220 Volt

Posted by universechild On Feb 3, 2009 0 comments



Οι Σουηδοί 220 Volt έπαιξαν δυνατό hard rock/heavy metal κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 κυκλοφορώντας πολύ αξιόλογους δίσκους και γνωρίζοντας αρκετή επιτυχία στην Ευρώπη, χωρίς όμως ποτέ να γίνουν όσο μεγάλοι τους άξιζε. Διαλύθηκαν το 1992, αλλά επανενώθηκαν το 2002 και συνεχίζουν να παραμένουν δραστήριοι.
Ο τρόπος που γνωρίστηκαν τα δύο αυθεντικά μέλη το 1976 δείχνει πόσο περίεργο παιχνίδι μπορεί να γίνει η μοίρα: κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού μίνι γκολφ, ο Mats Karlsson έστειλε τη μπάλα του μακριά, και ο Thomas Drevin του την έστειλε πίσω με δύναμη, χτυπώντας τον κατά λάθος και τραυματίζοντάς του ελαφρά το χέρι. Έτσι γνωρίστηκαν κι έγιναν φίλοι, ενώ λίγα χρόνια μετά, όντας και οι δύο κιθαρίστες, αποφάσισαν να ψάξουν μέλη για να δημιουργήσουν μια μπάντα διασκευών. Στην πορεία αποφάσισαν να γράψουν δικό τους υλικό.


Το πρώτο line-up (Christer "Frille" Asell - φωνητικά, Pelle Hansson - τύμπανα, Tommy Hellstrom - μπάσο) συμπληρώθηκε μερικά χρόνια μετά και ενώ οι νεαροί μουσικοί πήγαιναν ακόμη σχολείο, οπότε τους προτάθηκε να παίξουν για κάποια γιορτή. Η μπάντα, όμως, δεν είχε ακόμη όνομα. Ενώ έπαιζαν πρόβες και ακόμη έψαχναν, κάποιο από τα μέλη, αλλάζοντας μπαταρία σε ένα πεντάλ, πρότεινε το "9 Volt" (από την τάση της μπαταρίας). Τότε κάποιος πετάχτηκε (πιθανώς ο "Frille") και αντιπρότεινε το "220 Volt" (η συνήθης τάση ηλεκτροδότησης), και από τον Απρίλιο του 1979 οπότε και έπαιξαν την πρώτη τους συναυλία, το όνομα "έκατσε".Συνάντησαν ενθουσιώδη υποδοχή στις αρχικές συναυλίες τους σε σχολεία και νεανικές λέσχες, αλλάζοντας στην πορεία στη θέση του μπάσου τον Hellstrom με τον μόλις 14 ετών αλλά ικανότατο Mike "Larsson" Krusenberg.


Μέχρι τα 1981 είχαν ήδη αποκτήσει αρκετή φήμη, χτίζοντας το κοινό τους με το να παίζουν σε όλο και πιο σημαντικά events, ενώ στις αρχές του 1982 μπήκε στη μπάντα ο ντράμερ Peter "Herman" Hermanson, συμπληρώνοντας το πρώτο "επαγγελματικό" line-up. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έκαναν τις πρώτες ηχογραφήσεις τους με ένα demo 7 κομματιών, ενώ το Σεπτέμβριο ηχογράφησαν άλλα 5, και δύο από αυτά αποτέλεσαν το πρώτο single τους, "Prisoner of War" / "Sauron" (1982), που κυκλοφόρησε σε περιορισμένα αντίτυπα το Νοέμβριο. Το single έγινε γρήγορα sold out, ενώ και κάποιες συναυλίες που έδωσαν στο τέλος του έτους μεγάλωσαν τη φήμη τους, οδηγώντας τους σε συμβόλαιο με την CBS/Sony.


Έχοντας ιδιαίτερα σφιχτό πρόγραμμα για τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους, οι οποίες έπρεπε να γίνουν μέσα σε 10 μόλις ημέρες, ο "Frille" αποχώρησε φιλικά βλέποντας ότι η απόδοσή του δεν ήταν αυτή που θα ήθελε και κάλεσαν ένα φίλο, τον Jocke Lundholm, να πάρει τη θέση του στα φωνητικά. Με αυτή τη σύνθεση συμπληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις του ομώνυμου 220 Volt (1983), για την υποστήριξη του οποίου η μπάντα έπαιξε αρκετά show. Το LP κυκλοφόρησε αρχικά και σε άλλες 7 χώρες εκτός Σουηδίας, με αρκετή επιτυχία.


