Rock Goddess

Posted by universechild On Feb 27, 2011 1 comments

Οι Rock Goddess από το Λονδίνο μοιάζουν ως η Βρετανική απάντηση στις Vixen, αλλά ποτέ δεν πλησίασαν την δημοτικότητα των Αμερικανίδων και απέκτησαν αρκετά cult φήμη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '80. Πρωτοδημιουργήθηκαν από τις αδερφές Julie και Jody Turner (τύμπανα και κιθάρα/φωνητικά αντίστοιχα) το 1977, όταν ήταν μόλις 13 ετών. Η τετράδα του αρχικού αυτού line-up συμπληρώθηκε από τις Tracey Lamb (μπάσο) και Donnica Colman (πλήκτρα). Η εποχή αυτή ήταν η περίοδος που κυριαρχούσε το punk, αλλά ταυτόχρονα κυοφορούνταν η γνωστή αναγέννηση του rock που ονομάστηκε New Wave of British Heavy Metal (ή, όπως το ξέρουν οι φίλοι του, NWOBHM), και οι κοπέλες με τη βοήθεια ενός φίλου συμμετείχαν με ένα κομμάτι τους σε μία συλλογή με καινούριες μπάντες. Επίσης, χάρι στις γνωριμίες του πατέρα τους ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης δισκάδικου ,έκαναν και τις πρώτες τους ζωντανές εμφανίσεις. Τελικά μετά από αρκετές προσπάθειες, την παραγωγή ενός demo, και μια εμφάνιση στο φεστιβάλ του Reading το 1982, κατάφεραν να υπογράψουν με την A&M.

Το ομώνυμο ντεμπούτο τους Rock Goddess (1983) ηχογραφήθηκε με τη μπάντα ως τριάδα (είχε φύγει η Colman) και παραγωγό τον Vic Maile, και έχει τον χαρακτηριστικό ήχο που έχουν πολλές Βρετανικές heavy metal μπάντες της εποχής αυτής, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται (κυρίως από τους στίχους τους) ότι φλέρταραν και με τον Αμερικάνικο metal ήχο. Η Tracey Lamb αποφάσισε να φύγει και να σχηματίσει μαζί με την Kat Burbella (η οποία έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τις Rock Goddess ως δεύτερη κιθαρίστρια) τις She, αλλά τελικά μετά από χρόνια πήγε στις Girlschool.

Ο δεύτερος δίσκος τους Hell Hath No Fury (1984) ηχογραφήθηκε με την Dee O' Malley στο μπάσο και είχε στην παραγωγή τον γνωστό για αμέτρητα άλμπουμ του metal Chris Tsangarides. Με εξώφυλλο που μοιάζει να προφητεύει το God of War (η μάλλον Goddess of War!) είναι ένας αρκετά καλός δίσκος και εμφανώς βελτιωμένος σε σχέση με τον προηγούμενο, και σε κάνει να σκέφτεσαι πως είναι κρίμα που η μπάντα δεν κατάφερε μεγαλύτερη επιτυχία (βέβαια το ίδιο ισχύει για αρκετούς άλλους του NWOBHM). Οι Rock Goddess έφτασαν να παίξουν ως co-headline με τους Υ&Τ και Iron Maiden σε περιοδείες στη Βρετανία, και τους Saxon στη Γαλλία. Ωστόσο, προτού γίνει η Αμερικάνικη περιοδεία, η O'Malley δεν μπορούσε να συνεχίσει γιατί ήταν έγκυος. Αντικαταστάθηκε με την Julia Longman, ενώ προστέθηκε και η Becky Axten στα πλήκτρα.

Το τρίτο τους άλμπουμ είχε ήδη ηχογραφηθεί το 1985, αλλά κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα και μόνο στη Γαλλία ως Young and Free (1987). Διάφορα οικονομικά και άλλου είδους προβλήματα οδήγησαν στην οριστική διάλυση της μπάντας το 1988. Οι αδερφές Turner κινήθηκαν ως The Jody Turner Band μαζί με άλλους δύο (άντρες αυτή τη φορά) μουσικούς, αλλά ποτέ δεν έκαναν κάτι περισσότερο από το να παίζουν live σε τοπικό επίπεδο. Η Jody Turner επαναδημιούργησε τις Rock Goddess το 1994 για να προωθήσει την επανακυκλοφορία του Young and Free, αλλά μετά από μια αλλαγή ονόματος (Braindance - !) διαλύθηκαν ξανά.

Δισκογραφία
  • 1983 - Rock Goddess
  • 1984 - Hell Hath No Fury
  • 1987 - Young and Free

Icon

Posted by universechild On Feb 24, 2011 0 comments

Παραγνωρισμένο και σχετικά cult όνομα του χώρου, οι Icon από το Phoenix της Αριζόνα μπορούν να περιγραφούν ως μια λιγότερο metal εκδοχή των Ratt και (ειδικά) των Quiet Riot. Ειδικά η φωνή του Clifford στον πρώτο δίσκο σε σημεία θυμίζει (πολύ) Kevin DuBrow.

Δημιουργήθηκαν το 1981 από τους Dan Wexler (κιθάρες), Stephen Clifford (φωνή) και Tracy Wallach (μπάσο), με αρχικό όνομα το πλακατζίδικο Schoolboys (ίσως είχαν και της Girlschool στο μυαλό τους). Θα πεις σχολείο πήγαιναν ακόμη τότε, τόσο ήξεραν. Οι υπόλοιπες θέσεις αρχικά συμπληρώθηκαν από τους David Henzerling (κιθάρες) και John Covington (τύμπανα), αλλά μέχρι το 1984 που είχαν μετονομαστεί σε Icon και υπέγραψαν με την Capitol, είχαν αντικατασταθεί από τους John Aquilino και Pat Dixon.

Ο ομώνυμος πρώτος τους δίσκος Icon (1984) είναι ένα από τα πιο δυνατά ντεμπούτα του είδους που μπορεί να ακούσει κανείς, μια γερή δόση αμερικάνικου Μetal, και το υπέροχο "On Your Feet" είχε γίνει ραδιοφωνικό hit στην εποχή του. Παραμένει ίσως ο καλύτερος δίσκος τους, και το άκουσμά του είναι τόσο "ατμοσφαιρικό" (με την έννοια ότι μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα και τα καλώς εννοούμενα "κλισέ" του ήχου των 80s σε βαθμό όσο λίγοι άλλοι δίσκοι το κάνουν) που επιβάλλεται η απόκτησή του σε βινύλιο, γιατί πολύ απλά απαιτείς να ακούσεις και τον ήχο που κάνει η βελόνα στο αυλάκι. Από τις εναρκτήριες ριφιές του ανθεμικού "(Rock On) Through The Night" μέχρι την power ballad "It's Up To You" στο κλείσιμο, είναι ένα διαμαντάκι. Δεν είναι τυχαίο το όνομα καθώς Icon ονομάζεται και ο καλύτερος δίσκος των Paradise Lost (άσχετο!)


