήλθαν σχετικά σύντομα με την βοήθεια δύο μελών των Deep Machine (τον τραγουδιστή Roger Marsden και τον drummer Ricky Bruce) και την προσθήκη του μπασίστα Jerry Cunningham. Το νέο line-up δεν κράτησε όμως πολύ, αρχικά αποχώρησε ο Marsden καθώς η φωνή του δεν ταίριαζε στο ύφος της μουσικής, και λίγο μετά ο Heybourne σταμάτησε τη μπάντα για να δημιουργήσει τους Blind Fury, παρέα με τον τραγουδιστή Alan Taylor. Κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, το Out of Reach (1985).
Οι Witch όμως επανήλθαν σχετικά σύντομα με την βοήθεια δύο μελών των Deep Machine (τον τραγουδιστή Roger Marsden και τον drummer Ricky Bruce) και την προσθήκη του μπασίστα Jerry Cunningham. Το νέο line-up δεν κράτησε όμως πολύ, αρχικά αποχώρησε ο Marsden καθώς η φωνή του δεν ταίριαζε στο ύφος της μουσικής, και λίγο μετά ο Heybourne σταμάτησε τη μπάντα για να δημιουργήσει τους Blind Fury, παρέα με τον τραγουδιστή Alan Taylor. Κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, το Out of Reach (1985).
Όμως, αληθινή επιθυμία του Heybourne ήταν οι Witch, έτσι με τους Pete Gordelier στο μπάσο και τον Davy Tatum στα φωνητικά, και τον Hogg από το αρχικό line-up, κυκλοφόρησαν το Screamin 'Ν' Bleedin' (1985). Ο Hogg σύντομα πάλι έφυγε, και με τον Spencer Hollman στη θέση του κυκλοφόρησαν Frontal Assault (1986), το οποίο ήταν αρκετά μελωδικό και με κάποιες επιρροές από τον Αμερικάνικο ήχο. Ο ίδιος ο Heybourne σε μεταγενέστερα σχόλιά του είπε πως θεωρεί τους δίσκους αυτούς ένα λάθος, ότι προσπαθούσε να μπει σε πιο "μελωδικά" λημέρια επηρεασμένος από τις Αμερικάνικες μπάντες, αλλά η παραγωγή στον ήχο τους αδίκησε και θεώρησε ότι νικήθηκε κατά κράτος από τον επαγγελματισμό που είχαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι δίσκοι δεν είναι σε καμμία περίπτωση κακοί, αλλά δεν είναι αυτό που θα μπορούσαν να ήταν οι Angel Witch αν η πορεία τους ήταν πιο σταθερή και δεν είχε όλες αυτά τα pause και reset.
Στο μεταξύ η φήμη της μπάντας χτιζόταν και από τους thrashers του Bay Area, καθώς ανέφεραν συχνά τους Angel Witch ως μια από τις επιρροές τους και ο Heybourne αποφάσισε το 1990 να τα παίξει όλα για όλα και να πάει στην Καλιφόρνια (με ένα line-up που συμπληρώθηκε από τον κιθαρίστα Grant Dennision). Από μια πετυχημένη εμφάνιση στο Trobadour προέρχεται το Angel Witch Live (1990), και ο Heybourne αποφάσισε να μείνει, αλλά οι Goldelier, Dennision και Hollman δεν μπορούσαν, και η μπάντα έγινε κατά τα 3/4 "Αμερικάνικη" σε ότι αφορά τα μέλη της: Tom Hunting στα τύμπανα, John Torres στο μπάσο και Doug Piercy στη ρυθμική κιθάρα. Η μπάντα έδειχνε να "δένει" και να πάει καλά, δυστυχώς όμως σε μια από τις μεγαλύτερες αδικίες που έχουν γίνει ποτέ σε τέτοιες περιπτώσεις, προέκυψαν κάποια θέματα με την "νομιμότητα" της μετανάστευσης του Heybourne, και εκδιώχθηκε από τη χώρα "μόνο με τα ρούχα που φορούσα, σαν ζητιάνος" όπως είπε αργότερα ο ίδιος. Οι Angel Witch θα έμεναν στη limbo για μια δεκαετία.
Το ενδιαφέρον για τους Witch αναζωπυρώθηκε με ένα νέο line-up και την συλλογή Sinister History (2000). Οι νέοι Angel Witch με τον Keith Herzberg (κιθάρα), Richie Wicks (μπάσο/φωνή) και Scott Higham (τυμπανα) έπαιξαν με αρκετή επιτυχία στο Wacken, ενώ κυκλοφόρησαν επιτέλους στη Βρετανία το Resurrection και το Live At The LA2. Όμως, όλα έδειξαν να χάθηκαν όταν ο Wicks προσχώρησε στους Tygers of Pan Tang, και παρά το ότι συμφώνησαν το καλοκαίρι του 2002 να ξαναπροσπαθήσουν, ήταν η σειρά του Heybourne να τα σταματήσει όλα και να ξαναζωντανέψει το Αμερικάνικο line-up του 1990. Παρά το ότι υπήρξε κάποια live δραστηριότητα το 2003, και αυτό δεν κράτησε για πολύ.
Έκτοτε, η μπάντα παραμένει δραστήρια με ένα "ρευστό" line-up και τον Kevin Heybourne πάντα ως ιθύνοντα νου και ψυχή της, ο οποίος έχει πει πως δουλεύει σε καινούριες συνθέσεις, ενώ κυκλοφόρησε και ένα live το 2009. Το respect που έχουν οι Angel Witch από μεταγενέστερους metal μουσικούς όσο και από ακροατές είναι μεγάλο, και το μόνο που μπορεί κανείς να πει είναι πως ίσως δεν μπορούσαν να έχουν όλοι την σχεδόν διαβολική καλοτυχία και management των Iron Maiden που είχαν ήδη γίνει βαριά βιομηχανία μέσα στα '80s. Με την υστεροφημία (μόνο) δεν πληρώνεται το νοίκι...
Δισκογραφία:
- 1980 - Angel Witch
- 1985 - Screamin' 'N' Bleedin'
- 1986 - Frontal Assault
- 1986 - Doctor Phibes (Compilation)
- 1990 - Angel Witch Live
- 2000 - Resurrection
- 2000 - Sinister History
- 1997 - '82 Revisited (Live)
- 2009 - Burn the White Witch (Live)