Η επιτυχία αυτή τους έδωσε την ευκαιρία να ξαναμπούν σχετικά σύντομα στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις του επόμενου, έχοντας ήδη κάποια εμπειρία και λίγο περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους. Στην πορεία έγινε μια ακόμη αλλαγή με τον Peter Olander να μπαίνει στη θέση του Thomas Drevin, ο οποιος όμως συμπλήρωσε τις ηχογραφήσεις προτού αποχωρήσει. Το Powergames (1984) κυκλοφόρησε σε 18 χώρες και έγινε μεγαλύτερη επιτυχία, φτάνοντας μέχρι τα charts της Γερμανίας και της Γαλλίας, και η μπάντα βγήκε σε περιοδεία, παίζοντας μεταξύ άλλων και ως support στο Σκανδιναβικό σκέλος της περιοδείας των Nazareth.

Ξαναμπήκαν στο στούντιο αμέσως μετά από την περιοδεία και ηχογράφησαν 4 κομμάτια, ο ήχος των οποίων όμως θεωρήθηκε από την εταιρία “βαρετός”, με συνέπεια να σταλούν τα tapes σε άλλο στούντιο για μιξάρισμα. Εκεί, κατά λάθος (;) καταστράφηκαν.

Στο μεταξύ μια νέα περιοδεία ακολούθησε με τους Γερμανούς Bullet, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν στη "προστασία" του μεγαλοπαραγωγού (Scorpions, Accept) Dieter Dierks, και θεωρούνταν από ανθρώπους του χώρου ως ένα από τα επόμενα μεγάλα ονόματα. Παρ’όλα αυτά, οι 220 Volt ήταν εκείνοι που κέρδισαν το κοινό, με τους Bullet να εγκαταλείπουν την περιοδεία μετά από 3 show. Οι Volt συνέχισαν την υπόλοιπη περιοδεία παρέα με το crew των Bullet, και οι εμφανίσεις τους καθιέρωσαν το όνομά τους ως μια από τις καλύτερες live μπάντες.


Δεν πέρασε εβδομάδα από την περιοδεία όταν ξαναμπήκαν στο στούντιο για τον επόμενο δίσκο. Έχοντας ελάχιστες έτοιμες συνθέσεις και αρκετά σφιχτό χρονοδιάγραμμα, η μπάντα δούλεψε ασταμάτητα δοκιμάζοντας ιδέες, μελωδίες και riff. Τελικά κατέληξαν με 20 κομμάτια, μέρος των οποίων έμεινε αμιξάριστο ως B-side. Στην διάρκεια των ηχογραφήσεων ο George Reispass, στέλεχος της εταιρίας, τους πρότεινε να γράψουν ένα χριστουγεννιάτικο κομμάτι, το βασικό riff και το ρεφραίν του οποίου “κατέβηκαν” στον Mats μέσα σε δύο λεπτά. Το “Heavy Christmas” έμελλε να γίνει από τα πιο κλασικά κομμάτια τους, με συνεχή παρουσία στα setlist.


Το Mind Over Muscle (1985) συνάντησε θερμή υποδοχή και από τον Απρίλιο του ’85 και για όλο το καλοκαίρι η μπάντα βρέθηκε να περιοδεύει ασταμάτητα. Το Σεπτέμβριο πήγαν στη Βαρσοβία της Πολωνίας συμμετέχοντας σε ένα φεστιβάλ με 80.000 θεατές, το οποίο μεταδόθηκε και τηλεοπτικά, κάνοντας τους 220 Volt έναν από τους “πρέσβεις” του Hard Rock στο (τότε) Ανατολικό Μπλοκ.

Η κυκλοφορία του σινγκλ “High Heels” το 1996 συνοδεύτηκε από μια μεγάλη στιγμή για τη μπάντα καθώς έπαιξαν support στη Σκανδιναβική περιοδεία των AC/DC, με τις εμφανίσεις σε στάδια και αρένες να είναι γι αυτούς κάτι πρωτόγνωρο.

Δυστυχώς έπρεπε να διακόψουν για ένα χρόνο καθώς η στρατιωτική θητεία στη Σουηδία ήταν τότε υποχρεωτική. Ετοιμάζοντας το comeback για τότε που θα επέστρεφαν, και καθώς κάποιοι στίχοι του Lundholm ήταν αντιπολεμικοί, δέχτηκαν την πρόταση για συμμετοχή σε ντοκυμαντέρ ανάλογου περιεχομένου, με ένα από τα κομμάτια να είναι και η μπαλάντα “Lorraine” (από τον επόμενο δίσκο). Το 1987 με την επιστροφή τους, το ντοκυμαντέρ παίχτηκε σε μεγάλο Σουηδικό κανάλι.