Το The Night of the Crime (1985) κινείται σε πολύ πιο εμπορικά και pop rock μονοπάτια με μειωμένες τις κιθάρες και τονισμένα τα πλήκτρα, και υπεύθυνος για την παραγωγή ήταν ο Eddie Kramer. Παρόλα αυτά, ο Clifford αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μπάντα, προκαλώντας μια μικρή παύση.


Photobucket Photobucket
Το επόμενο άλμπουμ τους A More Perfect Union (1987) κυκλοφόρησε μόνο σε τοπικό επίπεδο και σε κασέτα, προκάλεσε όμως εκ νέου το ενδιαφέρον των εταιριών.

Το Right Between the Eyes (1989) ηχογραφήθηκε με τους Jerry Harrison (φωνητικά) και Drew Bollmann (δεύτερη κιθάρα), και το βίντεο Taking My Breath Away παίχτηκε αρκετά από το MTV. Στο Holy Man's War δεύτερα φωνητικά κάνει ο Alice Cooper! Παρόλα αυτά, με το τέλος της περιοδείας του άλμπουμ, η μπάντα διαλύθηκε και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του, συμμετέχοντας σε διάφορες μπάντες και project. Ο Dan Wexler δούλεψε και με τον Alice Cooper, ενώ ο Jerry Harrison ηχογράφησε με τους Harlequin (ένα αξιόλογο AOR project).

Το 1994 επανακυκλοφόρησε επίσημα σε CD η κάσέτα του 1987 με τίτλο (An Even) More Perfect Union και μερικά bonus κομμάτια.

Τον Αύγουστο του 2008 τα αυθεντικά μέλη Wexler, Aquilino και Dixon μαζί με τον Dave Henzerling (κιθαρίστα στην πρώτη φάση της μπάντας) επανενώθηκαν και κυκλοφόρησαν επίσημα σε DVD ένα bootleg του 1984. Στην θέση του τραγουδιστή μπήκε ο Scott Hammons. Η μπάντα γνώρισε θερμή υποδοχή και αρκετή επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.


Δισκογραφία

  • 1984 - Icon
  • 1985 - The Night of the Crime
  • 1987 - A More Perfect Union (Casette)
  • 1989 - Right Between The Eyes
  • 1994 - (An Even) More Perfect Union (CD)
  • 2008 - 1984 Live (bootleg) (DVD)

Vixen

Posted by universechild On Feb 18, 2011 0 comments

Photobucket

Οι Vixen είναι φυσικά η πιο γνωστή all-female Hard Rock μπάντα, και από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγκροτήματος όπου όλα τα μέλη, χωρίς εξαίρεση, ήταν πάντα θηλυκού γένους. Η κλασική τετράδα των Jan Kuehnemund (κιθάρα), Roxy Petrucci (τύμπανα), Janet Gardner (φωνητικά) και Share Pedersen (μπάσο) γνώρισε μεγάλη επιτυχία στα τέλη των 80s/αρχές 90s, με δύο άλμπουμ στο ενεργητικό της θεωρείται ως η "κλασική" περίοδος της μπάντας, αλλά με τη πάροδο των χρόνων και σε διάφορα reunions το όνομα Vixen χρησιμοποιήθηκε από διάφορους συνδυασμούς μελών.

Ιθύνων νους της μπάντας είναι η κιθαρίστρια Jan Kuehnemund, η οποία δημιούργησε τη μπάντα στη Μινεσότα στις αρχές των 80s, όταν πήγαινε ακόμη σχολείο. Χτίζοντας το κοινό της με συνεχή live, και με την προσθήκη της τραγουδίστριας Janet Gardner, η μπάντα μετακινήθηκε στο LA, ενώ εμφανίστηκε και στην ταινία Hardbodies ως Diaper Rash (1984).
Σημαντική προσθήκη στο line-up ήταν η Roxy Petrucci στα τύμπανα. Η Roxy, μαζί με την αδερφή της Maxine, έπαιζαν μέχρι τότε στους Madame X (συνολικά κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, το αρκετά καλό We Reserve the Right). Με την Pia Miacco στη θέση του μπάσου, οι Vixen ηχογράφησαν το πρώτο τους demo (με τα κομμάτια "Leave Me Alone", "Waiting For You" και "You Oughta Know By Now") το οποίο και τους εξασφάλισε συμβόλαιο με την EMI. Στο μεταξύ η θέση του μπάσου έμεινε πάλι κενή, και η τετράδα συμπληρώθηκε με την Share Pedersen.

Photobucket Photobucket Photobucket

Οι ηχογραφήσεις για το ντεμπούτο τους Vixen (1988) έγιναν με την βοήθεια και την επίβλεψη του Richard Marx, ο οποίος είναι και ο συνθέτης και παραγωγός του μεγάλου τους hit "Edge of a Broken Heart". Χωρίς να φτάσουν τα μεγέθη των πιο μεγάλων ονομάτων της εποχής, οι Vixen έτυχαν πολύ θερμής υποδοχής με το άμεσο και καθαρόαιμο Hard Rock τους, και κομμάτια όπως το Broken Heart και το Love Is A Killer έγιναν μεγάλα hit. Μεταξύ άλλων, έπαιξαν και support στους Ozzy Osbourne, Scorpions και Bon Jovi (δεν είναι και λίγοι εκείνοι που τους έλεγαν "θυληκοί Bon Jovi"). Το Rev It Up (1990) είχε επίσης κάποια επιτυχία, αλλά μετά από μια εκτενή περιοδεία που κράτησε ένα χρόνο, η μπάντα διαλύθηκε, καθώς υπήρξαν κάποιες διαφωνίες. Έπαιξε σίγουρα ρόλο και το γεγονός ότι οι εποχές δεν ήταν οι καλύτερες για τον ήχο των 80s.

Photobucket

Η πρώτη επανένωση έγινε το 1997 από τις Roxy Petrucci και Janet Gardner, οι οποίες μαζί με την Gina Stile (κιθάρα) και Rana Ross (μπάσο) κυκλοφόρησαν το Tangerine (1998). Σε κάποια από τις περιοδείες συμμετείχε και η αδερφή της Roxy Petrucci, Maxine, στο μπάσο, αλλά υπήρξαν νομικά προβλήματα με την Kuehnemund η οποία τους έκανε μήνυση για τη χρήση του ονόματος.
Το 2001 έγινε μια δεύτερη "κανονική" επανένωση με τις Kuehnemund / Petrucci / Gardner και την Pat Holloway στο μπάσο, αλλά δυστυχώς δεν κράτησε για πολύ, με εξαίρεση μια εμφάνιση που έκαναν όλες μαζί για το Bands Reunited του καναλιού VH1 το 2004.

Η Kuehnemund συνέχισε (και συνεχίζει ακόμη) με τις Jenna Sanz-Agero (φωνητικά), Lynn Louise Lowrey (μπάσο) και Kathrin "Kat" Kraft (τύμπανα), με τις οποίες ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το live CD/DVD Live in Sweden (2006) και το άλμπουμ Live & Learn (2006).

Δισκογραφία:
  • 1988 - Vixen
  • 1990 - Rev It Up
  • 1997 - Tangerine
  • 1999 - The Best of Vixen: Full Throttle
  • 2004 - Works
  • 2006 - Live & Learn (Live)
  • 2006 - Extended Versions
  • 2009 - Live in Sweden

Photobucket Photobucket Photobucket Photobucket

Lionsheart

Posted by universechild On Feb 12, 2011 0 comments

Lionsheart
Κατ'αρχήν προσοχή στο όνομα: Οι Lionsheart δεν έχουν καμμία σχέση με τους Lionheart, το "s" κάνει τη διαφορά! Οι παλαιότεροι Lionheart από την Βρεταννία δημιουργήθηκαν το 1980 και δυστυχώς δεν είχαν μεγάλη τύχη με μόλις ένα άλμπουμ στο ενεργητικό τους, ενώ οι (επίσης Βρεταννοί) Lionsheart είναι μια μπάντα των 90s, με ήχο όμως που μοιάζει ως μια σύνοψη της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας στα καλύτερά της.
Δημιουργήθηκαν το 1993 από τον τραγουδιστή Steve Grimmett, γνωστό από τους Grim Reaper. Με αρχικά μέλη τους δίδυμους Mark και Steve Owens στις κιθάρες, τον Anthony Christmas στα drums και Graham Collett (πλήκτρα) κυκλοφόρησαν κάποια demo σε ένα καθαρά classic rock ύφος. Το αρχικό αυτό line-up δεν κράτησε και πολύ, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εποχή αυτή ήταν ίσως Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ που υπήρξε ποτέ για την δημιουργία μιας νέας hard rock μπάντας, ειδικά στον άξονα ΗΠΑ-Βρετανία.
 
1993 - Lionsheart1994 - Pride In Tack
 
Όπως συνέβη και με άλλους rocker, η επιτυχία τους ήρθε εξ ανατολής καθώς τα Lionsheart (1993) και Pride In Tact (1994) (μανία αυτοί οι Άγγλοι με τα λογοπαίγνια - από που να αρχίσεις με αυτόν τον τίτλο!) σημείωσαν αξιόλογες πωλήσεις στην Ιαπωνία. Δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε και οι τελευταίοι που κυκλοφορούν live δίσκο από ηχογραφήσεις εκεί, αν και το Rising Sons - Live in Japan (2000) κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια μετά την περιοδεία από την οποία έγιναν οι ηχογραφήσεις (1993).
 
1998 - Under Fire 2000 - Rising Sons - Live in Japan 1993
 
Ο τρίτος δίσκος τους επρόκειτο να κυκλοφορήσει το 1995, αλλά υπήρξαν καθυστερήσεις εξ αιτίας νομικών προβλημάτων με την εταιρία τους. Το Under Fire (1998) δεν τα πήγε ιδιαίτερα καλά και η μπάντα διαλύθηκε προσωρινά. Ο Grimmett δημιούργησε τους Pride (κάνει μπαμ ότι πρέπει να του άρεσαν πολύ οι White Lion!). Το 2000 κυκλοφόρησε το live που προαναφέρθηκε με αρκετά θερμή υποδοχή, και ο Grimmett με την παρέα του ετοίμασε το αυτοχρηματοδοτούμενο Abyss (2004), το οποίο στην Αμερική κυκλοφόρησε μόνο ως ψηφιακή αγορά (δηλαδή download επί πληρωμή). Αυτός είναι και ο τελευταίος μέχρι στιγμής δίσκος ως Lionsheart.

2004 - Abyss
Ο Grimmett βέβαια έμεινε δραστήριος σε διάφορα project και κυρίως ως The Steve Grimmett Band (με το όνομα αυτό κυκλοφόρησε το Personal Crisis του 2007) και GrimmStine (ένας ακόμα δίσκος). Δεν είναι γνωστό αν ποτέ θα κινηθεί ως Lionsheart ξανά, αλλά σίγουρα οι Grim Reaper έχουν προτεραιότητα.
 
Δισκογραφία:
  • 1993 - Lionsheart
  • 1994 - Pride In Tact
  • 1998 - Under Fire
  • 2000 - Rising Sons - Live in Japan 1993
  • 2004 - Abyss
 

Krokus

Posted by universechild On Feb 10, 2011 0 comments

Photobucket

Η Ελβετία είναι γνωστή για πολλά πράγματα (με κλισέ αρχίσαμε...), όχι μόνο για τυριά, σοκολάτες και ρολόγια ακριβείας, αλλά κυρίως για τις πολυθρύλητες τράπεζες (συνεχίζει το κλισέ) που έχουν αποκτήσει μυθικό status από τα διαφόρων ειδών λαμόγια που φυλάσσουν τα κλοπιμαία τους εκεί, ακριβώς όπως ο Εκατόνταρχος είχε κρυμμένα τα "αναμνηστικά" (=κλεμμένα αρχαία) από την Αίγυπτο στην θυρίδα που έτυχε να κρυφτεί ο Αστερίξ και ο Οβελίξ.


Ευτυχώς όμως είναι γνωστή και για σχετικά λίγες, αλλά καλές, μπάντες του hard'n heavy. Έχουμε βαρεθεί να γράφουμε και για τους παραγνωρισμένους China που υπάρχουν εδώ και μια εικοσαετία (ίσως να ήταν άτυχη και η επιλογή του ονόματός τους, αν σκεφτείς τους διάφορους συνειρμούς που προκαλεί η λέξη - αν και εκείνοι μάλλον είχαν τον αρχαίο πολιτισμό της Κίνας στο μυαλό τους). Εκτός από τους πρωτοπόρους του σκληρού ήχου Celtic Frost, που είναι επίσης ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των 80s (η ιστορία των οποίων όμως ξεφεύγει από τα όρια ενός blog αφιερωμένου κυρίως στο κλασικό hard rock και metal, αν εξαιρέσεις βέβαια τον δικό τους "glam" δίσκο, Cold Lake, το οποίο όμως θεωρείται αχαρακτήριστο και είναι σαν να ακούς thrash/death από τους Guns'n Roses), μια από τις μεγαλύτερες εξαγώγιμες μπάντες της χώρας είναι και οι Krokus.


1976 - Krokus1977 - To You All
1978 - Pay It In Metal

Οι Krokus είναι φυσικά η ευρωπαϊκή απάντηση στους AC/DC! Εντάξει, κανένας δεν είναι σαν τους AC/DC και αυτό ίσως ακούγεται προσβολή τόσο για τους μεν, καθώς οι AC/DC είναι απλά η πιο ιδιαίτερη περίπτωση υπερ-επιτυχημένης μπάντας που έχει υπάρξει ποτέ, όσο και για τους δε, καθώς οι Ελβετοί είχαν πάντα τη δική τους ταυτότητα και δεν ήταν ποτέ μια ξερή απομίμηση - αλλά το θέμα είναι ότι τους θυμίζουν πολύ!



Photobucket

Οι Krokus δημιουργήθηκαν το 1974 παίζοντας αρχικά prog rock στο ύφος των Yes, και είχαν μια σχετική επιτυχία στην χώρα τους. Ο Chris von Rohr (μπάσο), ο κιθαρίστας Fernando von Arb και ο drummer Freddy Futig (με το παρατσούκλι Steady=σταθερός) είναι το μόνα από τα αρχικά μέλη της 70s περιόδου της μπάντας που έμειναν σταθερα για το μεγαλύτερο μέρος της πορείας τους μέχρι και σήμερα. Μπορεί κάποιος να πει πως "κανονική" αφετηρία των Krokus όπως τους ξέρουμε είναι η είσοδος του Marc Storace στη θέση του τραγουδιστή το 1980, η οποία συνοδεύτηκε και από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς, το Metal Rendez-Vous (1980). Την εποχή εκείνη το metal γνώριζε μια νέα άνθηση στην πατρίδα του τη Βρετανία, και οι Krokus εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία με το να παίξουν στο φεστιβάλ του Reading.

PhotobucketPhotobucket

Οι επόμενος δίσκος τους Hardware (1981) συνέχισε την ανοδική πορεία, ενώ σημαντικός σταθμός στο One Vice At A Time (1982) ήταν η προσθήκη του κιθαρίστα Mark Kohler.
Με μερικά κλασικά κομμάτια όπως το "Long Stick Goes Boom" και την διασκευή του American Woman (των Guess Who) ο δίσκος Ο Chris von Rohr περιέγραψε εκείνη την εποχή το άλμπουμ ως "ο δίσκος που δεν έκαναν οι AC/DC", ίσως άτυχο σχόλιο καθώς δεν ήταν και λίγοι όσοι τους θεωρούσαν ως μια αντιγραφή των Αυστραλών. Η δημοτικότητά τους σε Ευρώπη, βέβαια, συνεχώς αυξανόταν, ενώ δεν αργούσε η στιγμή να "χτυπήσουν" και την αγορά της Αμερικής. Η σύνθεση περίπου της εποχής αυτής με τους Chris Von Rohr (μπάσο), Marc Storace (φωνητικά) τους Fernando Von Arb και Mark Kohler στις κιθάρες είναι και η πιο κλασική, και εκείνη του πρόσφατου reunion.


Photobucket

Το Headhunter (1983) ήταν ο πιο επιτυχημένος εμπορικά δίσκος τους μέχρι στιγμής, έγινε πλατινένιος στις ΗΠΑ, ενώ και ποιοτικά θεωρείται από τους καλύτερούς τους. Κλασική είναι και η μπαλάντα "Screaming in the Night", ενώ το βίντεο παίχτηκε πολύ από το MTV. Το βίντεο είναι cult στον υπερθετικό βαθμό θυμίζοντας κάτι από μεταποκαλυπτικό sexploitation με διασταύρωση Conan, Gwendoline και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς (μα τι κάπνιζαν τότε;).


PhotobucketPhotobucketPhotobucket

Όπως και άλλες μπάντες που βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με μεγάλη επιτυχία, οι Krokus δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τις μαλακίες. Σ'αυτό όμως δεν φταίνε τόσο οι ίδιοι, όσο οι πιέσεις της εταιρίας τους, Arista Records. Οι επόμενοι δίσκοι τους βρήκαν να εγκαταλείπουν τον πιο "τραχύ" AC/DC ήχο που είχαν μέχρι τότε για κάτι πιο εμπορικό και γυαλισμένο, όχι κάτι που είναι απαραίτητα κακό, αλλά ίσως σε αυτούς δεν ταίριαζε. Σε συνδυασμό και με την εποχώρηση του Rohr, η μπάντα δεν βρέθηκε στα καλύτερά της. Tο Blitz (1984) ήταν σχετικά αποδεκτό και κατάφερε να γίνει χρυσό στην Αμερική, αλλά με το αχαρακτήριστο
Change of Address (1986) θεωρήθηκε ότι είχαν ξεφύγει πολύ και ίσως είναι ο χειρότερος δίσκος τους. Με την αποτυχία του, οι Krokus αποφάσισαν να χωρίσουν τους δρόμους τους με την Arista, κυκλοφορώντας ένα τελευταίο δίσκο στην εταιρία, ένα καλό live με απαίσιο εξώφυλλο, το Alive & Screamin' (1986).

Photobucket

Το Heart Attack (1988) κυκλοφόρησε με νέα εταιρία την MCA και τους Krokus να έχουν περισσότερο έλεγχο στις επιλογές τους, ενώ ήταν μεγάλο συν και η επιστροφή του Rohr. Το Heart Attack ήταν όνομα και πράγμα, μια καθαρόαιμη metal "επίθεση" που ήθελε να σβήσει από τη μνήμη τα μαγειρέματα που προηγήθηκαν, ένας δίσκος που σε κάνει να συγκρίνεις τους Krokus περισσότερο με Judas Priest και Accept παρά με AC/DC. Ήταν σαν οι Krokus να ήθελαν να κάνουν, εκτός από μια επιστροφή, και μια δήλωση (και το αρχικό κομμάτι "Everybody Rocks" τα λέει όλα). Βέβαια, εμπορικά η μπάντα ποτέ δεν επέστρεψε στα μεγέθη του Headhunter, αλλά κέρδισαν σε respect.

Photobucket

Παρόλα αυτά, η μπάντα βρέθηκε σε κατάσταση ημι-διάλυσης την περίοδο αυτή (τα έχουμε ξαναπεί και για ττις αρχές των 90s), και για τον επόμενο δίσκο ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Fernando Von Arb. Το Stampede (1990) βέβαια δεν είναι σε καμμία περίπτωση άσχημος δίσκος, αλλά είναι (περίπου) σαν να έχεις δίσκο των Iron Maiden με τον Steve Harris και τέσσερις καινούριους. Και καλά να ακούγεται το άλμπουμ, απλά δεν είναι το ίδιο.

Ο Marc Storace την περίοδο αυτή κινήθηκε ως σόλο μουσικός, κυκλοφόρησε το Blue Album (1991) και συνεργάστηκε με τους
China για μια live περιοδεία το 1993. Με μέλη των China (τους κιθαρίστες Freddy Lawrence και Claudio Matteo) δημιούργησε τους Acoustical Mountain, μια καθαρά live μπάντα που έπαιζε διασκευές κλασικών κομματιών από το παρελθόν.

PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Το 1995 η κλασική σύνθεση (χωρίς τον Rohr) επανενώθηκε κυκλοφορώντας και το To Rock Or Not To Be (1995) (θυμίζουν AC/DC και οι τίτλοι τους), με αξιόλογη επιτυχία. Βέβαια, αυτό δεν κράτησε για πολύ, και στο μέτριο Round 13 (1999) ο μόνος που υπήρχε ήταν πάλι σταθερά ο Fernando Von Arb, αλλά για το Rock the Block (2003) (πάλι η λέξη rock τον τίτλο!) επέστρεψε και ο Storace. Από την άλλη, στο Hellraiser (2006) ήταν η πρώτη φορά που ο Von Arb, ο οποίος ήταν στην ουσία το βασικό μέλος που κράτησε το όνομα Krokus όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπόρεσε να συμμετέχει στη μπάντα (για λόγους υγείας).

Photobucket

Το φθινόπωρο του 2007 επιτέλους είδε μια επανένωση των περισσότερων από τα βασικά μέλη για μια εφάνιση στην Ελβετική τηλεόραση όπου έπαιξαν ένα medley κλασικών κομματιών ("Tokyo Nights", "Bedside Radio", "Heartstrokes"), κάτι που οδήγησε στη reunion συναυλία το καλοκαίρι του 2008. Τελικά η μπάντα επανενώθηκε και επίσημα, και το Hoodoo (2010) είναι ίσως ο καλύτερος δίσκος τους εδώ και χρόνια.

Μια ιστορία με σκαμπανεβάσματα και σχεδόν την κατάρα του "ποτέ δεν μπορούμε να μαζευτούμε όλοι μαζί", αλλά όπως και πολλά άλλα κλασικά ονόματα, η "εποχή της Νοσταλγίας" όπως θα μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει την περίοδο από το 2000 μέχρι τώρα κατάφερε να τους επανενώσει. Η νοσταλγία, βέβαια, χωρίς δημιουργία και αναζήτηση του καινούριου είναι στείρα, αλλά αυτό δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα των επανενωμένων hard rockers - τόσοι το έχουν δείξει, και όσοι διαφωνούν είναι απλά κακοί ή έχουν γίνει, όπως κάποιοι άλλοι το θέλουν, cyborgs.
Γιατί όποιος θεωρεί "παλιακό" ότι υπάρχει πριν από το 2000, τί είναι;

Δισκογραφία:

  • 1976 - Krokus
  • 1977 - To You All
  • 1978 - Painkiller / Pay It In Metal)
  • 1980 - Metal Rendez-vous
  • 1981 - Hardware
  • 1982 - One Vice at a Time
  • 1983 - Headhunter
  • 1984 - The Blitz
  • 1986 - Change of Address
  • 1988 - Heart Attack
  • 1990 - Stampede
  • 1995 - To Rock or Not To Be
  • 1999 - Round 13
  • 2003 - Rock the Block
  • 2006 - Hellraiser
  • 2010 - Hoodoo


Photobucket

Live Albums

  • 1986 - Alive & Srcreamin'
  • 2004 - Fire and Gasoline CD/DVD
  • 2004 - Live at Montreaux Jass Festival DVD


PhotobucketPhotobucket

Συλλογές

  • 1980 - Early Days '75-'78
  • 1989 - Stayed Awake All Night - The Best
  • 1993 - The Dirty Dozen
  • 2000 - Definitive Collection
  • 2000 - The Collection
  • 2000 - Best of
  • 2003 - Long Stick Goes Boom: The Anthology

VHS & DVD
  • 1985 - The Video Blitz (VHS)
  • 2004 - As Long As We Live


Whitesnake

Posted by universechild On Feb 3, 2011 0 comments


Οι Whitesnake είναι ουσιαστικά το προσωπικό σχήμα του David Coverdale. Όπως και αρκετοί άλλοι της ίδιας "σειράς", η μπάντα υπάρχει από τα "βάθη" των 70s, και συγκεκριμένα το 1976-77, αλλά φυσικά γνώρισε την "χρυσή" εποχή της στη δεκαετία του 1980.


O Coverdale είναι φυσικά γνωστός από τη συμμετοχή του στους Deep Purple στη λεγόμενη "MK III" σύνθεση της μπάντας, στα μέσα των 70s όταν αντικατέστησε τον Ian Gillan στην θέση του τραγουδιστή. Καθώς ήταν υπεύθυνος για την πιο "funky" κατεύθυνση που είχαν πάρει οι Deep Purple τότε, η παρουσία του ήταν μια από τις αιτίες που δημιουργήθηκαν διαφωνίες οι οποίες οδήγησαν στη φυγή του Richie Blackmore το 1975. Η παρουσία του όμως ήταν σημαντική και στο να συνεχίσουν οι Purple με αντικαταστάτη στην θέση του Richie τον Tommy Bollin στην σύντομη "ΜΚ IV" περίοδό τους. Συνολικά οι Purple με τον Coverdale κυκλοφόρησαν τα Burn (1974), Stormbringer (1974) και Come Taste the Band (1975). Τελικά οι Purple διαλύθηκαν το 1976 (για να επανενωθούν επίσημα το 1984 - όλοι χρειάζονται ένα "διάλειμμα") και ο Coverdale βρέθηκε στη θέση να μην έχει άλλη επιλογή από εκείνη της solo καριέρας. Για να πούμε την αλήθεια βέβαια, η θέση του τραγουδιστή στους Purple όταν δεν ονομάζεσαι "Ian Gillan" είναι πάντα προσωρινή, όσο καλός και να είσαι!


Η αφετηρία του ως σόλο μουσικός μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και spin-off των Purple. Παραγωγός του πρώτου δίσκου White Snake (1977) ήταν ο μπασίστας της κλασικής MK II σύνθεσης των Purple, Roger Glover. Παρά το ότι ο πρώτος αυτός δίσκος δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, η συνεργασία του Coverdale με την EMI συνεχίστηκε και γρήγορα κυκλοφόρησε και το Northwinds (1977). Ο ίδιος λέει ότι το Northwinds ήταν ο δίσκος στον οποίο άρχισε να συγκεντρώνεται σε αυτά που ήθελε πραγματικά να κάνει, και το θεμέλιο της νέας μπάντας του.

Η εποχή δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, εδώ που τα λέμε, γιατί τότε ακριβώς ήταν που στην Βρετανία παρατηρήθηκε η λεγόμενη "έκρηξη του punk", και ακόμη και η εταιρία τους έλεγε ότι δεν ήταν σίγουροι αν η αγορά σήκωνε μια ακόμα blues-rock μπάντα στα χνάρια των Purple. Η σύνθεση τότε αποτελούνταν, εκτός από τον ίδιο τον Coverdale, και από τους Micky Moody και Bernie Marsden (κιθάρες), Neil Murray (μπάσο), Pete Solley (ο οποίος είχε αντικαταστήσει στα πλήκτρα τον Brian Johnston) και David 'Duck' Dowle (τύμπανα).



Πρώτη κυκλοφορία τους με το όνομα Whitesnake ήταν το Snakebite EP (1978), το οποίο λίγους μήνες μετά κυκλοφόρησε ως κανονικό LP (η δεύτερη πλευρά του βινυλίου συμπληρώθηκε με κομμάτια από το Northwinds). Η EMI είχε βάλει την ετικέτα "Η φωνή των Deep Purple" στο promotion, κάτι που δεν άρεσε και πολύ στον ίδιο καθώς ήθελε αυτή η νέα αφετηρία να είναι κάτι δικό του. Η μπάντα τότε λεγόταν "David Coverdale's Whitesnake" (πως λέμε π.χ. "Ritchie Blackmore's Rainbow"), και παρόλο που οι άνθρωποι της εταιρίας έλεγαν πως θα ήταν πιο σωστό εμπορικά να χρησιμοποιεί το όνομά του, εκείνος προτίμησε απλά το όνομα Whitesnake.

Το ντεμπούτο LP των Whitesnake, Trouble (1978), κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς σε παραγωγή του Martin Birch. Εν τω μεταξύ είχαν γίνει και κάποιες αλλαγές στη σύνθεση, και στα πλήκτρα συμμετείχε ένα μέλος των κλασικών Purple, ο John Lord.


Από τις Ευρωπαϊκές περιοδείες για την προώθηση του δίσκου ηχογραφήθηκε και το πρώτο τους Live at Hammersmith (1980), το οποίο τους τοποθέτησε στο άτυπο club με Βρετανικές (και μη) μπάντες που έχουν δίσκο με τη λέξη "Hammersmith" στον τίτλο. Εν τω μεταξύ ο δεύτερος δίσκος τους Lovehunter (1979) προκάλεσε συντηρητικές αντιδράσεις με το σεξουαλικό εξώφυλλο (του εικονογράφου Chris Achilleos), το οποίο έκανε σαφές και το τι άλλο ίσως εννοούσε ο Coverdale με την έκφραση "λευκό φίδι". Η ιστορία πίσω από το εξώφυλλο αναφέρεται στα liner notes της επετειακής επανέκδοσής του δίσκου σε CD, και ήταν ουσιαστικά ένα αστείο του Coverdale ως απάντηση στην ταμπέλα που του είχε βάλει μερίδα του Βρετανικού μουσικού Τύπου ως "σεξιστή και macho". Λες και ήταν ο πρώτος ή ο τελευταίος hard rocker με αυτό το lifestyle και στίχους του στυλ "I'll give you what a woman needs". Ο δίσκος βέβαια ήταν ένα βήμα μπροστά για τη μπάντα, και αρκετά κομμάτια όπως τα "Waking in the Shadow of the Blues" και το ομώνυμο είναι ήδη κλασικά.


Λίγο αργότερα για τον τρίτο δίσκο τους Ready An' Willing (1980) έγιναν μερικές ακόμη αλλαγές στο line-up και drummer ανέλαβε ο Ian Paice, συμπληρώνοντας ένα "πλήρωμα" που είχε στις τάξεις του τρία πρώην μέλη των Deep Purple. Ο δίσκος ήταν ο πιο επιτυχημένος τους μέχρι στιγμής και ήταν στην ουσία το "breakthrough" της μπάντας: μπήκε στο top-10 των Βρετανικών charts, ενώ άγγιξε και το top-100 των ΗΠΑ.

Ο επόμενος δίσκος Come An' Get It (1981) ηχογραφήθηκε στο στούντιο Startling του Ringo Starr, ένα κτίριο που υπήρξε και σπίτι του John Lennon, κάτι που σίγουρα είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Coverdale. Γεμάτος hit, ο δίσκος έφτασε στο νούμερο 2 των Βρετανικών chart και ο Coverdale έγινε εξώφυλλο και στο τρίτο τεύχος του νέου τότε περιοδικού Kerrang!, αλλά δυστυχώς η επιτυχία στην κατεξοχήν μεγάλη αγορά, τις ΗΠΑ, ήταν κάτι ακόμη μακρινό.

Την περίοδο αυτή οι Whitesnake βρέθηκαν σε hiatus επειδή ο Coverdale έπρεπε να αφοσιωθεί στην άρρωστη κόρη του. Τελικά επέστρεψε στη μουσική σκηνή το 1982 και, σύμφωνα με το περιοδικό Kerrang, οι Sabbath του πρότειναν τη θέση του αντικαταστάτη του Ronnie James Dio. Ο Coverdale αρνήθηκε, και κατά ειρωνική σύμπτωση οι Sabbath χρησιμοποίησαν ένα ακόμη πρώην μέλος των (διαλυμένων τότε) Purple, τον Ian Gillan (και κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ που θέλουν να ξεχάσουν, με ένα εξώφυλλο-ανοσιούργημα, το Born Again).

Με την επιστροφή του Coverdale ηχογραφήθηκε και το Saints & Sinners (1982), αλλά αμέσως μετά έγιναν και κάποιες αλλαγές στο line-up, oι Bernie Marsden (κιθάρα), Ian Paice (drums) και Neil Murray (μπάσο) αντικαταστάθηκαν με τους Mel Galley, Colin Hodgkinson και Cozy Powell. Το άλμπουμ ήταν επίσης επιτυχία στη Βρετανία και μπήκε στο top-10, και η μπάντα πέρασε την σαιζόν 1982-83 με περιοδείες, μεταξύ των οποίων ήταν και headline εμφάνιση στο Monsters of Rock του Donington το καλοκαίρι του 1983.


Χωρίς να χάσουν χρόνο ηχογράφησαν στα τέλη της ίδιας χρονιάς το Slide It In (1984), και παράλληλα εξασφάλισαν συμβόλαιο για τις ΗΠΑ με την Geffen. Το άλμπουμ δέχτηκε κάποιες κριτικές για τον ήχο του, και ο David Geffen επέμεινε για ένα ρεμιξάρισμα πριν από την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ. Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1984 με πολύ καλές πωλήσεις, και επιτέλους φάνηκε ότι και η Αμερική ήταν έτοιμη να δεχτεί τους Whitesnake. Παράλληλα, έγιναν και κάποιες αλλαγές στο line-up, και ο John Sykes (Thin Lizzy) έγινε μόνιμος κιθαρίστας.

Στην επακόλουθη περιοδεία η μπάντα άνοιγε σε ονόματα όπως οι Dio και οι (τεράστιοι τότε) Quiet Riot, και στο κλείσιμο της περιόδου έπαιξαν στο Rock In Rio μπροστά σε 100.000 θεατές. Η μεγάλη επιτυχία όμως περίμενε λίγο ακόμη.

Με το τέλος της περιοδείας, το 1985, οι Coverdale και Sykes άρχισαν να γράφουν το νέο υλικό για τον διάδοχο του Slide it In, αλλά το άλμπουμ καθυστέρησε για ολόκληρο σχεδόν το 1986 για λόγους υγείας (ο Coverdale έπαθε μια μόλυνση η οποία απείλησε τις φωνητικές του χορδές). Έγιναν και κάποιες ακόμη αλλαγές στο line-up: Ο Powell αντικαταστάθηκε στα drums από τον Aynsley Dunbar (Journey) και η θέση των πλήκτρων (ο John Lord είχε ήδη φύγει το 1984 για την επανένωση των Deed Purple) συμπληρώθηκε από τον Don Airey (Ozzy, Rainbow). Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν κανονικά για την κυκλοφορία του άλμπουμ το 1987, αλλά στην πορεία προέκυψε μια κόντρα μεταξύ του Coverdale και του Sykes και ο τελευταίος, παρόλο που ήταν υπεύθυνος για όλα τα κιθαριστικά μέρη καθώς και για μέρος της σύνθεσης, απολύθηκε. Οι αντικαταστάτες του Adrian Vandenberg και Vivian Campbell μιμήθηκαν στο στυλ του στα βίντεο του MTV και στην περιοδεία που ακολούθησε.


Το ομότιτλο Whitesnake (1987) κυκλοφόρησε ως "1987" στην Ευρώπη και "Serpens Albus" (δηλ. το όνομα της μπάντας στα λατινικά) στην Ιαπωνία. Καθώς η μπάντα είχε ήδη αρχίσει τη διαδικασία επαναπροσδιορισμού του ήχου της σε πιο "συναυλιακό" Heavy Metal (σήμα κατατεθέν της δεκαετίας) αφήνοντας λίγο πιο πίσω τα blues στοιχεία, ενώ ήταν και υπό την επίβλεψη του John Kalodner (ενός γνωστού μουσικού executive, υπεύθυνου για την επιτυχία πολλών μεγάλων ονομάτων), το άλμπουμ σημείωσε τεράστια επιτυχία και έφτασε να γίνει πλατινένιο (σήμερα έχει γίνει πλατινένιο 8 φορές). Η δημοτικότητα του δίσκου επίσης έδωσε ώθηση και στις πωλήσεις του Slide it In το οποίο από χρυσό έγινε επίσης πλατινένιο.


Την περίοδο αυτή οι Whitesnake έγιναν από τους "βασιλιάδες" του σχετικά καινούριου τότε MTV και τα βίντεο από τα τεράστια hits "Here I Go Again", "Is This Love" και "Still of the Night" έγιναν σταθερό μέρος του playlist. Είναι λίγο ειρωνικό βέβαια το ότι μέσα στις συνεχείς αλλαγές του line-up, κανένα μέλος της μπάντας που συμμετείχε στην ηχογράφηση δεν εμφανίζεται στα βίντεο, εκτός από τον Adrian Vandenberg (ο οποίος ηχογράφησε μόνο το σόλο στο "Here I Go Again"). Στα βίντεο εμφανίζονται τα νέα τότε μέλη, Rudy Sarzo, Tommy Aldridge και Vivian Campbell (ο οποίος επίσης ηχογράφησε μόνο ένα σόλο για το ρεμίξ του "Give Me All Your Love"). Αξίζει να σημειωθεί και το ότι ένα από τα μοντέλα/ηθοποιούς που συμμετείχε σε ένα από τα βίντεο, η Tawny Kitaen (το οποίο μεταφράζεται στο περίπου ως "καστανόξανθο γατάκι"!) έγινε γυναίκα του Coverdale.

Προτού αρχίσουν οι ηχογραφήσεις για τον επόμενο δίσκο, έγιναν ακόμη μερικές αλλαγές στα μέλη. Έφυγε ο Vivian Campbell (για "καλλιτεχνικές διαφωνίες"). Από την άλλη, για λόγους υγείας έφυγε επίσης και ο Adrian Vandenberg, και αντικατατάθηκε από τον superstar της κιθάρας Steve Vai, ο οποίος θα ήταν μόνιμο μέλος για το υπόλοιπο της μπάντας μέχρι την προσωρινή διάλυση/hiatus των 90s. Αυτές οι συνεχείς αλλαγές ήταν και ένας από τους λόγους που η μπάντα εξελίχτηκε να είναι ουσιαστικά το project του Coverdale. Το Slip of the Tongue (1989) ήταν μια απ'ευθείας στυλιστική συνέχεια του "1987", έγινε επίσης πλατινένιο, και η περιοδεία που το ακολούθησε ήταν η μεγαλύτερη της μπάντας μέχρι τότε. Μεταξύ άλλων υπήρξαν για δεύτερη φορά headliners στο Monsters of Rock του 1990. Ο Coverdale επίσης συμμετείχε και στο soundtrack της ταινίας Days of Thunder για τα φωνητικά του "The Last Note of Freedom" (το οποίο έγραψε μαζί με τον συνθέτη Hans Zimmer και τον Billy Idol). Ίσως χορτάτος από την επιτυχία, ίσως κουρασμένος, και σύμφωνα με δηλώσεις του, στενοχωρημένος από τον πρόσφατο χωρισμό του, ο Coverdale έβαλε τότε ένα προσωρινό "stop" όχι μόνο στους Whitesnake, αλλά και στη μουσική του πορεία.

Αυτό το διάλειμμα δεν κράτησε για πολύ βέβαια, καθώς το 1991 συναντήθηκε με έναν άλλο μύθο του rock, τον Jimmy Page με σκοπό να συνεργαστούν μαζί σε έναν δίσκο. Το όμορφο και με αρκετές επιρροές από Zeppelin, Coverdal Page (1993), σημείωσε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Coverdale το σήμα στο εξώφυλλο του δίσκου έχει σκοπό να συμβολίσει δύο διαφορετικούς δρόμους που γίνονται ένας.

Το 1994 επαναδραστηριοποιήθηκαν και οι Whitesnake με νέο line-up (Warren De Martini από Ratt στη κιθάρα, Denny Carmassi στα drums και Rudy Mirkovich στα πλήκτρα, καθώς και η επιστροφή των Rudy Sarzo και Adrian Vandenberg) με σκοπό την πρόώθηση ενός Greatest Hits (1994).
Το επόμενο δισκογραφικό εγχείρημα του Coverdale έγινε το 1996-97 όταν ο ίδιος μαζί με τον Vandenberg και τον Carmassi επανένωσαν εκ νέου τη μπάντα για το, με σίγουρα συμβολικό τίτλο, Restless Heart (1997). Εκτός από το εξώφυλλο, όπου ήταν η πρώτη φορά εδώ και 17 (από το 1980) χρόνια που εμφανιζόταν ο ίδιος ο Coverdale, ο δίσκος σηματοδότησε και την επιστροφή τους στον πιο blues-rock ήχο των αρχικών δίσκων. Χωρίς να έχει τα τεράστια νούμερα του παρελθόντος, το εγχείρημα είχε κάποια επιτυχία συνάντησε θερμή υποδοχή από το κοινό της μπάντας. Στις ηχογραφήσεις συμμετείχαν ο Guy Pratt στο μπάσο, και ο Brett Tuggle στα πλήκτρα (ο οποίος συμμετείχε και στο Coverdale Page του '93), αλλά για τις περιοδείες αντικαταστάθηκαν από τους Tony Franklin και Derek Hilland. Στις περιοδείες συμμετείχε και ο Steve Farris των Mr Sister. Εκτός από τον δίσκο κυκλοφόρησε και ένα ακουστικό Starkers in Tokyo (1997) το οποίο ηχογράφησαν οι Coverdale και Vandenberg στην Ιαπωνία.

Τα χουμε πει πως η δεκαετία του 2000 ήταν μια δεκαετία όπου είδαμε την νοσταλγική αναβίωση ή/και επανένωση κλασικών ονομάτων που είχαν παρακμάσει στα 90s, και το timing για την 25η επέτειο των Whitesnake δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Η αρχή έγινε με την επιστροφή του Coverdale στη μουσική με τον (σόλο) δίσκο του Into The Light (2000). Μια συλλογή με τον απλό τίτλο The Best of Whitesnake (2003) συνόδεψε ένα νέο line-up της μπάντας για την επετειακή περιοδεία του 2003: Doug Aldrich από Dio και Reb Beach από Winger στις κιθάρες,
Marco Mendoza στο μπάσο, Tommy Aldridge στα τύμπανα και Timothy Drury στα πλήκτρα.

Η σύνθεση αυτή παρέμεινε σταθερή μέχρι και το 2005 όπου ο Mendoza αντικαταστάθηκε από τον Uriah Duffy, και λίγο αργότερα οι Whitesnake κυκλοφόρησαν το DVD/CD Live... In The Still of the Night (2006) το οποίο συνοδεύτηκε από μια νέα περιοδεία σε Ευρώπη και Ιαπωνία. Ένα δεύτερο live, αυτή τη φορά μόνο με ήχο χωρίς εικόνα και τίτλο Live: In The Shadow of the Blues (2006) ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους με νέα εταιρία την Steamhammer/SPV Records . Ο δίσκος είχε επίσης μερικά ολοκαίνουρια κομμάτια. Κυκλοφόρησε επίσης και μια επετειακή έκδοση του δίσκου του 1987 με bonus μερικά live κομμάτια και ένα δισκάκι DVD με τα βίντεο του δίσκου για το MTV και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις.
2008 - Good to Be Bad

Μια κανονική επανένωση, όμως, πρέπει να συνοδεύεται και από άλμπουμ και το Good To Be Bad (2008) ήταν ένας πολύ καλός δίσκος που γεφύρωνε τις πιο blues-rock ρίζες τους με το hard rock, φτάνοντας στο #5 των Βρετανικών chart.

Όλο αυτό το διάστημα ο Coverdale και οι Whitesnake, όπως και άλλοι ακούραστοι Βρεταννοί ροκάδες, παρέμεινε δραστήριος συναυλιακά, με εξαίρεση μια ευτυχώς σύντομη περιπέτεια με την υγεία του, πάλι σε σχέση με τις φωνητικές του χορδές. Όχι ότι αυτό έχει απαραίτητα σχέση με το τσιγάρο, αλλά δεν σταμάτησε και να καπνίζει ποτέ εδώ που τα λέμε, και ίσως τα "τραγουδιστής-καπνιστής" δεν είναι πάντοτε συμβατά μεταξύ τους.

Με σταθερούς συνεργάτες τους Doug Aldrich και Reb Beach στις δύο κιθάρες και τους Michael Devin (μπάσο) και Brian Tichy (drums) έγιναν οι ηχογραφήσεις του νέου τους άλμπουμ Forevermore (2011) το οποίο θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Άνοιξη, στις 25 Μαρτίου. Το πρώτο single ("Love Will Set You Free") αναμένεται στις 21 Φεβρουαρίου..

Αν κάτσεις και το σκεφτείς λίγο, ονόματα όπως ο David Coverdale και οι Whitesnake γνώρισαν επιτυχία σε μια εποχή που πολλοί από εμάς μόλις και μετά βίας είχαμε γεννηθεί (αν είχαμε γεννηθεί - και ούτε λόγος να γίνεται για τις Deep Purple εποχές)... Προσπαθώντας να αποφύγουμε τα κλισέ (γερόλυκοι του ροκ και άλλες μαλακίες που ακούμε από mainstream ΜΜΕ), αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν παύει να είναι συγκλονιστικό που τέτοιοι άνθρωποι εξακολουθούν να δημιουργούν δίσκους και να παίζουν live σαν να βρίσκονται στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, δημιουργώντας μελωδίες που σταματούν το ρολόι του χρόνου. Ένας δίσκος από Whitesnake ή Deep Purple στη δεκαετία του '10 (ναι, έτσι λέγεται η δεκαετία στην οποία βρισκόμαστε πλέον, η μέτρηση μοιάζει με αντίστροφη αν σκεφτείς ότι τα 80's που ζήσαμε ως νήπια και από διηγήσεις λίγο μεγαλύτερων μοιάζουν σαν να συνεβησαν χτες) είναι μια τόσο retro αλλά και τόσο vintage (=διαχρονική) εμπειρία ταυτόχρονα. Είμαστε μαζί με τους καινούριους, αλλά ο χρόνος θα δείξει πόσοι από τους καινούριους θα αντέξουν στο χρόνο. Η μουσική αυτή μπορεί να νικήσει το χρόνο. Forevermore.


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
Ως David Coverdale:
  • 1977 - White Snake
  • 1977 - Northwinds
  • 1993 - Coverdale and Page (με τον Jimmy Page των Led Zeppelin)
  • 2000 - Into The Light

Whitesnake Albums:
  • 1978 - Snakebite EP
  • 1978 - Snakebite LP
  • 1978 - Trouble
  • 1979 - Lovehunter
  • 1980 - Ready an' Willing
  • 1981 - Come an' Get It
  • 1982 - Saints & Sinners
  • 1984 - Slide It In
  • 1987 - Whitesnake
  • 1987 - 1987 Versions EP (μόνο στην Ιαπωνία)
  • 1989 - Slip of the Tongue
  • 1997 - Restless Heart
  • 2008 - Good To Be Bad
  • 2011 - Forevermore

Live:
  • 1980 - Live at Hammersmith
  • 1980 - Live... In the Heart of the City
  • 1998 - Starkes in Tokyo
  • 2006 - Live: In The Shadow of the Blues
  • 2011 - Live at Donington 1990

Συλλογές:
  • 1994 - Whitesnake's Greatest Hits
  • 2000 - 20th Century Masters - The Millennium Collection: The Best of Whitesnake
  • 2000 - Best Ballads
  • 2002 - Here I Go Again: The Whitesnake Collection
  • 2003 - Best of Whitesnake
  • 2003 - The Silver Anniversary Collection
  • 2004 - The Early Years
  • 2006 - The Definitive Collection
  • 2006 - Gold: Whitesnake
  • 2008 - 30th Anniversary Collection