Το επόμενο άλμπουμ Young and Wild (1987) περιείχε δύο σινγκλ που έγιναν hit, τα “Lorraine” καθώς και το ομώνυμο του δίσκου, και συνοδεύτηκε από την πρώτη headliner περιοδεία τους, την πιο πετυχημένη μέχρι τότε. Η μπάντα δε σταμάτησε να δουλεύει σε νέες συνθέσεις μεταξύ των εμφανίσεων, και μετά την τουρνέ μπήκαν στο στούντιο. Δοκίμασαν τον παραγωγό Richard T. Bear ψάχνοντας νέο ήχο αλλά τελικά, και μέσω μιας επαφής τους στην Epic στη Νέα Υόρκη, τον Bob Feineyle, ήρθαν σε επαφή με τον Max Norman (γνωστός από τον Ozzy, μεταξύ άλλων).



Το Eye to Eye (1988) ηχογραφήθηκε στο πρώτο μισό του έτους στη Νέα Υόρκη και η μίξη του έγινε στο Λος Άντζελες, κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς σε Ευρώπη και Ιαπωνία, και στις αρχές του ’89 σε ΗΠΑ. Συνάντησε θερμή υποδοχή, κομμάτια του έγιναν hits στο αμερικανικό ραδιόφωνο, και υπήρχε η αίσθηση ότι ετοιμαζόταν για μεγάλα πράγματα.

Εμπόδιο στάθηκε η εταιρία τους. Η μπάντα (αποκτώντας στο μεταξύ και για πρώτη φορά επαγγελματία μάνατζερ) έκανε βήματα για να μετακινηθεί σε αμερικάνικη εταιρία, όμως η CBS/Sony Σουηδίας δεν τους άφηνε. Η συμφωνία ναυάγησε και, ενώ ήδη είχαν ένα πολυπαιγμένο βίντεο στο MTV για το “Love is all you need” και ετοιμαζόταν για άλλο, οι Αμερικανοί έκαναν πίσω. Χωρίς υποστήριξη ή κάποιον για να μοιραστούν τα έξοδα, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση.Μια ακόμα πρόταση για συνεργασία με τον Ken Adamany αποδείχτηκε άκαρπη εξαιτίας της CBS/Sony, και τελικά ο Adamany υπέγραψε τους House of Lords.

Το συμβόλαιο τους υποχρέωνε για 2 δίσκους ακόμα, ενώ τους προτάθηκε να κυκλοφορήσουν και ένα live, αλλά εκείνοι ήθελαν απλά να φύγουν, πράγμα που κατάφεραν το 1991. Το timing όμως δεν ήταν πια καλό, έκαναν διάφορες ηχογραφήσεις και έψαξαν εταιρία, αλλά η κούραση και οι εποχές που άλλαζαν στα ‘90s τους έκαναν να αποφασίσουν να διαλύσουν τη μπάντα, παίζοντας μια τελευταία περιοδεία το Μάιο του 1992.

Όλα τα μέλη πλην του Lundholm συνέχισαν ως Voltergeist (από τον τίτλο του live που δεν κυκλοφόρησε), αλλά διαλύθηκαν το Νοέμβριο του 1993.


Λίγα χρόνια μετά κυκλοφόρησε μια συλλογή με τις ηχογραφήσεις της περιόδου 1990-92 με τίτλο Lethal Illusion (1997), αλλά έγιναν κάποιες λάθος κινήσεις από την εταιρία που το εξέδωσε και το Ιαπωνικό σκέλος δεν το προώθησε όσο θα έπρεπε.


Το 2002 σφράγιζε την 20η επέτειο από την πρώτη κυκλοφορία τους, και η μπάντα επανενώθηκε με το line-up του πρώτου σινγκλ (με τον Drevin στη κιθάρα και τον Asell στα φωνητικά), παίζοντας στο Sweden Rock Festival. Ηχογραφήσεις από το live μπήκαν στον reunion album, Volume 1 (2002), ενώ η θερμή συνολικά αποδοχή για την επανεμφάνισή τους έδωσε το κέφι για να συνεχίσουν.


Ηχογραφήσεις από κάποια επετειακά show στην περιοχή Jamtland της Σουηδίας αποτέλεσαν το υλικό για τον πρώτο live δίσκο τους, Live in Jamtland (2005).

Μέχρι στιγμής οι δίσκοι τους δεν έχουν επανακυκλοφορήσει επίσημα και είναι δυσεύρετοι, και είναι πραγματικά κρίμα καθώς η μπάντα είναι από τα πιο δυνατά ονόματα που έδρασαν στα ‘80s, χωρίς να ακουστούν όσο θα έπρεπε.

Δισκογραφία

1983 - 220 Volt (s/t)

1984 - Powergames
1985 - Mind Over Muscle
1985 - Electric Messengers (Compilation)
1987 - Young And Wild
1988 - Eye To Eye (και CD επανέκδοση το 2003 με bonus)
1997 - Lethal Illusion
2002 - Volume 1

2005 - Made in Jamtland





0 comments: